Ενας τόνος χωρίζει τη μάμι από τη μαμή. Τη μητέρα, στα αλβανικά, που για τον Μάριο Μπανούσι ήταν η γιαγιά του, από τη μαμή (μαία), που ήταν η μητέρα του. Και οι δύο γυναίκες-πόλοι της ζωής του εξακολουθούν να είναι παρούσες. Η μία βρίσκεται στα Τίρανα και η άλλη στην Αθήνα. Ο 26χρονος σκηνοθέτης, αλβανικής καταγωγής, για τον οποίο ο Μάικλ Μπίλινγκτον, βετεράνος της θεατρικής κριτικής στην Αγγλία, είχε γράψει στον Guardian (Απρίλιο του 2023), έχοντας παρακολουθήσει το «Goodbye, Lindita», το «εκθαμβωτικό νέο ταλέντο στην Ελλάδα», έχει δημιουργήσει μια δική του σκηνική γλώσσα εικαστική, χωρίς λόγο, με κίνηση και μουσική.
Τα υλικά του: θραυσματικές εικόνες από την παιδική ηλικία του, η μητρότητα, η γέννα, ο θάνατος, το πένθος. Συστήθηκε το 2022 με τη «Ραγάδα», στο πλαίσιο της έκθεσης σύγχρονης τέχνης «Performance Rooms 2022» από την Αίθουσα Τέχνης Καππάτος, ακολούθησαν το «Goodbye, Lindita» και η «Taverna Miresia», παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου και του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου. Οι παραστάσεις του έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, επικοινωνώντας με το συναίσθημα χιλιάδων θεατών και αποσπώντας τα εγκώμια του Τύπου.
Αυτή την περίοδο ετοιμάζει σε παραγωγή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση (από τις 6 Φεβρουαρίου έως τις 22 Μαρτίου) τη «Mami», περνώντας από τις ιστορίες πένθους και τον κλειστό χώρο στη γέννηση και στη φύση. «Μεγάλωσα με νέες και ηλικιωμένες γυναίκες», σημειώνει ο σκηνοθέτης και περφόρμερ. «Μεγάλωσα με περισσότερες από μία μητέρες. Αυτή η παράσταση είναι για εκείνες: μια ευχή, μια προσευχή στο βάρος που κουβαλάει η λέξη “μαμά” τόσο για εκείνη που το ακούει όσο και για εκείνον που το λέει. Ποιος φροντίζει ποιον – δεν κατάλαβα ποτέ αυτή την περίπλοκη σχέση. Κι ούτε θα την καταλάβω. Αλλά προσπαθώ να την ξετυλίξω σαν έναν ομφάλιο λώρο, σαν το σπλάχνο που συνδέει τη ζωή με τις ρίζες της».
Στη «Mami» παρακολουθούμε τη σχέση μιας μητέρας (την ερμηνεύει η εμβληματική χορογράφος και χορεύτρια Αγγελική Στελλάτου) με τον γιο της. Παρεμβάλλονται διάφορες ιστορίες, αλλά «πάντα ο γιος ξαναγυρνάει στην αγκαλιά της μητέρας». Η λέξη «μάμι» μπορεί να μην ακούγεται, την ακούμε όμως ως ήχο. «Μέσα από ένα κλαρίνο. Σε διαπερνάει. Παραπέμπει σε κάτι πρωτογενές», εξηγεί ο Μάριο Μπανούσι, καθισμένος απέναντί μου, λίγο μετά την πρόβα.

– Από τη «Ραγάδα» στη «Mami». Αλματα ή βήματα;
– Το ίδιο «δωμάτιο». Είναι η πρώτη φορά όμως που θα δουλέψω με κάτι που διαδραματίζεται σε εξωτερικό χώρο. Ενα κομμάτι φύσης. Ενα σημείο σε ένα χωριό, σε μια πόλη. Χώμα, μια κολόνα, ένας χωματόδρομος. Με ήχους της φύσης, της νύχτας, πουλιά, αεροπλάνα που περνούν. Αν υπήρχε ένα παράθυρο στη «Ραγάδα», στη «Lindita» ή στην «Taverna», σε αυτόν τον εξωτερικό χώρο θα έβλεπε.
