«Αναζητούσα έναν τρόπο να μιλήσω για το τι σημαίνει να είσαι ένας άνδρας των συνόρων και δεν τον έβρισκα. Είμαι ένας άνδρας 52 ετών, οικοδόμος και πλακάς. Ζω στο Σουφλί όλη μου τη ζωή, δεν έχω μόρφωση, δεν ήξερα πώς να εκφράσω τη ζωή ενός ακρίτα και εθνοφύλακα».
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Θωμά Μπαλάτση ο οποίος παίζει την Αντιγόνη στην παράσταση «Αντιγόνη από το Σουφλί. Επίλυση συγκρούσεων» και μίλησε στην «Κ». Είναι ένας από τους εννέα άνδρες της παράστασης που ανεβάζει η Χριστιάνα Λαμπρινίδη, που έχει σε όλη της την καριέρα ασχοληθεί με το περιθώριο, τα σύνορα, την απομόνωση, την αγάπη και τη δημοκρατία. Η «Αντιγόνη από το Σουφλί» δεν είναι μια κλασική θεατρική παράσταση. Είναι ένα ταξίδι στις ζωές των ανθρώπων που ζουν στις παρυφές της Ελλάδας, στα φυσικά και πολιτισμικά σύνορα. Μία πορεία μέσα από ερωτήματα.

Τι σημαίνει να είσαι άνδρας των συνόρων; Να μην μπορούν να καταλάβουν οι «ξενομερίτες» τη σημασία αυτή; Πώς βρίσκεις τρόπο να μιλήσεις για την περηφάνια και την τιμή να φυλάς τα σύνορα; Να ανήκεις σε όλη σου τη ζωή στην Εθνοφυλακή κρατώντας στρατιωτικό όπλο στο σπίτι του εσαεί; Ποιες είναι οι συγκρούσεις στο ελληνικό και το μη ελληνικό; Στο μουσουλμανικό και στο χριστιανικό; Στα σύνορα και στην Αθήνα; Αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν φωνή μέσα από τα λόγια της Αντιγόνης.
Οταν ο Θωμάς συνάντησε την Αντιγόνη
Ο Θωμάς Μπαλάτσης ζει όλη του τη ζωή στο Σουφλί, έναν τόπο που συχνά μοιάζει ξεχασμένος από την υπόλοιπη Ελλάδα. Στα 52 του χρόνια, έχει μάθει να εκφράζει την ταυτότητά του όχι με λόγια, αλλά με τις πράξεις του. Ενας ακρίτας, όπως λέει, χωρίς πολλές λέξεις, αλλά με βαθιές ρίζες.
Οι άνδρες του Εβρου
• Λάκης Νικολτσιούδης ― Αίμων
• Θωμάς Μπαλάτσης ― Αντιγόνη
• Θάνος Μουχαρίδης ― Ερωτας
• Γιάννης Γκόστιας ― Ισμήνη
• Δημήτρης Πατέλης ― Κρέων
• Ζεκή Τσολάκ-Αλή ― Τειρεσίας
• Αλέξανδρος Κατσικίδης ― Φύλακας
• Γιώργος Τάσιου (Χρήστος Τοπούζης) ― Φωνή του Λαού
Σύλληψη, σκηνοθεσία: Χριστιάνα Λαμπρινίδη
Ο ίδιος μοιράζεται ότι ένιωσε ότι ταυτίζεται με τη φωνή της Αντιγόνης όταν του προτάθηκε από συνεργάτη της Χριστιάνας Λαμπρινίδη να συμμετάσχει στην παράσταση, αφού του είχαν εξηγήσει ότι θα είναι ο εαυτός τους διά του πανανθρώπινου συμβόλου. Η ιδιαιτερότητα του έργου ήταν πως το καστ θα αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από Εβρίτες – όχι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ηθοποιούς, αλλά κατοίκους του τόπου: οπλίτες, αγρότες, συνοριοφύλακες, οικοδόμους.
