Το τελευταίο Σάββατο πριν από το τέλος του χρόνου, μια καλή φίλη μού έκανε δώρο τον «Ανθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία». «Επειδή σου αρέσει πολύ η λογοτεχνία», μου είπε. Ομως, πράγματι, μου αρέσει η λογοτεχνία; Και μάλιστα πολύ;
Το φθινόπωρο έγινα πενήντα και, χωρίς να ξέρω αν οφειλόταν σε αυτό, εδώ και λίγους μήνες είχε μειωθεί η όρεξη για ανάγνωση. Διάβαζα όσο χρειαζόταν προκειμένου να στέλνω κριτικά σημειώματα στην εφημερίδα, ενημερωνόμουν κάπως, απέφευγα τις συζητήσεις για βιβλία, έμπαινα στα βιβλιοπωλεία – κι έπειτα από λίγο έβγαινα ξανά στον δρόμο για να πάρω ανάσα. Κάτι μ’ έπνιγε. Τι είχε συμβεί;
Σίγουρα δεν έμοιαζα καθόλου μ’ εκείνον τον παράξενο φωτογράφο στη νουβέλα του Γκούρμα Ντοτσανασβίλι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Loggia (σε μετάφραση του Δημήτρη Τσεκούρα), στην κίτρινη σειρά. Μια ιστορία ογδόντα σελίδων γραμμένη στα γεωργιανά, τυπωμένη το ’73.
Φαίνεται λοιπόν πως αυτός και ο Κλιμ, ο βοηθός του στο φωτογραφείο, εξακολουθούσαν να πιστεύουν στη λογοτεχνία, δηλαδή στην απόλαυση της ανάγνωσης. Που σημαίνει: να κάθεσαι σε μια πολυθρόνα και κάτω από ένα «ωραίο φωτιστικό» να διαβάζεις το βιβλίο σου. Ξεκομμένος από την αληθινή ζωή και, ταυτόχρονα, μπλεγμένος μέσα της. Σαν να είχα χάσει λοιπόν αυτό το πολύτιμο δώρο, το πλεονέκτημα που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας προσφέρει χωρίς ιδιοτέλεια. Να πεθαίνουμε και να γεννιόμαστε ξανά, να ελπίζουμε και ν’ απελπιζόμαστε, να γινόμαστε βασιλιάδες και δούλοι, ν’ αγαπάμε και να μισούμε και να ερωτευόμαστε, να φοβόμαστε και να είμαστε ανοιχτοί σε κάθε προοπτική περιπλάνησης, πηδώντας από τη μια σελίδα στην άλλη: «Γιατί έχουμε δοκιμάσει τα πάντα, αχ, τα πάντα. Επιθυμούσαμε πάντοτε πολλές, πολλές και διαφορετικές ζωές». Μια χαρά τα γράφει ο Ντοτσανασβίλι.
Προσπαθώντας να θυμηθώ τι είχα διαβάσει μέσα στην προηγούμενη χρονιά, δεν μπορούσα ν’ ανακαλέσω κανένα τίτλο. Μπορούσα να θυμηθώ τον εαυτό μου να διαβάζει, κυρίως στον ηλεκτρικό, ατέλειωτες ώρες μετακίνησης αργά το βράδυ από το κέντρο της Αθήνας στον Πειραιά και πίσω, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τι βιβλία κρατούσα στα χέρια μου. Λες και οι λέξεις ήταν γραμμένες από καπνό. Ή από σκόνη. Ή από τίποτα.
Πίσω στη νουβέλα: Υπό την καθοδήγηση του προϊσταμένου του, ο αφελής υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να κάνει βλακώδεις ερωτήσεις σ’ ένα δείγμα κατοίκων της πόλης, ακολουθώντας το ανόητο πρόγραμμα ενός ερωτηματολογίου. Οταν όμως συναντά τον φωτογράφο, ο μηχανισμός του ερωτηματολογίου καταρρέει: «Σας αρέσει η ζωή;». Η ερώτηση είναι λάθος. Γιατί ο φωτογράφος μετράει τα πάντα με μεζούρα τη λογοτεχνία.
