Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο διχασμός που μας έλειπε, αν όντως μας έλειπε ένας διχασμός και αν είχε στα αλήθεια τέτοια κυρίως χαρακτηριστικά. Γιατί, κατά την αισιόδοξη γνώμη μας, η διαδικτυακή αντιπαράθεση που ξεκίνησε μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου στο περιοδικό «Φρέαρ» του ποιητή και διευθυντή του Δημήτρη Αγγελή με τίτλο «Δύο κακοδαιμονίες της ελληνικής ποίησης», οδήγησε σε έναν μάλλον γόνιμο διάλογο, με προεκτάσεις όχι μόνο φιλολογικές.
Συνοπτικά, ο Αγγελής υποστηρίζει ότι οι κακοδαιμονίες της ελληνικής ποίησης σήμερα είναι (εκτός από την queer ποίηση, που εκτιμά ότι σύντομα θα κανονικοποιηθεί) η στράτευση στην «αριστερή μελαγχολία» (όρος του καθηγητή Βασίλη Λαμπρόπουλου) και ο νεοφορμαλισμός του παραδοσιοκεντρισμού και της ομοιοκαταληξίας. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα «αποτυχημένο πένθος που προσκαλεί φαντάσματα από το παρελθόν» και μια «αποτυχία προσαρμογής στο παρόν», έγραψε ο ποιητής, τονίζοντας ότι κρίνει τις υπερβολές μιας συνολικής τάσης και όχι κάποιους μεμονωμένους εξαιρετικούς ποιητές.
Εκτός από σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του στυλ «επιτέλους κάποιος τα είπε» από τη μία και «διακατέχεστε από ηθικό και αισθητικό πανικό», από την άλλη, ακούστηκαν και πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις. Ο ποιητής και μεταφραστής Κώστας Κουτσουρέλης έγραψε στο περιοδικό που εκείνος διευθύνει, το «Νέο Πλανόδιον», ότι το υπερεθνικό και διαγλωσσικό ρεύμα του νεοφορμαλισμού δεν είναι νέο, ούτε και αφορά μια υποτιθέμενη ελληνική καθυστέρηση, αλλά αποτελεί διαχρονική σταθερά και αυτοδιορθωτικό μηχανισμό της τέχνης.
Με αφορμή τα παραπάνω, θέσαμε στην ποιήτρια και κριτικό Μαρία Τοπάλη και στον ποιητή Γιάννη Δούκα το ερώτημα τι κάνει σήμερα ένα ποίημα καλό ή κακό. Δεν τους ζητήσαμε να απαντήσουν οπωσδήποτε στο κείμενο του Δημήτρη Αγγελή ή στον αντίλογό του· μόνο να διευρύνουν μια ωραία, όπως φαίνεται, συζήτηση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ
Ποιητής
Πράξη επικοινωνίας
Ενα πρόσωπο. Τι το καθιστά όμορφο; Η συμμετρία των γνωρισμάτων του; Οτι, κοιτώντας το, αναγνωρίζουμε κάτι το απροσδιόριστα οικείο; Κάτι που μάθαμε ως όμορφο από μια τρυφερή, ακόμη, ηλικία; Κάτι που μας επέβαλαν, που διά της βίας μάς τάισαν; Μπορεί να μας προσελκύσει κάτι το μη όμορφο;
Το σώμα; Πότε μας είναι ποθητό; Οταν μας προκαλεί να το αγγίξουμε; Ή, μήπως, τη στιγμή της νεκροψίας; Τι είναι καλό, εν πάση περιπτώσει; Τι λέει το λεξικό; Τ’ ωραίο, κατάλληλο, ευχάριστο, επιθυμητό. Το σύμφωνο με το ηθικά, κοινωνικά αποδεκτό. Το μη ελαττωματικό. Το με ιδιότητες ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις όσων το χρη-σιμοποιούν.
Οταν μιλώ για ποίηση, μου είναι προτιμότερο να μένει ανετάριστη, στο βάθος, η δική μου δημιουργία και να προκρίνω την αναγνωστική μου ιδιότητα. Και την ποιητική μου, δηλαδή, ταυτότητα, έτσι την καθορίζω, έτσι τοποθετούμαι στη γενεαλογία αυτών από τα οποία κατάγομαι.
Ο ποιητής και διευθυντής του «Φρέαρ» υποστηρίζει ως αρνητικά στοιχεία της ελληνικής ποίησης σήμερα τη στράτευση στην «αριστερή μελαγχολία» και τον νεοφορμαλισμό του παραδοσιοκεντρισμού και της ομοιοκαταληξίας.
Φιλολογικά κριτήρια υπάρχουν, ένα σωρό, και είναι γνωστά. Μιλάμε για τεχνική αρτιότητα, για αισθητική τελείωση. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το ανεπεξέργαστο, το πρόχειρο, το ακόμη αμαγείρευτο. Ξέρουμε ή μαθαίνουμε να διαβάζουμε, προπονούμε τ’ αυτιά και τα μάτια μας.
