Ανεβαίνοντας την οδό Σπετσών στην Κυψέλη, καθώς συνεχίζουμε τον περίπατό μας από την περασμένη Κυριακή, έχουμε φτάσει στον αριθμό 96. Ως εκείνο το σημείο, έχουμε προσπεράσει πολλά σπίτια του Μεσοπολέμου (και κανένα παλαιότερο) όπως και πολλές, όπως είναι φυσικό, μεταπολεμικές πολυκατοικίες του συνήθους αθηναϊκού τύπου. Αναφέρω, όμως, την τριπλοκατοικία στη Σπετσών 96 και Ευβοίας, γιατί εκπροσωπεί έναν τύπο κατοικίας ιδιαίτερα διαδεδομένο στη δεκαετία του 1930 που συνεχίστηκε σε κάποιες γειτονιές ώς τις αρχές του ’50. Συνοικιακός μοντερνισμός, αδροί όγκοι, έρκερ, σταυροειδής αρμονική οργάνωση όψης, γαλλικά παραθυρόφυλλα και όχι ρολά, συμπαγείς εξώστες και ιδιαίτερη τέχνη αρ ντεκό σιδεροτεχνίας.
Οι δίδυμες εξώπορτες στη Σπετσών 96 μας θυμίζουν το πλήθος των διάσπαρτων ζευγών από πόρτες εισόδους σε πάμπολλα σπίτια της Αθήνας αλλά και στην περίπτωση αυτή θαυμάζουμε την κομψότητα μιας απλής κατασκευής. Τον τρόπο που έχει ενσωματώσει τον στυλιστικό ρυθμό της εποχής της.
Και ήταν αυτή η τριπλοκατοικία που με έκανε να στρίψω δεξιά στη γωνία με την Ευβοίας. Στο δίπλωμα του σπιτιού θα φανερωθεί και η τρίτη εξώθυρα. Αλλά καθώς το βλέμμα αγκάλιαζε αυτήν την κατοικία, απλώθηκε με φυσικότητα στο διπλανό σύμπλεγμα επί της Ευβοίας. Ακόμη και από σχετική απόσταση, ήξερα πως ήταν κάτι που ήθελα να εξερευνήσω. Τόσο μυστηριακό εμφανιζόταν αυτό το μονώροφο σπιτάκι που δεν χρειαζόταν να το πλησιάσω για να καταλάβω ότι ήταν κλειστό, εγκαταλελειμμένο και ίσως ετοιμόρροπο.
Πλησιάζοντας, από περιέργεια και έλξη, διαπίστωσα ότι ήταν δύο κεραμοσκεπή λιλιπούτεια σπιτάκια, που έστεκαν σφιχταγκαλιασμένα, σαν αδελφάκια. Το πιθανότερο είναι να ήταν ένα σπίτι με μαγαζί, μοιράζονταν άλλωστε τον ίδιο αριθμό: Ευβοίας 18. Πίσω εκτείνονταν σε αρκετό βάθος γύρω από μια σκοτεινή αυλή. Οι στέγες ήταν σαθρές με καλαμωτή κάτω από τα κεραμίδια, ήταν ένα θέαμα γοητευτικό και μαζί παράδοξο, καθώς δεν είχε τα αστικά χαρακτηριστικά των γύρω σπιτιών και πολυκατοικιών. Ηταν σαν κάποιος απλώς να ξέχασε αυτό το σπιτάκι στη μοναξιά του.
Αλλά, να, που αυτό το «ασήμαντο» για την ιστορία της αρχιτεκτονικής σπιτάκι, γινόταν ιδιαίτερα σημαντικό για την ιστορία της γειτονιάς, για την ιστορία του οικοδομείν, για την ιστορία της κοινωνίας που του έδινε κάποτε ζωή. Εκεί, στη χαμηλότερη στάθμη της πρόσοψης ανάμεσα σε δύο ταμπλαδωτές πόρτες, βαμμένες γκρι, υπήρχε εκείνο το παράθυρο στον δρόμο που ήταν το άνοιγμα ενός μαγαζιού. Από πάνω, σε ημικύκλιο ήταν γραμμένη η λέξη «Καπνοπωλείον» και λίγο ήθελες για να φανταστείς τα χέρια του καπνοπώλη να προβάλλουν κρατώντας τσιγάρα χύμα. Το «παράθυρο» του καπνοπωλείου σφραγιζόταν και αυτό από ξύλινες τάβλες, τρεις κάθετες λωρίδες και μια οριζόντια που τις κρατούσε σφαλισμένες. Ηταν σαν μια οπτασία από την πολύ παλιά ζωή της Κυψέλης, μια σκηνή δρόμου χωρίς τους ανθρώπους της, αλλά με όλη την αθέατη τελετουργία εναργή.
Και ήταν αυτή η αύρα της ελληνικής επαρχίας σε αυτήν τη μεσοαστική γειτονιά της Αθήνας που έδινε στο μικρό αυτό σπιτάκι αυτήν την ξεχωριστή γοητεία. Παρατηρώντας προσεκτικότερα είδα το σιδερένιο πόμολο στην αριστερή εξώθυρα, ένα μάνταλο χωριάτικο, ένα στοιχείο αστικής λαογραφίας και ένα δείγμα εκείνης της ξεχασμένης μαστοριάς. Θυμήθηκα παρόμοια μάνταλα που είχα φωτογραφήσει στην Τρίπολη, στους Δελφούς, στη Σκιάθο και στο Αργος. Αλλά βρισκόμουν στην Κυψέλη και ολόγυρα έβλεπα χτισμένο τον πολιτισμό της αστικής ζωής των Αθηναίων.
Πλίνθοι και πέτρες ξεπρόβαλλαν από τον ξεφλουδισμένο σοβά. Πώς θα ήταν όταν χτίστηκε αυτό το σπιτάκι; Τι θα έβλεπε; Ποια ήταν η ζωή αυτού του καπνοπωλείου που εγκαταστάθηκε στη φαντασία μας;