Στην πραγματικότητα, ζηλεύω και απαξιώνω τον «άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία». Τον ζηλεύω επειδή το τελευταίο διάστημα δεν ένιωθα εκείνο το τρίξιμο του κειμένου, όταν τρέχεις πάνω του σαν χαμένος και δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Τον απαξιώνω επειδή, μέχρι πρόσφατα, ήμουν σαν κι αυτόν. Αλλά κι επειδή, μεγαλώνοντας, οι άνθρωποι που αγαπούν πολύ τη λογοτεχνία με τρομάζουν.
Θέλω να πω πως οι άνθρωποι που είναι αφιερωμένοι στην ανάγνωση κάποιες φορές αποκτούν τη σκληρότητα ενός αθλητή που αποξενώνεται από το χρυσάφι και την ανία της καθημερινότητας για να σπάσει κάποιο παράλογο ρεκόρ που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Η εποχή είναι τρελή. Η παραγωγή βιβλίων είναι τρελή. Οι εκδότες είναι τρελοί. Οι σύγχρονοι συγγραφείς είναι τρελοί. Οι αναγνώστες είναι τρελοί. Η ταχύτητα που το ένα «αριστούργημα» διαδέχεται το επόμενο είναι απάνθρωπη. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να διαβάσουμε παραπάνω από δέκα ή είκοσι βιβλία στη ζωή μας. Δέκα βιβλία είναι αρκετά. Είκοσι βιβλία είναι υπερβολή: «Με πρήξατε πια με τη λογοτεχνία σας!».
Οι άνθρωποι που είναι αφιερωμένοι στην ανάγνωση κάποιες φορές αποκτούν τη σκληρότητα ενός αθλητή που αποξενώνεται από το χρυσάφι και την ανία της καθημερινότητας.
Θα μπορούσα να πω λοιπόν πως ένιωθα ανακουφισμένος. Που δεν είχα κέφι να διαβάσω. Που δεν έψαχνα με πάθος λησμονημένους συγγραφείς όταν κάποιος μου ανέφερε τυχαία τ’ όνομά τους, το οποίο παλαιότερα θα με φώτιζε σαν ιδιωτική πυρκαγιά. Που δεν κοιτούσα τις επόμενες κυκλοφορίες των αγαπημένων μου εκδοτικών οίκων, που δεν χάζευα στο Ιντερνετ εξώφυλλα βιβλίων τα οποία δεν θ’ αγόραζα ποτέ. Ενα τεράστιο βάρος είχε ξεκολλήσει από το στήθος μου. Μέχρι που έπεσε στα χέρια μου το βιβλιαράκι του Ντοτσανασβίλι.
Αρχισα να το διαβάζω με μεγάλη επιφύλαξη, όπως μου συμβαίνει όταν πιάνω στα χέρια μου έναν άγνωστο σ’ εμένα σύγχρονο συγγραφέα. (Τουλάχιστον έχει πεθάνει, σκέφτηκα μακάβρια.) Αλλά οι προκαταλήψεις μου δεν κράτησαν παραπάνω από το πρώτο κεφάλαιο. Γρήγορα μπήκα σε αυτόν τον άχρονο τόπο της ιστορίας που είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός κλασικού κειμένου, ακόμα κι αν δεν ήταν κλασικό. Δεν υπήρχε καμία σπουδαία ιδέα πίσω από τη νουβέλα. Δεν υπήρχε καμία πρωτοτυπία στη γλώσσα. Δεν ήταν καν ένα κείμενο που θα ενδιέφερε κάποιον που έχει ζωστεί με τη θεματική ατζέντα της εποχής. Δεν ήταν μεγάλη λογοτεχνία. Ηταν σχεδόν τέλειο: «Εγώ, όταν διαβάζω κάτι πραγματικά πολύτιμο, τότε στο αριστερό μου χέρι, από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα, θα αισθανθώ οπωσδήποτε ένα ρίγος».
Ναι, ένιωσα το ρίγος στο αριστερό μου χέρι και με το ίδιο χέρι κράτησα τις πρώτες σημειώσεις γι’ αυτό το κείμενο. Δυστυχώς, δεν ήμουν πλέον ο άνθρωπος που δεν αγαπούσε τη λογοτεχνία.

