Είναι πολυγραφότατος και ακριβοθώρητος· λίγες και προσεκτικά επιλεγμένες οι εμφανίσεις του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αιχμηρός και τρυφερός μαζί. Με διεισδυτική ματιά σε όσα συμβαίνουν γύρω του και χιούμορ που σπάει κόκαλα.
Ο Γιώργος Μανιώτης των περίπου 100 θεατρικών έργων, των δεκάδων ποιημάτων και διηγημάτων και των 28 μυθιστορημάτων, αυτή τη φορά καταπιάνεται με «τους μηχανισμούς που βλάπτουν το αγαθό της ζωής» στη «Βίβλο του Κακού», το νέο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Με αυτή την αφορμή συναντηθήκαμε. «Ενα βιβλίο για το Κακό. Γιατί;», τον ρώτησα. «Αν κάποιος αφελής και ανέμελος παρακολουθήσει ένα βραδινό δελτίο ειδήσεων, θα διαπιστώσει ότι το Κακό μάς κυκλώνει από όλες τις πλευρές, εκκωφαντικά», απάντησε. «Γιατί, λοιπόν, να μην προσπαθήσουμε να αναλύσουμε αυτό που πιθανότατα θα μας συμβεί πριν μας συμβεί;».
– Εχετε πει για τους περιθωριακούς ήρωές σας ότι τους αγαπάτε, «κοίτη του κόσμου» τους έχετε αποκαλέσει. Τους κακούς ήρωές σας πώς τους αντιμετωπίζετε;
– Οι κακοί ήρωες αποτελούν την κινητήρια δύναμη της εποχής μας. Είναι συνήθως κάποιοι που αποφάσισαν να παίξουν τον ρόλο του Θεού και χρησιμοποιούν τους συνανθρώπους τους για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Ο αρχαίος σοφός της Ανατολής, Λάο Τσε, όμως, μας προειδοποιεί: «Οποιος προσπαθεί να πάρει τη θέση του Θεού είναι σαν τον ανειδίκευτο εργάτη που με το έτσι θέλω παίρνει τη θέση του αρχιξυλουργού. Σπανίως να μην κόψει το χέρι του!».

– Στην καθημερινότητά σας, στη ζωή σας, πώς αντιδράτε απέναντι στο κακό;
– Με τον όρο «κακό» συνήθως εννοώ τους μηχανισμούς που βλάπτουν το αγαθό της ζωής. Αν έχω κατορθώσει να κατανοήσω τη λειτουργία τους, μπορώ να τους αντιμετωπίσω διά της γραφής άλλοτε επιθετικά, άλλοτε με υπομονή, άλλοτε αγνοώντας τους ηθελημένα, περιμένοντας τον παμφάγο χρόνο να τους αποκαλύψει στις συνειδήσεις μας και να τους καταρρίψει. Δυστυχώς, όμως, πολλές φορές η ζωή περνά και το κακό συνεχίζει να κυριαρχεί.
– Εχετε ασχοληθεί με πολλά, διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, ακόμα και με το θρίλερ. Σε ποιο «ακουμπάτε» πιο δυνατά;
– Στο θρίλερ, διότι πιστεύω ότι όλα τα μεγάλα έργα της τραγωδίας είναι ένα θρίλερ, ένα απρόσμενο εναγώνιο ραντεβού με την τύχη και τη μοίρα, τον πρόωρο θάνατο, που εμφανίζεται πάντα σαν μέγας δάσκαλος για να διορθώσει το λάθος και να μας επαναφέρει στη χαμένη ισορροπία – πριν ο άνθρωπος βγει έξω από το μέτρο που του χαρίστηκε με τη γέννησή του και πριν αποφασίσει να θίξει το ιερό δοχείο του κόσμου, να διαταράξει δηλαδή τη ροή μιας ειρηνικής ζωής με σκοπό να αποκτήσει πάση θυσία κάτι αποκλειστικά δικό του.