Είναι πολύ φυσικό για μας να ζούμε εδώ. Είναι ένα είδος τιμής να είσαι ακρίτας, αλλά δεν το νιώθω έτσι, είναι η καθημερινότητά μας.
«Είναι πολύ φυσικό για μας να ζούμε εδώ. Είναι ένα είδος τιμής να είσαι ακρίτας, αλλά δεν το νιώθω έτσι, είναι η καθημερινότητά μας. Ανήκουμε από τα 17 έως τα 65 μας στο Τάγμα Εθνοφυλακής. Κάθε φορά που υπάρχει ένταση με την Τουρκία, είμαστε οι πρώτοι που καλούμαστε στο στρατόπεδο. Μεγαλώσαμε με αυτήν την ευθύνη», υπογραμμίζει ο Θωμάς Μπαλάτσης. Για εκείνον, η ευθύνη αυτή δεν είναι βάρος. Είναι μέρος της ταυτότητάς του, ένας άρρηκτος δεσμός με τον τόπο του.
«Αυτοί οι άνδρες ζητούσαν να αγαπηθούν»
«Δεν είχε καμία σημασία για μένα ότι έπαιζα έναν γυναικείο ρόλο. Σε αυτήν την παράσταση δεν έχει σημασία το φύλο αλλά τα λόγια που λέει. Ημουν εγώ μέσα από την Αντιγόνη. Εγώ που νιώθω μιαν ευθύνη που φυλάω τα σύνορα δίχως να σκεφτώ ούτε στιγμή να φύγω από τον τόπο μου. Ημουν ο Θωμάς μέσα από τα λόγια της Αντιγόνης. Εκείνη ήταν αντίθετη με την εξουσία. Και βρήκα τα λόγια να το πω. Οχι βέβαια ότι θέλω να ρίξω την εξουσία· θέλω απλώς να ακουστεί η φωνή μου ως ακρίτα, άνδρα, οικογενειάρχη στους τόπους των συνόρων, τόπους που διαρκώς υποβαθμίζονται και εγκαταλείπονται», συμπληρώνει ο ίδιος.
Βρήκα τους άνδρες των συνόρων, που θέλησαν να βρουν ένα δημόσιο βήμα για να μην τους λησμονούμε, για να γνωρίζουμε την προσφορά τους. Στο τέλος τέλος, για να αγαπηθούν. Αυτό ζητούσαν: να αγαπηθούν, όχι να τους ερωτευτούν.
Η Χριστιάνα Λαμπρινίδη, από την πλευρά της, εξηγεί ότι η έμπνευση για αυτή την επιλογή πηγάζει από την προσωπική της αναζήτηση γύρω από τη δημοκρατία. «Τα 50 χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αφορμή για στοχασμό. Η δημοκρατία, παρότι γεννήθηκε στην Αθήνα, δεν είναι μόνο για έναν τόπο, είναι για όλους. Είναι εξίσου σημαντική για το Σουφλί και για την πρωτεύουσα. Με απασχολούσαν, επίσης, τα ερωτήματα που δημιουργούνται διαρκώς για το τι είναι άνδρας σήμερα. Ποια τα στερεότυπα που τους συνοδεύουν. Πώς τα σπάμε, ξεπερνώντας τα. Και βρήκα τους άνδρες των συνόρων, που θέλησαν να βρουν ένα δημόσιο βήμα για να μην τους λησμονούμε, για να γνωρίζουμε την προσφορά τους. Στο τέλος τέλος, για να αγαπηθούν. Αυτό ζητούσαν: να αγαπηθούν, όχι να τους ερωτευτούν. Σαν αυτό που λέει η Αντιγόνη: “Γεννήθηκα για ν’ αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι, όχι να μισώ”».