Δεν παύουν, όμως, τα κριτήρια αυτά να τίθενται επί τη βάσει της τυχαιότητας με την οποία οικοδομήσαμε τη συγκρότησή μας. Να είναι υποκειμενικά. Ποιος μας εξουσιοδοτεί να ορίσουμε το καλό και το κακό; Και πώς θα μπορούσαμε να διανοηθούμε τις τόσες άλλες, ξένες διαδρομές, σαν κόκκινες κλωστές στα μέσα και στα έξω απ’ τα βιβλία;
Τι κριτήρια χρειαζόμαστε σήμερα, σ’ έναν κόσμο που, όσο πάει, βυθίζεται αύτανδρος; Τι προέχει; Αυτό που έχουμε ανάγκη να διαβάσουμε, άλλο η καθεμιά και ο καθένας. Τι είναι ένα ποίημα; Μια πράξη επικοινωνίας, ατέρμονα μετέωρη, λίγες, μόνο, φορές συντελεσμένη. Και η ανάγκη μας, εντέλει, να βρούμε στη γλώσσα, αν όχι κάπου αλλού, παρηγοριά.
Ας είμαστε, σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς, ακαθοδήγητοι κι εξίσου απρόθυμοι να υποδυθούμε κι εμείς τους κλειδοκράτορες. Και αν την αποσταθεροποίηση φοβηθούμε, ας αναλογιστούμε τι μεγάλη φενάκη που ήταν η σταθερότητα. Τι μέγγενη.
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
Ποιήτρια, μεταφράστρια, κριτικός
Διαρκής ανανέωση για χάρη της σαγήνης
Οι καλές ποιήτριες και ποιητές γράφουν πάντα για κάτι πολύ πολύ παλιό, με καινούργιους αν όχι και με αναπάντεχους τρόπους. Από όλα τα στοιχεία του ποιήματος, εγώ τουλάχιστον βάζω την υψηλότερη βαθμολογία στο θάρρος της ιδιοσυγκρασίας, στον επαρκή τεχνικά πειραματισμό και στην ευφυΐα της αυτοσκηνοθεσίας.
Μπορώ, κατά συνέπεια, να προτείνω, με σχετική σιγουριά, τι θα ήταν καλύτερο να αποφεύγεται: περιγραφή, αισθηματολογία, διακηρύξεις, μίμηση κάποιων καταξιωμένων παλαιών.
Το ποίημα πρέπει να προκαλεί συγκίνηση στον αναγνώστη, όχι να εκφράζει τον γράφοντα, και ξέρω ότι στο σημείο αυτό έχουν εμφιλοχωρήσει παρεξηγήσεις. Μια ποιήτρια που εκτιμώ, η Ολγα Παπακώστα, γράφει σε ένα ποίημα: «Η ποίηση δεν θέλει/ Να της λες τα κάλαντα./ «Μας τα ‘παν άλλοι» απαντά/ Και σου κλείνει την πόρτα».
Ο Μπρεχτ και ο Ρίτσος, ποιητές με έκδηλη στράτευση, έγραψαν αριστοτεχνικούς στίχους, και μάλιστα και σε ποιήματά τους κατεξοχήν πολιτικά. Τους παραδέχονται, τους αγαπούν, εχθροί και φίλοι των απόψεών τους. Θα στοιχημάτιζα ότι κάποιοι στίχοι από τα πρωτόλεια «Τρακτέρ» του Ρίτσου θα τα καταφέρουν στο μπρα ντε φερ με την Ιστορία, χάρη στην εμπνευσμένη κατασκευή τους, όχι απαραίτητα χάρη στο «νόημά τους».
Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε: όπως στη μουσική, έτσι και στην ποίηση, υπάρχουν ο Μπετόβεν και οι Μπιτλς. Η ένταξη ωστόσο σε ένα είδος δεν χαμηλώνει τον πήχυ ως προς την προσδοκία της ποιότητας. Η φόρμα, πάλι, όπως είπε ο Τέρι Ιγκλετον, είναι ο τρόπος του ποιητή να συνομιλεί με την Ιστορία. Αν κάποιος έχει αποφασίσει ότι για να γοητεύσει εν έτει 2025 πρέπει να ντύνεται με το αυστηρό τυπικό π.χ. του Μεσοπολέμου, είναι ελεύθερος να δοκιμάσει πόση σαγήνη θα ασκήσει με αυτόν τον τρόπο. Γιατί ο άνθρωπος που γράφει το ποίημα, πρέπει να ασκήσει σαγήνη με τις λέξεις. Να φλερτάρει, να κατακτήσει. Η ποίηση είναι αυτοσκηνοθεσία ενώπιον νοητού κοινού. Θέλουμε να το κερδίσουμε. Αλλά και το κοινό μας, κι αυτό το διαλέγουμε.

