Στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Κούντερα ο χριστιανισμός δεν βρήκε θέση, ενώ ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ τις αντιχριστιανικές πεποιθήσεις ή, έστω, τα αντιχριστιανικά αισθήματά του. Απεχθάνεται πρωτίστως την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο, που τα συνδέει με την κομμουνιστική Ρωσία, η οποία δυνάστεψε τη χώρα του και τη ζωή του, αλλά όχι λιγότερο αντιπαθεί και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, που έκαψε τον Γιαν Χους και απείλησε την ίδια την ύπαρξη του τσεχικού έθνους. Συμπάθεια τρέφει μόνο για τον συμπατριώτη του Χους, για λόγους που δεν έχουν προφανώς να κάνουν με τη θεολογία του, αλλά με τη γένεση της τσεχικής εθνικής συνείδησης και γλώσσας. Παραταύτα, το έκτο μέρος του «Αστείου» (μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002, σ. 267-314) είναι αφιερωμένο στον Κόστκα, μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση χριστιανού, η οποία οδηγεί και σε σοβαρά θεολογικά εξαγόμενα.
Ο χριστιανός Κόστκα, πριν από το κομμουνιστικό πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 1948, συντάσσεται με τους κομμουνιστές και αντιτίθεται στις Εκκλησίες, γιατί δεν κατάλαβαν ότι το εργατικό κίνημα ήταν ο αγώνας των κατατρεγμένων που διψούσαν για δικαιοσύνη, και άφησαν έτσι το πεδίο ελεύθερο στον άθεο κομμουνισμό. Από τον Φεβρουάριο του 1948, όμως, όλα αλλάζουν· αρχίζει ο διωγμός όσων διαφωνούν. Ο Κόστκα πάντως δεν ταράζεται με τον διωγμό, το μόνο που τον νοιάζει είναι να μείνει πιστός στην κλήση του Χριστού, η οποία ωστόσο απευθύνεται στον άνθρωπο πάντα μεταμφιεσμένη και σπάνια σαγηνευτική (σ. 274), οπότε πέφτει πάνω του το βάρος να την αποκρυπτογραφήσει. Ο Κόστκα μεταφράζει την αποπομπή του από το πανεπιστήμιο ως κλήση του Χριστού, δεν τρομάζει με αυτό, το μόνο που τον τρομάζει είναι το δικό του γάντζωμα στη βολή της πανεπιστημιακής θέσης. Είναι πεπεισμένος ότι «ο άνθρωπος δεν έχει να χάσει τίποτα, πως η θέση του είναι παντού, παντού όπου πέρασε ο Χριστός, που σημαίνει: παντού μες στους ανθρώπους» (σ. 275).
«Πώς αναγνωρίζει κανείς τη φωνή του Θεού ανάμεσα σε τόσες άλλες; Και αν η φωνή που άκουσα τότε ήταν απλώς η φωνή της δειλίας μου;».
Το 1951, στο κρατικό αγρόκτημα όπου έχει τοποθετηθεί, ο Κόστκα έρχεται σε επαφή με τη βασανισμένη Λουτσία. Η Λουτσία δεν ξέρει τίποτε για τον Χριστό και εκείνος αναλαμβάνει με θέρμη να της τον μάθει, να τη μυήσει στην παρηγοριά της θρησκείας (σ. 292). Ο Κόστκα καταλαβαίνει ότι αυτή η κακοποιημένη γυναίκα έχει ανάγκη από άφεση αμαρτιών και γι’ αυτό θέλει να την οδηγήσει στον Θεό, γιατί «μόνο ο Θεός […] μπορεί να ξεπλένει αμαρτίες, μπορεί να τις μετατρέπει σε μηδέν. […] Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει άφεση σε άνθρωπο, παρά μόνο αν στηρίζεται στην άφεση του Θεού» (σ. 300). Ο Κόστκα τα λέει και τα ξαναλέει όλα αυτά στη Λουτσία, μέρες και βδομάδες, και τη διαβεβαιώνει ότι έχει συγχωρεθεί. Μέχρις εδώ όλα καλά και χριστιανικά και θεολογικότατα. Ωσπου μια μέρα, καθώς είναι ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά, με τα μάτια κλειστά, τον πλησιάζει η Λουτσία και του λέει «τι καλός που είστε, κύριε Κόστκα…», προσθέτοντας πιο σιγανά: «Σας αγαπάω». Ο θεοσεβής Κόστκα αντί εκείνη τη στιγμή να σηκωθεί να φύγει, αφού είχε πια επιτελέσει το χρέος του, είχε οδηγήσει τη Λουτσία στον Χριστό και στη συγχώρηση, κάνει κάτι διαφορετικό: «Αγκάλιασα τη Λουτσία και πλάγιασα μαζί της πάνω στο κρεβάτι της φύσης» (σ. 303).