– Από τα σχεδόν 100 θεατρικά έργα που έχετε γράψει, μόνο το ένα τέταρτο έχει παιχτεί. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
– Από την αρχή είχα επιλέξει τα θέματα που ήθελα να αναπτύξω είτε μέσω του θεάτρου είτε μέσω της πεζογραφίας. Ποτέ δεν κατέφυγα στις ευκολίες που μας παρέχει μια κατά το πλείστον φτιαγμένη και πειραγμένη πραγματικότητα. Επιθυμούσα και επιθυμώ να συγκινήσω τον θεατή και τον αναγνώστη αγγίζοντας βαθύτερα υπαρξιακά του αιτήματα, τα οποία συνήθως κρύβει κάτω από το χαλί της συνείδησής του αυτολογοκρινόμενος. Οταν τη θεματολογία μου την προσεγγίζει η επικαιρότητα, αυτά τα έργα παίζονται ή εκδίδονται. Τα υπόλοιπα περιμένουν τη στιγμή τους.

– Τα έργα που μένουν στο συρτάρι τι γίνονται; Τα άπαιχτα ή τα αδημοσίευτα;
– Σιτεύουν! Γράφονται και ξαναγράφονται, καθώς προσπαθώ να τα τελειοποιήσω. Συχνά οι ίδιες οι εποχές που ζούμε δεν μας επιτρέπουν να δούμε μερικές αλήθειες, αλλά η πραγματικότητα με την ελεύθερη ροή της συμπληρώνει τα κενά. Τότε απελευθερώνονται σκέψεις που δεν τις φανταζόμαστε και αυτό που φαίνεται αδυναμία, έλλειψη και ατέλεια μέσα σε αυτά τα καθηλωμένα έργα, έρχεται με τις καινούργιες εμπειρίες και αποκαθίσταται. Τα έργα αυτά λοιπόν ολοκληρώνονται και παίρνουν την τελική τους μορφή.
Επιθυμούσα και επιθυμώ να συγκινήσω τον θεατή και τον αναγνώστη αγγίζοντας βαθύτερα υπαρξιακά του αιτήματα, τα οποία συνήθως κρύβει κάτω από το χαλί της συνείδησής του αυτολογοκρινόμενος.
– Φημίζεστε για το χιούμορ σας. Είναι άμυνα έως έναν βαθμό;
– Κωμικό είναι η αναγωγή κάθε έντονης προσπαθείας ξαφνικά εις το μηδέν. Φανταστείτε τώρα αυτή η φράση σε πόσες φάσεις και ενέργειες της ζωής μας ταιριάζει και κουμπώνει. Το χιούμορ ξεχειλίζει πανταχόθεν. Για να το καταλαβαίνεις, όμως, πρέπει να έχεις ενσταλαγμένη εντός σου την ακατανίκητη ισορροπία «του απολεσθέντος παραδείσου». Αλλιώς όλες οι υπερβολές που συμβαίνουν γύρω σου σού φαίνονται αδιάφορες και φυσιολογικές.
– Πώς βλέπετε τα τεκταινόμενα στον χώρο της Αριστεράς τον τελευταίο καιρό; Ποια είναι η εντύπωσή σας για τον Στέφανο Κασσελάκη;
– Μέρος της Αριστεράς έχασε την ψυχραιμία του και αντιπολιτεύθηκε σαν να επρόκειτο να εξαφανιστεί. Με τέτοια απελπισία. Υπερέβη το μέτρο και δημιούργησε ένα κλίμα έσχατου πανικού που μόνο η φράση «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» μπορεί να τον περιγράψει. Οσο για τον κ. Κασσελάκη, πρέπει κάποτε να κατανοήσει ότι η φωτογένεια είναι πλαστό διαβατήριο για την πολιτική και, επίσης, να πάψει να διαλαλεί παντού το ανέκδοτο για την άμεση δημοκρατία. Η άμεση δημοκρατία είναι ασύμβατη με το σύγχρονο υπερκράτος, σχήμα οξύμωρο.
