Η ομάδα των «Παιχτών», που μπήκε δυναμικά, με φρέσκες ιδέες, το φθινόπωρο του 2021 στη θεατρική Αθήνα, αναθερμαίνει το ενδιαφέρον του κοινού με μια μουσική κωμωδία εμπνευσμένη από τα παρασκήνια του θεάτρου: σουρεαλιστικές καταστάσεις, παράδοξες στιγμές με βασανισμένους «ψευτοκουλτουριάρηδες» τηλεοπτικούς αστέρες, ανυποψίαστους θεατές, φαντάσματα παλιών δασκάλων, δηκτικών κριτικών και η γνώριμη αντιπαράθεση μεταξύ «ποιοτικού» και «εμπορικού».
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης, αλλιώς Suyako, ξεκίνησε να σχηματίζει το «Merde!» στα καμαρίνια τον καιρό που έπαιζαν τους «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ. Οπως θυμάται ο Γιώργος Κουτλής, «όλοι τότε πωρωθήκαμε». Τώρα οι δυο τους συν-σκηνοθετούν την παράσταση που ανεβαίνει στις 24 του μηνός στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Η ιστορία αφορά έναν «κουλτουριάρη» σκηνοθέτη που, για να ανεβάσει μια διασκευή αρχαίου δράματος, μπλέκεται με έναν εμπορικό παραγωγό ο οποίος έχει κατηγορηθεί για κακοποιητική συμπεριφορά. Εκείνος αναθέτει την παραγωγή στον γιο του, στον οποίο φορτώνει έναν τηλεοπτικό –σε κρίση ταυτότητας– κωμικό που ονειρεύεται να παίξει δράμα. Η πρώτη πράξη περιγράφει τη συνάντηση των δύο κόσμων, η δεύτερη τις πρόβες και η τρίτη πράξη παρουσιάζει την παράσταση που ανεβαίνει, με όλα τα ευτράπελα.
Αλλά γιατί «Merde!»; Διότι θεωρείται γρουσουζιά η ευχή «Καλή επιτυχία» πριν από την πρεμιέρα. Στην Αγγλία προτιμούν το «Σπάσε το πόδι σου» και στην Ιταλία το «Στο στόμα του λύκου».
Οι Ελληνες καλλιτέχνες ακολουθούν τη γαλλική παράδοση και τη λέξη «Merde», δηλαδή «Σκατά».
Η «αγοραστική αξία»
Ο μεγαλοπαραγωγός με την κακοποιητική συμπεριφορά που παρακολουθούμε στην παράσταση δεν είναι μια φιγούρα από το μακρινό παρελθόν στο ελληνικό θέατρο. «Οι σύγχρονες ιστορίες δεν απέχουν πολύ από εκείνες τις συμπεριφορές», σχολιάζει ο Γ. Κουτλής και εξηγεί ότι στο «Merde!» ίσως μοιάζουν όλα διογκωμένα, «αλλά δυστυχώς τα περιστατικά που όλοι βιώσαμε είναι από τραγελαφικά μέχρι τραγικά. Διακωμωδώντας άσχημα βιώματα και τοποθετώντας τα σε δημόσιο φως, προσπαθούμε να τα ξορκίσουμε, επειδή όλοι μας αγαπάμε πολύ το θέατρο». Ο ίδιος πάντως στάθηκε τυχερός από την πρώτη στιγμή που μπήκε στον χώρο πριν από τέσσερα χρόνια, έπειτα από πολύχρονες σπουδές στο GITIS της Μόσχας και αφού προηγήθηκε το πτυχίο Νομικής στο ΕΚΠΑ.
«Διακωμωδώντας άσχημα βιώματα και τοποθετώντας τα σε δημόσιο φως, προσπαθούμε να τα ξορκίσουμε», υποστηρίζει ο Γιώργος Κουτλής.
«Οσοι ασχολούμαστε με το θέατρο ζήσαμε άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, ακραία ή τραγικά πράγματα. Ιστορίες που τις λες και γελάς, αλλά όταν τις βίωνες ήταν τρομακτικές». Στη σύντομη διαδρομή του στο θέατρο, βίωσε το πρόβλημα της πανδημίας, την επιστροφή του κοινού στις αίθουσες.
Τώρα όλα είναι ή μοιάζουν καλύτερα; «Φαίνεται φυσιολογικότερη η κατάσταση εξετάζοντάς την από την πλευρά της ανταπόκρισης του κοινού, ωστόσο το τοπίο είναι χαοτικό. Μια ελεύθερη αγορά στην οποία καθένας προσπαθεί να επιβιώσει με όποιον τρόπο μπορεί και ανάλογα με την αγοραστική του αξία».
Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι κατά κύριο λόγο το θέατρο σήμερα είναι εμπορικό, με την έννοια ότι είναι ιδιωτικό. «Αλλά το ιδιωτικό θέατρο δεν στηρίζει την έρευνα, διότι έχει την πίεση του ταμείου. Η κρατική στήριξη είναι απαραίτητη για να παραμένει το θέατρο και ερευνητικό». Συνειδητά ενδιαφέρεται για το πολύ κοινό, «διότι οι παραστάσεις μου λειτουργούν καλύτερα με γεμάτες αίθουσες. Το θέμα είναι κατά πόσο στη δημιουργία της παράστασης βρίσκομαι με ένα μαχαίρι στον λαιμό για να έχω κόσμο. Αν έχεις στήριξη, προφανώς ελπίζεις ότι θα είναι γεμάτη η αίθουσα, αλλά λειτουργείς με άλλες συνθήκες στην παραγωγή. Οταν χαρακτηρίζω ζούγκλα το σημερινό θεατρικό τοπίο, αναφέρομαι στους εξαντλημένους που εργάζονται σε δυο και τρεις παραγωγές. Πώς να αντέξουν; Ετσι είναι μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η παράστασή μας περιλαμβάνει όλη την ταξική κλίμακα, από τον παραγωγό έως τον τεχνικό, και καθρεφτίζει τις σχέσεις της κοινωνίας».

Στα 35 του ο Γ. Κουτλής έχει βιορρυθμό υψηλών εντάσεων, αλλά όσο περνάει ο καιρός προβληματίζεται. «Επειδή συγχρόνως διδάσκω, συνειδητοποιώ ότι στη ζωή πρέπει να αφιερώνεις χρόνο και για να ακούς. Μιλώντας πολύ κινδυνεύεις να νομίζεις ότι γνωρίζεις πολλά ή ότι αυτό που πιστεύεις είναι θέσφατο. Στην πραγματικότητα είμαι σκηνοθέτης τεσσάρων χρόνων. Αυτό με απασχολεί. Πάντως δεν έχει χρειαστεί ακόμη να με τραβήξει ένας φίλος ή να μου δώσει μια σφαλιάρα, όπως ζήτησα να κάνουν αν ξεφύγω».
Ο καταδικασμένος γάμος
Ηθοποιός εδώ και δέκα χρόνια ο Βασίλης Μαγουλιώτης, συγγραφέας του «Merde!», έχει συνηθίσει να βλέπει το όνομά του σε θεατρικές αφίσες, αλλά στα κείμενά του χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Suyako. «Ξεκίνησε από συστολή, αλλά πάντα έβρισκα ωραίο να μπορείς να δώσεις εσύ ένα όνομα στον εαυτό σου, όπως έκαναν πολλοί καλλιτέχνες. Ο παππούς μου από μικρό με έλεγε Σουγιάκο (από τον σουγιά), χωρίς να προφέρει το “γ”, ξέρεις, το έλεγε καρδιτσιώτικα, και μου φαινόταν πολύ τρυφερό να το χρησιμοποιήσω. Το έγραψα με λατινικούς χαρακτήρες».
Η γραφή του ξεκινάει από την ιδέα, τους ήρωες, την πλοκή και έπειτα διαμορφώνονται οι πράξεις, οι σκηνές. Σπούδασε πρώτα πολιτικός μηχανικός, ενώ από μικρός καταπιανόταν με πολλά. Ζωγραφική, μουσική, συγκροτήματα, έφτιαχνε κόμικς. Το 2019 εξέδωσε το «Ανθολόγιο νεοελληνικής πίεσης» και στην πανδημία έγραψε «Τη χρονιά του Υδροχόου», που φιλοδοξεί να κάνει σε animations.
Οταν έπαιζε στους «Παίχτες» του Γκόγκολ, άρχισε να τον απασχολεί η ιδέα ενός έργου που θα συνέχιζε τη συνεργασία της παρέας, κάτι που ήθελαν όλοι τους. Αλλά δεν είναι εύκολο να βρεις έργο που να ’χει τέσσερις ισάξιους ρόλους 35άρηδων. «Αρχισα να επεξεργάζομαι μια ιδέα», λέει στην «Κ» ο Βασίλης Μαγουλιώτης και περιγράφει τη δίχρονη διαδικασία. Πρώτα τους ρώτησε τι θέλουν να παίξουν, άκουσε γνώμες, προτάσεις για την πλοκή. Αργότερα τους παρουσίασε την ιδέα μαζί με τους χαρακτήρες, τα ξαναδούλεψε και πάλι από την αρχή… «Ενας ολόκληρος τοίχος του σπιτιού μου ήταν επί 12 μήνες γεμάτος από κάρτες πλοκής τις οποίες μελετούσα, μετακινούσα, διόρθωνα και έπειτα άρχισα να γράφω. Το “Merde!” είναι μιούζικαλ και ταυτόχρονα μεταδραματική σάτιρα για το θέατρο».
Με πολλές αναφορές στην εποχή των επιχορηγούμενων θεάτρων, στην οικονομική κρίση, στους παραγωγούς που δεν πληρώνουν τις δοκιμές ή και δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να υπάρχει π.χ. χορογράφος σε μια παράσταση. «Είναι “βλαχιές” κάποιων παραγωγών που δεν έχουν ιδέα πώς κατασκευάζεται μια παράσταση και από την άλλη πλευρά υπάρχουμε και εμείς οι καλλιτέχνες οι οποίοι δεν έχουμε ιδέα τι σημαίνει οικονομικό ρίσκο. Είναι ένας γάμος καταδικασμένος να αποτύχει και να παράγει κωμωδία».