Οι άντρες της παράστασης μιλούν ελληνικά, αρμενικά, πομακικά και σουφλιώτικα, τις γλώσσες του τόπου, των ανθρώπων που ζουν και συνυπάρχουν στις εσχατιές της Ελλάδας. Οι άνδρες της παράστασης, δε, στην αρχική της μορφή, έβγαιναν μέσα από τα υπέροχα αμπέλια της περιοχής και έπαιζαν μέσα σε αυτά. «Σαν αυτοφυείς του τόπου, σαν την Αντιγόνη που φύεται στο Σουφλί», όπως μας λέει η Χριστιάνα Λαμπρινίδη. Και πράγματι, έτσι αντιμετωπίστηκαν και από τους κατοίκους της περιοχής, που περίμεναν με αδημονία το ανέβασμα της παράστασης και είδαν μπροστά τους την την Αντιγόνη να «φυτρώνει» σε έναν χώρο που συμβολίζει τη ζωή και την αντοχή.
Στην αρχή είχα νιώσει πολύ ξένος απέναντι σε μια τέτοια παράσταση. Οταν με είδε η οικογένειά μου, είπαν ότι ήταν κάτι που τους άγγιξε. Δεν το περίμεναν.
«Κανείς δεν αντέδρασε όταν μας είδε να υποδυόμαστε γυναικείους ρόλους», θυμάται ο Θωμάς Μπαλάτσης. «Ημουν Αντιγόνη, δεν ήμουν η Αντιγόνη», προσθέτει. «Στην αρχή είχα νιώσει πολύ ξένος απέναντι σε μια τέτοια παράσταση. Οταν με είδε η οικογένειά μου, είπαν ότι ήταν κάτι που τους άγγιξε. Δεν το περίμεναν· πίστευαν ότι θα δουν μια παράσταση όπου, ας πούμε, θα γελάσουν ή θα κλάψουν. Είδαν, όμως, ένα κομμάτι του πραγματικού μου εαυτού».
«Αυτό το έργο μάς άλλαξε όλους»
Η σκηνοθέτις της παράστασης, μάλιστα, μιλάει για την περηφάνια που ένιωσαν οι συμμετέχοντες της «Αντιγόνης από το Σουφλί» και για τον τρόπο που ο πολιτισμός τούς έκανε να αγαπήσουν εκ νέου τα σύνορα. «Εμένα μου προκάλεσαν σεβασμό. Και, βέβαια, αυτό το έργο μάς άλλαξε όλους, ακόμα και το κοινό ή τις συζύγους των συμμετεχόντων· είδαν κάτι σε αυτούς που δεν είχαν δει ώς τότε. Και σπάσαμε τα στερεότυπα. Ακόμα κι εγώ –ως φεμινίστρια και λεσβία– κατέλυσα όλα τα στερεότυπα που μου είχαν απομείνει για τους άνδρες», όπως λέει η Χριστιάνα Λαμπρινίδη.
Σπάσαμε τα στερεότυπα. Ακόμα κι εγώ –ως φεμινίστρια και λεσβία– κατέλυσα όλα τα στερεότυπα που μου είχαν απομείνει για τους άνδρες.
Η ίδια, μάλιστα, θυμάται ότι είχαν πάρει άδεια να παρελάσουν την 28η Οκτωβρίου στο Σουφλί. Λόγω ασθένειάς της με Covid-19 όμως, οι συμμετέχοντες είχαν αρνηθεί να παρελάσουν χωρίς εκείνη. «Πήγαν, ωστόσο, σύσσωμοι στη δοξολογία, ως μέλη της παράστασης. Ακόμα και ο Αλεβίτης άνδρας που συμμετέχει. Είμαστε μεν στα σύνορα, αλλά τα καταργούμε. Δείχνουν τον τρόπο που το “μαζί” είναι ο ασφαλέστερος τρόπος συνύπαρξης».
«Μέσα από το έργο αυτό κατάφερα να εξηγήσω τι είμαι»
«Δεν ξέρω αν με έχει αλλάξει η παράσταση», σημειώνει ο Θωμάς Μπαλάτσης. «Είχε περισσότερο να κάνει με αυτό που είμαι, χωρίς να έχω καμία αξίωση να περάσω ένα μήνυμα. Εκανα απλώς αυτό που ήθελα να κάνω. Να μιλήσω δημοσίως για μας εδώ πάνω, διότι όποιος δεν ζει εδώ δεν μπορεί εύκολα να καταλάβει πόσο σημαντικό είναι για εμάς που ζούμε στα σύνορα. Μέσα από το έργο αυτό κατάφερα να εξηγήσω τι είμαι».