– Από τους σπουδαίους ανθρώπους που έχετε γνωρίσει –διανοουμένους, καλλιτέχνες–, ποιοι σας λείπουν περισσότερο και γιατί;
– Ο Γιάννης Τσαρούχης, γιατί δεν του ξέφευγε τίποτα· όταν συζητούσες μαζί του ένιωθες ότι συνομιλείς με τη ζωντανή συνείδηση όλου του δυτικού πολιτισμού, καυτηρίαζε οποιαδήποτε ανορθογραφία του με τον πιο απλό, διαυγή και εύστοχο τρόπο. Και γιατί δόξαζε με τη ζωγραφική του το ανθρώπινο σώμα, το οποίο οι πάντες από αιώνων μάχονται λυσσαλέα. Αλλά και ο Μάνος Χατζιδάκις, γιατί κατόρθωνε να αποδίδει με τις μουσικές συνηχίες και τα ηχοχρώματά του όλες τις υφές και τις πλοκές της σύγχρονης πραγματικότητας σε σχέση πάντα με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

– Ποιος είχε περισσότερο χιούμορ; Ανακαλείτε κάποιο σχετικό γεγονός;
– Ο Τσαρούχης! Κάποιον Δεκαπενταύγουστο πηγαίναμε με πούλμαν στην Επίδαυρο να δούμε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Στη διαδρομή μού έλεγε: «Ξέρω ακριβώς τι θέαμα θα δούμε. Θα έχουν ντύσει τις Βάκχες σαν σκιάχτρα ζητιάνων, γιατί κατά βάθος μισούν το ανθρώπινο σώμα. Μετά θα τις έχουν βάλει να χοροπηδάνε σαν αρκούδια και δεν θα καταλαβαίνουμε τίποτα από τους στίχους του Ευριπίδη. Πάντα όταν βλέπω αυτό το έργο έχω μια απορία: θα τολμήσουν να ντύσουν τον Πενθέα, τον τύραννο της πόλης, γυναίκα;». Φθάσαμε στο θέατρο, άρχισε η παράσταση και ένα πλήθος… αρκουδιάρηδων όρμησε στην ορχήστρα χτυπώντας τούμπανα και ντέφια. «Δεν σου τα έλεγα;» έσκυψε και μου ψιθύρισε ο Γιάννης. «Ντισκοτέκ στη Θράκη! Λέξη δεν θα ακούσουμε!». Οταν μάλιστα εμφανίστηκε ο Πενθέας ντυμένος σαν Βάκχη για να πάει στο βουνό να κατασκοπεύσει τις άλλες Βάκχες, ο σοφός ζωγράφος αναφώνησε: «Δεν τόλμησαν, δεν τον έντυσαν γυναίκα! Αυτός δεν είναι Βάκχη, ο γιος του Σεΐχη είναι!».
– Νοσταλγείτε τις βραδιές με τον Μάνο Χατζιδάκι στον Μαγεμένο Αυλό; Πώς πιθανολογείτε ότι θα σχολίαζε όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα του 2024;
– Ο Μάνος Χατζιδάκις συνήθιζε να καλεί όλο το Τρίτο Πρόγραμμα στον Μαγεμένο Αυλό και να μας τραπεζώνει. Εκεί, «μεταξύ τυρού και αχλαδιού», κατσάδιαζε τους συνεργάτες του για τυχόν λάθη που είχαν κάνει στο ραδιόφωνο. Τρομερούς καβγάδες θυμάμαι! Αλλά και γέλια και συναρπαστικές συζητήσεις. Πολλοί ήθελαν να μπουν στην παρέα. Κάθονταν στα διπλανά τραπέζια και μας κοιτούσαν με απέραντη ζηλοφθονία, αίσθημα που απελευθέρωσαν εναντίον μας αμέσως μετά τον θάνατό του. Αν ζούσε σήμερα, είμαι σίγουρος ότι θα μελοποιούσε τους στίχους του Αγγλου ποιητή Τ. Σ. Ελιοτ: «Ετσι τελειώνει ο κόσμος. Οχι με έναν βρόντο, μα μ’ έναν λυγμό».
– Αν γινόσασταν υπουργός Πολιτισμού για μία ημέρα, τι θα αλλάζατε;
– Θα φρόντιζα για τα πνευματικά δικαιώματα όλων των καλλιτεχνών. Θα έβαζα σε τάξη τα ανορθόγραφα και τα ανάποδα που έχουν μετατρέψει τα κρατικά θέατρα σε αναψυκτήρια του συρμού. Και θα μεριμνούσα μέσα από τα διάφορα φεστιβάλ ώστε η πατροπαράδοτη τέχνη της αναπαράστασης να ευδοκιμεί, να λειτουργεί αποτελεσματικά και να μην ευτελίζεται από τον κάθε τυχάρπαστο.
– Τι πιστεύετε ότι θα γράφουν οι εγκυκλοπαίδειες του μέλλοντος στο λήμμα «Γιώργος Μανιώτης»;
Συγγραφέας. Εγραφε για να κάνει μια de profundis ανάγνωση της εποχής του, χωρίς έξωθεν παρεμβολές και ενθουσιασμούς.

