Αν υπάρχει κάτι παράδοξο με την όπερα «Η δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι δεν είναι μόνο ότι ανεβαίνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή έπειτα από 27 χρόνια, αλλά ότι απουσίαζε από το ρεπερτόριό της, αν και τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται είναι διαχρονικά και (δυστυχώς) πάντα σύγχρονα: το αποτρόπαιο του πολέμου, η επίδρασή του πάνω στους ανθρώπους, η επιρροή των δημαγωγών, οι προσωπικές μικροϊστορίες και τραγωδίες που αλληλεπιδρούν με το μεγάλο βιβλίο της Ιστορίας.
Η βασική πλοκή έχει ως εξής: ο Ντον Αλβάρο είναι ερωτευμένος με τη Λεονόρα παρά την αντίθεση του πατέρα της, Μαρκησίου του Καλατράβα. Πριν όμως φύγουν μαζί οι δύο ερωτευμένοι, ο Μαρκήσιος σκοτώνεται κατά λάθος και ο αδελφός της Λεονόρας, Ντον Κάρλο, ορκίζεται εκδίκηση. Χρόνια μετά, ο Αλβάρο και ο Κάρλο συναντιούνται, δεν αναγνωρίζονται και γίνονται φίλοι κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Ο καιρός περνάει και η ταυτότητα του Αλβάρο αποκαλύπτεται· οι δύο άνδρες μονομαχούν και ο Κάρλο τραυματίζεται θανάσιμα. Η Λεονόρα συνδέεται ξανά με τον Αλβάρο, αλλά η χαρά της επανασύνδεσης δίνει τη θέση της στην τραγωδία του θανάτου που βρίσκει από το χέρι του αδελφού της.
Η σκηνοθέτις Ροδούλα Γαϊτάνου τοποθέτησε τη δράση του έργου, που έκανε πρεμιέρα την Κυριακή 26 Ιανουαρίου, στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους, και δημιούργησε μια παράσταση που δεν απευθύνεται μόνο στους μυημένους της όπερας. Με ρυθμό που ανεβαίνει σταδιακά και κορυφώνεται στο δεύτερο μέρος, η σκηνοθέτις αντιμετωπίζει με επιτυχία τη μεγάλη διάρκεια, που εκτείνεται σε τέσσερις πράξεις αλλά δεν κουράζει, τα χρονικά άλματα της πλοκής (στην πρώτη σκηνή για παράδειγμα ο Ντον Κάρλο είναι παιδί και η υπόθεση εξελίσσεται στη διάρκεια ενός πολύχρονου πολέμου), τις πολυπληθείς σκηνές.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι σκηνές του γάμου (Α΄ πράξη) και της ανακωχής του πολέμου (Γ΄ πράξη), όπου βρίσκονται επί σκηνής και η Χορωδία της ΕΛΣ και βοηθητικοί ηθοποιοί εκτός από τα βασικά πρόσωπα. Εκεί η κ. Γαϊτάνου κατάφερε να δημιουργήσει μια έξοχη χορογραφία μικρότερων δράσεων που εκτυλίσσονται παράλληλα με το χορωδιακό μέρος – ειδικά το κλείσιμο στη σκηνή της ανακωχής με τους συγγενείς των νεκρών του πολέμου να στήνουν ένα χορό τρέλας και παράνοιας, απεικονίζοντας με το σώμα τους το τραύμα του πολέμου, είναι κάτι που σίγουρα θα μείνει στο μυαλό του θεατή. Με αυτή τη σκηνή, ο Βέρντι μοιάζει να θίγει, το μακρινό 1882, το σύγχρονο ερώτημα του μετατραυματικού στρες που βασανίζει τους βετεράνους και τους επιζώντες.
Ολα αυτά υπηρετούνται από τα κοστούμια και το σκηνικό του Δημήτρη Σουγλίδη, ένα άχρονο, έρημο, τοπίο, άλλοτε σπαρμένο από μαύρους, καμένους κορμούς δέντρων και άλλοτε με σταυρούς (του μαρτυρίου). Εικαστικά, ο θεατής θα ξεχωρίσει τη σκηνή της αναγνώρισης του Αλβάρο από τον αδελφό της Λεονόρας (Γ΄ πράξη) όταν θα τον καταλάβει η μανία της εκδίκησης και η σκηνή θα χωριστεί στα δύο: κάτω βλέπουμε τα ανθρώπινα πάθη και επάνω την πατρογονική κατάρα, με εξαίσιο φωτισμό και κίνηση.
Η Ροδούλα Γαϊτάνου και η ΕΛΣ δημιούργησαν μια παραγωγή διεθνών προδιαγραφών, στην οποία είχαμε την τύχη να ακούσουμε δύο εξαίσιους μονωδούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, τον Δημήτρη Πλατανιά (Ντον Κάρλο) και την Τσέλια Κοστέα (Λεονόρα). Εξαιρετική, φωνητικά και υποκριτικά, και η Οξάνα Βόλκοβα (Πρετσιοζίλα) στον ρόλο της πολεμοχαρούς αξιωματικού – δημαγωγού.