Χριστιάνα Λαμπρινίδη: Η φωνή των αφανών μέσα από την τέχνη

Η «Αντιγόνη από το Σουφλί» δεν αποτελεί απλώς μία θεατρική παράσταση, αλλά έναν κρίκο στην ανθρωπιστική αλυσίδα που η Χριστιάνα Λαμπρινίδη χτίζει ακούραστα εδώ και δεκαετίες. Από την αρχή της καριέρας της, η σκηνοθέτις, συγγραφέας και ακτιβίστρια έχει χρησιμοποιήσει το θέατρο ως ένα ισχυρό εργαλείο για να δώσει φωνή στους ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο – στα σύνορα, στην κοινωνική απομόνωση, στην καταπίεση.
Η καλλιτεχνική της πορεία είναι μια συνεχής προσπάθεια να γεφυρώσει την τέχνη με τη ζωή. Εργα όπως η «Τριλογία των Συνόρων» –που περιλαμβάνει τα «B.OUND», «Peace Talk» και «Εθνικό Φιλί»– αποδεικνύουν την επιμονή της να μετατρέπει τη βιωμένη εμπειρία σε καλλιτεχνική έκφραση. Με θεματολογία που εξερευνά την αγάπη, τη σύγκρουση και την ειρήνη, η ίδια δεν διστάζει να εστιάσει στις πιο βαθιές ανθρώπινες ανάγκες και να ανοίξει δύσκολους διαλόγους. Οπως η ίδια έχει πει, «είναι καιρός να μιλήσουμε για την αγάπη. Δεν είναι ρομαντισμός. Είναι κάτι που διαθέτουμε».
Γεννημένη το 1958 στην Αθήνα, η Χριστιάνα Λαμπρινίδη σπούδασε στο Wellesley College και στο Πανεπιστήμιο Brown των ΗΠΑ, όπου άρχισε να αναπτύσσει τη βαθιά της δέσμευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Εχει τιμηθεί με το βραβείο Lillian Hellman & Dashiell Hammett από το Human Rights Watch και υπήρξε υποψήφια για το Right to Livelihood Award, γνωστό και ως «Εναλλακτικό Νομπέλ Ειρήνης».
Αποτελεί την πρώτη Ελληνίδα θεατρική συγγραφέα που έλαβε τον τίτλο Writer-in-Residence από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, ανέπτυξε μια πρωτοποριακή μεθοδολογία για την επίλυση συγκρούσεων, χρησιμοποιώντας το θέατρο και τη δημιουργική γραφή ως μέσο θεραπείας και διαλόγου.
Η προσφορά της στον χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πολυσχιδής. Το έργο της εστιάζει στις ζωές των γυναικών, των συνοριακών πληθυσμών και γενικότερα όσων ζουν στο περιθώριο. Παράλληλα, έχει παρουσιάσει τα θεατρικά της έργα σε διεθνείς σκηνές και φεστιβάλ, ενώ συμμετέχει ενεργά σε προγράμματα δημιουργικής γραφής και θεάτρου για ευάλωτες κοινότητες. Το Lesbian blues (1998), όπως έχει γραφτεί, είναι το πρώτο θεατρικό έργο στην Ελλάδα για τη λεσβιακή ορατότητα.
Το 2017, η Εταιρεία Συγγραφέων την τίμησε με το βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» για την προσφορά της στα ελληνικά γράμματα. Η πορεία της αποδεικνύει πως η τέχνη, όταν συνδυάζεται με ανθρωπιστική δέσμευση, μπορεί να αλλάξει ζωές και να ανοίξει νέους δρόμους κατανόησης και ενότητας.
Κεντρική φωτογραφία: Ο οικοδόμος-πλακάς Θωμάς-Αντιγόνη (δεξιά) και ο συνοριοφύλακας Δημήτρης-Κρέων. (©Νεκτάριος Μπιλιακάκης)