Ο ενθουσιασμός του στο τηλέφωνο μπερδεύεται με τις μωρουδίστικες φωνές χαράς τού επτά μηνών γιου του. Στο έργο του υπάρχει ακόμη και «ο αυτοσαρκασμός της παρέας στα καμαρίνια, η μεταξύ μας σάτιρα για το τι έγραψε ο ένας ή ο άλλος κριτικός. Πάντα αγαπούσα τα κείμενα που αναφέρονταν στη ζωή των ηθοποιών, οπότε είπα να συνεχίσω». Ομως και στο κοινό αρέσει να παρακολουθεί τη ζωή των άλλων. «Κυρίως για καλλιτέχνες και σεφ, επαγγέλματα που φαίνονται μαγικά, εξάπτουν τη φαντασία του και θέλει να δει τι συμβαίνει στην αθέατη πλευρά τους».
Μετά το «Τalk Show», είναι το δεύτερο έργο του Β. Μαγουλιώτη, ενώ το τρίτο (αν και γράφτηκε νωρίτερα) προγραμματίζεται να ανέβει του χρόνου. «Είναι πολιτικό και αλληγορικό έργο, το οποίο μελετά τα λόγια και τις πράξεις ενός καλλιτέχνη ως πολίτη, είναι όμως και μια γενικότερη κριτική και αναρώτηση πάνω στα ιδρύματα πολιτισμού όπως Ωνάση, Νιάρχου κ.λπ. και ποια ακριβώς τέχνη παράγουν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο θεμέλιος λίθος για πολλά από αυτά μπήκε το 2008, όταν κόπηκαν οι θεατρικές επιχορηγήσεις και οι συλλογικές συμβάσεις στο θέατρο, σαν να έγινε μια συμφωνία μεταξύ πολιτείας και ιδρυμάτων. Εμείς δεν μπορούμε, αναλάβετε εσείς τους καλλιτέχνες. Και αυτοί άρχισαν να φιλοξενούν όχι απλώς τους καλλιτέχνες, αλλά ό,τι αβάν γκαρντ και πρωτότυπο έχει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα. Ενσωματώνοντάς το, το παροπλίζουν. Είναι ενδιαφέρον να δούμε γιατί αυτά συμβαίνουν στον 21ο αιώνα».
Το χιούμορ άλλαξε
Κάθε εποχή έχει το χιούμορ της; «Η κωμωδία παλιώνει κάθε 10 χρόνια», υποστηρίζει ο Βασίλης Μαγουλιώτης και σημειώνει ότι η οικονομική κρίση άλλαξε το χιούμορ μας. «Διαβάζοντας κωμωδίες του παρελθόντος ή βλέποντας παλιά σίριαλ αντιλαμβάνεσαι το αποτύπωμα της εποχής τους και εύκολα διακρίνεις γραφικότητα, κάτι που δεν συμβαίνει τόσο στα δράματα. Η κωμωδία χρήζει επικαιροποίησης συχνότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα κοινωνικά ταμπού που εξετάζει και προσπαθεί να ερεθίσει μετακινούνται συνεχώς. Τα τελευταία χρόνια, με τη θεωρητική αποδόμηση της πατριαρχίας για την οποία συζητάμε ακόμη και στα μπαρ, αλλάζουν κάποια πράγματα».
Εκείνο που άλλαξε, και καλώς έγινε, λέει ο Γιώργος Κουτλής, «είναι ότι δεν περνάει πια το προσβλητικό χιούμορ. Προφανώς το χιούμορ πρέπει να τσιγκλήσει, αλλά δεν μου αρέσει να μειώνω κάποιον, ειδικά τον αδύναμο. Πάντως δεν νιώθω ότι με εμποδίζει η πολιτική ορθότητα».
«Πρέπει να καταλάβεις ποια είναι τα τέρατα της εποχής σου και ποια τα θύματα τότε θα καταλάβεις και πού είναι η κωμωδία», λέει ο Βασίλης Μαγουλιώτης.
Το τι είναι ή τι δεν είναι political correct αλλάζει σχεδόν κάθε χρόνο, παρατηρεί ο Β. Μαγουλιώτης. «Ξαφνικά δημιουργήθηκε φόβος ότι δεν θα μπορούμε να γελάσουμε, ότι οι κωμικοί κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για σεξιστικό λόγο κ.λπ. Διαφωνώ, γιατί ό,τι μετακινείται δημιουργεί καινούργια ταμπού. Απλώς θέλει να κοπιάσεις λίγο για να βρεις πού είναι το στίγμα της εποχής, να καταλάβεις τι συμβαίνει στην εποχή σου και όχι ό,τι βρήκες να παραδώσεις επειδή τεμπελιάζεις να ψάξεις. Αν θεωρείς ότι η κωμωδία πέθανε και ότι σε έπνιξε η σοβαροφάνεια, σημαίνει ότι δεν θέλεις να κουραστείς. Πρέπει να καταλάβεις ποια είναι τα τέρατα της εποχής σου και ποια τα θύματα, τότε θα καταλάβεις και πού είναι η κωμωδία».

