ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Γιακαράντες
εκδ. Εστία, σελ. 240
Ο Δημήτρης Μπακάλμπασης έχει μόλις κλείσει τα είκοσι επτά και αισθάνεται καταπλακωμένος από μια «απότομη δυστυχία». Η δυστυχία του απαιτεί την αρωγή ψυχολόγου, οι παραινέσεις της οποίας δεν δείχνουν να βοηθούν. Ο Δημήτρης νιώθει τελειωμένος. Ισως φταίει η δουλειά του, όλη μέρα στο Ιντερνετ να φτιάχνει κώδικες για έναν αλγόριθμο. Το Span είναι ένα πάνσοφο ψηφιακό μέσο ψυχαγωγίας. Οι χρήστες, κυρίως νέοι, μπορούν να αποβλακώνονται επί αρίφνητες ώρες, καταπραΰνοντας το άγχος και την απελπισία τους. Ωστόσο, η νεότητα της ανθρωπότητας υποφέρει από μια παράξενη νόσο, μια πανδημία ψυχικής υγείας. Ο ένας μετά τον άλλο πέφτουν στο κρεβάτι και αδυνατούν να λειτουργήσουν έστω και στοιχειωδώς στην καθημερινότητά τους. Είναι όλοι τους burnout. Από παντού αντηχεί «ένα παγκόσμιο κλάμα».
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του ο Φοίβος Οικονομίδης (Αθήνα, 1997) δημιουργεί μια δυστοπική, μετα-αποκαλυπτική ατμόσφαιρα για να υποδείξει τα αδιέξοδα της γενιάς Z. Η ασθένεια που πλήττει τους νέους του βιβλίου θυμίζει έντονα το σύνδρομο Hikimori, που εμφανίστηκε πριν από χρόνια στην Ιαπωνία, σε νέους που κατέρρεαν στα παιδικά τους δωμάτια, αποσυρόμενοι βαθμιαία από την κοινωνία και τις ενήλικες υποχρεώσεις. Εδώ η νόσος της απόσυρσης συνιστά σύμπτωμα μιας τελεσίδικης απογοήτευσης. Εξουθενωμένοι από την τεχνολογική εποποιία, «γεμάτη με συγκλονιστικά βαρετά, ανούσια πράγματα» και συνάμα εξαντλημένοι από την προσπάθεια να τα καταφέρουν όσο πιο θεαματικά γίνεται, ο Δημήτρης και οι φίλοι του το μόνο που θέλουν είναι να πέσουν για ύπνο. Και μερικοί από αυτούς πέφτουν, ανήμποροι έκτοτε να σηκωθούν.
Ο Δημήτρης αντιστέκεται στην απειλή της νόσου, ακολουθώντας τις βασικές επιταγές της ευζωίας. Δουλεύει ευσυνείδητα στο ωράριό του, καθαρίζει το σπίτι, τρώει υγιεινά, πίνει αρκετό νερό, πηγαίνει στο γυμναστήριο, φροντίζει να δείχνει μια χαρά, ποτέ δεν ξεχνά να χαμογελά. Σε μια από τις κρεβατοκάμαρες του διαμερίσματος κοιμάται ο Ορέστης. Ο Δημήτρης συγκατοικεί με την αρρώστια, το κάψιμο, το πέσιμο. Αλλά κάπως τα κατάφερνε να μένει όρθιος, μπουκώνοντας τον εαυτό του με ερεθίσματα. «Προσπαθούσα να υπάρχω όσο λιγότερο γινόταν, υπάρχοντας σε μια διαρκώς ανατροφοδοτούμενη λούπα άμεσης ικανοποίησης. Την ακαριαία έκκριση ντοπαμίνης έπρεπε υποχρεωτικά να την ακολουθήσει η επόμενη ακαριαία έκκριση ντοπαμίνης». Κι έτσι συνέχιζε: «[…] μπορούσα να καταναλώνω περιεχόμενο και να ανεβάζω περιεχόμενο και να είμαι περιεχόμενο κάνοντας ότι καταλαβαίνω ενώ από την πίεση τα αυτιά και τα μάτια μου μάτωναν, μπορούσα να πιστεύω τα ψέματα και να επαναλαμβάνω τα ψέματα (ήμουν καλός σε αυτό) και να μένω ακίνητος ενώ έπεφτε πάνω μου κάθε κτίριο, κάθε γέφυρα, κάθε ψέμα που γκρεμιζόταν». Το μυθιστόρημα του Οικονομίδη αποτυπώνει την ψυχολογική συνθήκη σημερινών νέων, που βάλλονται από αντιμαχόμενες ενορμήσεις. Η κούραση και η φετιχοποίηση της επιτυχίας, η σύγχυση και ο ασύδοτος ευδαιμονισμός, η πίεση και ο ψυχαναγκασμός των μέγιστων επιδόσεων, η απόγνωση και το εκβιαστικό χαμόγελο, η πλήξη και η πληθώρα αντιπερισπασμών, η έξαλλη φιλαυτία και η συντριπτική αυτοαπέχθεια. Ομως, εκείνο που τελικά επικάθεται στις σελίδες είναι η αίσθηση της βαρεμάρας.
Πρέπει να έχεις δοκιμαστεί αρκετά στη συγγραφή για να αποτολμήσεις να φέρεις στο επίκεντρο της θεματικής την ανία. Ο Οικονομίδης έχει ενδιαφέρουσες σκέψεις, αλλά η γλώσσα του δεν είναι ακόμα έτοιμη να διαχειριστεί συχνότητες σχεδόν ατονικές. Γι’ αυτό παραμένει διεκπεραιωτική, εκδιπλούμενη σε απλά, εύκολα ελληνικά, που πόρρω απέχουν από λογοτεχνική γραφή. Προφανώς δεν εννοώ μια γραφή σφύζουσα από καλολογικά στοιχεία, αλλά έναν λόγο που θα αποσπούσε το ψυχόδραμα των ηρώων από την περιγραφική πεζότητα και θα το καθιστούσε μυθοπλαστική κατάσταση.

