ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ
Γεννιέται ο κόσμος
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 112
Ωραίο συναίσθημα ο έρωτας. Αντε να το κάνεις λογοτεχνία. Η Βάσια Τζανακάρη επιλέγει την υπερβολή, την παραφορά, το παραμιλητό. Στην πρόσφατη νουβέλα της η αφηγήτρια βιώνει το θαύμα έναν Δεκέμβριο, παραμονές Πρωτοχρονιάς, σε ένα ουζερί στην Ευελπίδων. Πρόκειται για κοσμογονία. Η εμφάνιση του Γιώργου στα σαράντα δύο της ισοδυναμεί με επιφάνεια θεού. Σε κάθε του βήμα η γη ραγίζει. Η αφηγήτρια του απευθύνεται περιπαθώς, ανακαλώντας ένδοξες στιγμές του έρωτά τους. Οταν του μιλάει, η γλώσσα της αφηνιάζει ξετρελαμένη. Φρεναπάτη ερωτικού λυρισμού. Η ποθοπλανταγμένη γλώσσα στρεβλώνει την πραγματικότητα για να αναδείξει τον τεκτονικό σεισμό που επέφερε ο Γιώργος στον κόσμο. Στο διαμέρισμα της ερωτευμένης εισδύουν φωσφορίζουσες λάμψεις, Σειρήνες, χρυσόψαρα, αστέρια, φεγγάρια και πλόιμα ύδατα, που υπόσχονται ατέρμονα αρμενίσματα.
Ο Γιώργος είναι πάρα πολύ ψηλός, «φτάνει μέχρι το ταβάνι»· «ευτυχώς που είναι τόσο ψηλός, ίσως κάποτε τον χορτάσω». Για να τον φιλήσει, χρειάζεται να ξεδιπλώσει μια σκάλα από τραπουλόχαρτα, προσεκτικά, για να μην γκρεμιστούν. Ο Γιώργος είναι «το ψηλότερο κτίριο στην Αθήνα». Ο Γιώργος είναι «ένα σπίτι στο βουνό». «Στο πίσω μέρος έχεις έναν απέραντο κήπο όπου είναι πάντα άνοιξη». Ο Γιώργος είναι ένα «θερμαντικό σώμα», που ζέστανε το παγωμένο της σπίτι· «σκέφτηκα ότι αυτόν τον χειμώνα δεν θα πέθαινα απ’ το κρύο». Οταν ο Γιώργος φωτογραφίζεται με φόντο τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, γίνεται «ύψος ανεμοδαρμένο, ναός λευκός ατάραχος, ακλόνητος, αλύγιστος μπροστά στα μαύρα πανιά». Σε άλλο ενσταντανέ, το ύψος του που ξεδιπλώνεται ώς τον ουρανό ανεμίζοντας φαντάζει σαν «γαλανόλευκη έπαρση».
Η ερωτοπαθής γραφή κλονίζεται από εξαίσια οράματα. Η αφηγήτρια υμνεί τον Γιώργο με θρησκευτική ευσέβεια. Διότι, συν όλα τα άλλα, ο Γιώργος είναι ένας ιερός τόπος, πρωτοφανέρωτος. Ο Γιώργος είναι ανάσταση, είναι «το αθάνατο νερό». Οι δυο τους εγκαθιδρύουν μια δυαδική θρησκεία. «[…] κι είναι τόσο όμορφος αυτός ο τόπος –δεν ήξερα καν ότι υπάρχει–, που κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ γονατίζω μπροστά στο κρεβάτι μου και προσεύχομαι σε ό,τι έχω ιερό να είναι ένας τόπος απ’ το μέλλον». Οταν ξαπλώνουν μαζί στο κρεβάτι, το ταβάνι μεταμορφώνεται σε έναστρο ουρανό απ’ όπου στάζουν αστέρια. Δύο από αυτά τους καρφώνουν στα σεντόνια.
Είναι κάπως γελοίοι οι ερωτευμένοι, με έναν αξιαγάπητο τρόπο. Και οι έρωτες κωμικοί είναι. Το είπε ο Κούντερα. Βέβαια, αυτή η κωμικότητα μάλλον γίνεται αντιληπτή μετά το τέλος της σχέσης, όταν το πάθος λιμνάζει στην ντροπή και στην αμηχανία. Η Τζανακάρη δείχνει να μη φοβάται τη φαιδρότητα της αφηνιασμένης αισθηματολογίας. Ενδεχομένως να πιστεύει ότι η παραισθητική, ερωτόληπτη γραφή διασώζει τη λογοτεχνικότητα του κειμένου της, το οποίο, όπως εύστοχα σχολιάζει ο Γιώργος, πρέπει να αναλυθεί «στη βάση ενός διπόλου ρομαντικού και πραγματιστικού, υπερβατικού και ρεαλιστικού». Καλά να θαυμάζει τον Γιώργο, αλλά και λίγος αυτοθαυμασμός δεν βλάπτει.
Ασφαλώς ο έρωτας είναι το αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας. Αλλά και από τα δυσκολότερα να αποδοθεί. Από τη μια καραδοκεί η κοινοτοπία και από την άλλη η ερωτοπληξία. Ασε τους θρήνους και τους οδυρμούς. Το βιβλίο της Τζανακάρη το βουρλίζει ένας ελεγειακός ίμερος. Η ερωτοπάθεια της γραφής απολήγει σε έναν γκροτέσκο συναισθηματισμό. Υπάρχουν κάποια σημεία όπου διαφαίνονται σαρκαστικοί, περιγελαστικοί υπαινιγμοί. Αυτά τα σημεία είναι τόσο αμυδρά που μπορεί και να μην υπάρχουν. Στις σελίδες επιβάλλεται μια παράφορη, πληθωρική, αλλόφρων λατρεία, η οποία τρέφει φανταχτερά όνειρα και εκτυφλωτικές παρακρούσεις. Τέτοια ερωτομανία περισσότερο προσιδιάζει σε προεφηβικό λεύκωμα παρά σε λογοτεχνικό κείμενο.