Η Λουτσία είναι ευτυχισμένη, ανθεί, αλλά ο Κόστκα τρομάζει από τη γυναικεία άνοιξή της, που αυτός ο ίδιος ξύπνησε, τρομάζει ουσιαστικά από την αγάπη της (έχει γυναίκα και γιο στην Πράγα, σ. 304) και αναρωτιέται βασανιστικά μήπως ποθούσε εξαρχής σαρκικά τη Λουτσία και «ενέργησ[ε] σαν αποπλανητής μεταμφιεσμένος σε παρηγορητή ιερέα» (σ. 304). Τότε έρχεται νέο πλήγμα: Ο διευθυντής του κρατικού αγροκτήματος κατηγορείται ότι περιστοιχίζεται από ύποπτα στοιχεία, όπως ο Κόστκα, διωγμένος από το πανεπιστήμιο και, επιπλέον, χριστιανός. Ο Κόστκα θα ερμηνεύσει και πάλι το γεγονός ως συγκαλυμμένη θεϊκή οδηγία να φύγει από το αγρόκτημα για να απαλλάξει τον διευθυντή από την επικίνδυνη παρουσία του και ταυτόχρονα να απομακρυνθεί από τη Λουτσία, πριν να είναι πολύ αργά για αυτήν: «Η αποστολή [τ]ου εξετελέσθη. Οι καρποί της δεν [τ]ου ανήκουν» (σ. 306). Τυπικός, εξαιρετικός Κούντερα: Πίσω από τον χριστιανό παρηγορητή κρυβόταν ο αποπλανητής, ο Κόστκα ποθούσε σεξουαλικά τη Λουτσία και της έκανε χριστιανικό κήρυγμα για να τη ρίξει στο κρεβάτι (έστω για μία μόνο φορά, σ. 313)! Επιπλέον, φεύγει από το αγρόκτημα θυσιαζόμενος, για να προφυλάξει δηλαδή τον διευθυντή από τις κατηγορίες, μα και να προστατέψει τη ζωή της Λουτσίας, στην πραγματικότητα όμως το βάζει στα πόδια μπροστά στην αγάπη της.
Ολα αυτά διόλου δεν σημαίνουν ότι ο Κόστκα είναι υποκριτής, ότι έλεγε στη Λουτσία πράγματα που δεν πίστευε. Ο Κούντερα αποκαλύπτει ειρωνικά τα πραγματικά κίνητρά του, μα δεν αμφισβητεί τον χριστιανισμό του (άλλωστε, αν τον αμφισβητούσε, δεν θα είχε κανένα νόημα η ειρωνική αποκάλυψη των αληθινών κινήτρων). Η ιστορία του Κόστκα έχει μια πολύ σημαντική θεολογική συνέχεια, όπως διατυπώνεται με την απορία του: «Πώς αναγνωρίζει κανείς τη φωνή του Θεού ανάμεσα σε τόσες άλλες; Και αν η φωνή που άκουσα τότε ήταν απλώς η φωνή της δειλίας μου;» (σ. 313). Μήπως δηλαδή επικαλείται τη θεϊκή κλήση για να αποφύγει τις ανθρώπινες υποχρεώσεις του, ιδίως απέναντι στις γυναίκες, η μόνιμη παρουσία των οποίων δίπλα του τον φοβίζει; Από αυτή την απορία πηγάζει η καταληκτική προσευχή του: «Αχ Θεέ μου, είναι πράγματι έτσι; Είμαι τόσο αξιοθρήνητα γελοίος; Πες μου ότι δεν είναι έτσι! Καθησύχασέ με! Κάνε να σ’ ακούσω, Θεέ μου, πιο δυνατά, πιο δυνατά! Μέσα σ’ αυτό το χάος με τις συγκεχυμένες φωνές καθόλου δε σ’ ακούω!» (σ. 314). Επιτέλους, ο Κόστκα δεν ακούει πια τον Θεό να του μιλάει! Ο άθεος Κούντερα δίνει εδώ μεγάλο θεολογικό μάθημα: Δεν υπάρχει τίποτε πιο γελοίο ή πιο αλαζονικό από το να πιστεύει κανείς ότι ακούει τη φωνή του Θεού, ότι μπορεί να ερμηνεύει και να ξεκαθαρίζει μέσα του ποιο είναι ακριβώς το θέλημά Του γι’ αυτόν. Η μόνη κλήση του Θεού –κατακλείδα εκτός μυθιστορήματος– είναι η εντολή της αγάπης.

