Σε εκείνους τους μικρούς δρόμους, που λίγοι τους ξέρουν εκτός από τους περιοίκους, όπως είναι η οδός Σκαραμαγκά ή η οδός Αλμπέρ Καμύ, πλάι πλάι, σαν αδιέξοδα της Πατησίων, υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση ότι η ζωή κυλάει πίσω από παράθυρα και μπαλκονόπορτες. Είναι αστικές κόγχες, νιώθεις ότι στο πέρασμά σου κάποια αθέατη σκιά μπορεί να σε παρατηρεί πίσω από μια κουρτίνα και επιταχύνεις το βήμα όπως σε ένα αστυνομικό του Γιάννη Μαρή ή του Σιμενόν.
Στην οδό Σκαραμαγκά εισέρχεσαι μέσα από την πύλη που σχηματίζουν δύο διόλου τυχαίες πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου στις δύο γωνίες με την Πατησίων. Είμαστε άλλωστε σε ένα ύψος της οδού Πατησίων τόσο πυκνό σε αστικές αναφορές και σε πρόσωπα, και σε αρχιτεκτονικές εξάρσεις και σε κοινωνικές ζυμώσεις, ώστε δεν θα έπρεπε να προκαλεί καμία εντύπωση ότι για να μπούμε στη μικρή και πεζοδρομημένη οδό Σκαραμαγκά έχουμε στα αριστερά μας μια πολυκατοικία του Εμμανουήλ Κριεζή και δεξιά μας μια πολυκατοικία του Κώστα Κιτσίκη. Λιγότερο από δέκα χρόνια χωρίζουν τις δύο πολυκατοικίες, αλλά, για δείτε. Στην αριστερή γωνία, η κομψότατη μοντέρνα πολυκατοικία του 1934 είναι τόσο αρ ντεκό όσο και μια χολιγουντιανή ταινία με την Τζιν Χάρλοου και, στη δεξιά γωνία, η καλυμμένη τώρα με σκαλωσιές πολυκατοικία του 1925 είναι τόσο διάσημη όσο θα ήταν ένα σπίτι όπου κάποτε έμεινε η Μαρία Κάλλας. Είναι η πολυκατοικία Παπαλεονάρδου που ξαναγεννιέται.
Αλλά μέσα στη μικρή οδό Σκαραμαγκά, έχοντας περάσει τις μεσοπολεμικές πύλες της οδού Πατησίων, θα πέσουμε θέλοντας και μη σε μια ακόμη μεσοπολεμική αναλαμπή, μια μικρή πολυκατοικία του 1924-25, γνωστή ως Οικοδομή Δημητρίου Κορκόδειλου. Εργο και αυτή του πολυπράγμονος Κώστα Κιτσίκη, το όμορφο αυτό αθηναϊκό κτίριο, τριώροφο, συμμετρικό, πομπός των νεωτερικών αισθητικών ρευμάτων που έρχονταν στην Αθήνα μετά το 1920, μας θυμίζει με τρόπο απολύτως φυσικό πώς σε αυτό το κομμάτι της πόλης η πυκνότητα της αστικής ζωής εκείνα τα χρόνια είχε τον χαρακτήρα κοινωνικού φαινομένου.
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο της Πατησίων που αν είχε διασωθεί έστω και κατά 30% περισσότερο από αυτό που βλέπουμε σήμερα, θα είχε όλες τις προϋποθέσεις μιας μικρής Βιέννης. Και η διαπίστωση αυτή, έστω και με τις γοητευτικές παραμέτρους μιας βαλκανικής «Αυστροουγγαρίας» ή με τις αναμενόμενες ελληνικές διαστάσεις ενός πειράματος κατά τα γαλλικά συνοικιακά πρότυπα, θα μας οδηγούσε στην καλύτερη κατανόηση όλων εκείνων των ζυμώσεων που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία και έθεταν τις βάσεις για τον αστισμό του 20ού αιώνα.
Αυτό το κτίριο της οδού Σκαραμαγκά, από τη νεανική περίοδο του εκλεκτικιστή τότε Κώστα Κιτσίκη, το είχε αναθέσει ο ιδιοκτήτης του στην εταιρεία κατασκευής «Μπετόν Αρμέ» το έτος 1924. Αυτή την πληροφορία τη διαβάζουμε στα αρχεία της Monumenta. Στο ημερολόγιο τοίχου για το 2025 που εξέδωσε φέτος, ένας από τους μήνες είναι αφιερωμένος στην Οικοδομή Δημητρίου Κορκόδειλου, που συγκαταλέγεται με 11 ακόμη κτίρια του Μεσοπολέμου.
Ας αφήσουμε το βλέμμα στα στολίδια του κτιρίου, που συνθέτουν μια αισθητική βεντάλια εκείνων των νεωτερικών –μετακλασικών– λεξιλογίων που φλέρταραν με την αρ νουβό και το jugendstil. Μια νέα αθηναϊκή σχολή γεννιόταν λίγο λίγο μετά το 1917-20, που έως το 1932 περίπου, που πήρε κεφάλι ο καθαρόαιμος μοντερνισμός, γέμισε την Αθήνα, στις αστικές συνοικίες της, με μια πανσπερμία αρχιτεκτονικών συνθέσεων. Είναι ένα ξεχωριστό στυλ, ένα αθηναϊκό ύφος της δεκαετίας του ’20, που μας κληροδότησε πλήθος κτιρίων, μικρών και μεγάλων. Ολα –υψηλής αισθητικής αξίας– ζητούν τώρα αναγνώριση και δικαίωση.