– Το πένθος είναι παγκόσμιο θέμα κατά κάποιον τρόπο;
– Απογυμνώνει το πένθος. Οπως ο έρωτας, η φιλία. Και η γέννα είναι απογύμνωση. Ακόμη και ο τρόπος που ερχόμαστε στον κόσμο. Γυμνοί, μέσα από ένα σάκο. Η πρώτη έξοδος στον κόσμο, το σοκ, το κλάμα. Η πρώτη ανάσα. Αυτό, προσωπικά, με ανατριχιάζει. Αναρωτιόμουν πάντα γιατί κλαίνε τα μωρά όταν γεννιούνται. Οπως μου εξήγησε μια μαία, κλαίνε γιατί όταν αναπνέουν πονάνε πάρα πολύ τα πνευμόνια τους, καθώς έχουν συνηθίσει να κολυμπάνε μέσα στα υγρά. Οπότε όταν μπαίνει αέρας για πρώτη φορά, είναι μεγάλη η αλλαγή. Η μητέρα μου ήταν μαία, έχω ακούσει πολλές ιστορίες.
«Απογυμνώνει το πένθος. Και η γέννα είναι απογύμνωση. Ακόμη και ο τρόπος που ερχόμαστε στον κόσμο. Η πρώτη έξοδος στον κόσμο, το σοκ, το κλάμα. Η πρώτη ανάσα. Αυτό, προσωπικά, με ανατριχιάζει».
– Το πιο τραυματικό στην οικογένεια ποιο ήταν για εσάς;
– Το πηγαινέλα στην Αλβανία και στην Ελλάδα. Το σπίτι της γιαγιάς όπου ήμουν, μετά στην Ελλάδα, μετά πίσω πάλι στη γιαγιά, αυτό είναι το πιο τραυματικό. Ολα άλλαξαν από τη στιγμή που εγκαταστάθηκα στην οικογένεια της μητέρας μου με τις αδελφές μου.
– Ενας ομφάλιος λώρος συνδέει όλες τις δουλειές σας.
– Ισχύει αυτό. Και παρά το γεγονός ότι περιμένουν κάτι διαφορετικό κάθε φορά από τον καλλιτέχνη, για μένα έχει σημασία ο τρόπος που επεξεργάζεσαι διαρκώς μια αρχική ιδέα. Προτιμώ να είμαι ένας καλλιτέχνης που έχει έναν συμπαγή κόσμο και το κοινό έρχεται για να τον συναντήσει, παρά να είμαι κάποιος που πειραματίζεται για να αποδείξει ότι είναι πολυσχιδής και έχει πολλές ιδέες.

– Μήτρα για εσάς είναι η Αλβανία ή η Ελλάδα;
– Θα έλεγα ότι κυοφορήθηκα εκεί, αλλά γεννήθηκα εδώ. Εκεί ήταν οι πρώτες μυρωδιές και τα πρώτα ακούσματα, αλλά εδώ εξελίχθηκα, μεγάλωσα, περπάτησα, μίλησα, τραγούδησα, ερωτεύθηκα. Το λέω και μεταφορικά και πραγματικά.
– Σας τρόμαξε η επιτυχία;
– Γιατί να με τρομάξει; Καταλαβαίνω τι ρωτάτε. Μπορεί να χαθείς μέσα στο κύμα. Αλλά δεν έδωσα πολλή σημασία. Την αγκάλιασα, τη χάρηκα πολύ αυτή την επιτυχία. Χαίρομαι τα προνόμια, όπως το να κάνω παράσταση στη Στέγη και ταυτόχρονα να μένω γειωμένος. Με τα πόδια στη γη.
«Θα έλεγα ότι κυοφορήθηκα στην Αλβανία, αλλά γεννήθηκα εδώ. Εκεί ήταν οι πρώτες μυρωδιές και τα πρώτα ακούσματα, αλλά εδώ εξελίχθηκα, μεγάλωσα, περπάτησα, μίλησα, τραγούδησα, ερωτεύθηκα».
– Είναι εύκολο;
– Οχι, δεν είναι. Αλλά δεν μπορώ να μην είμαι γειωμένος. Γιατί έχω μάθει έτσι. Να επιβιώνω με τις δυσκολίες. Θέλετε οικονομικές; Του να είσαι ξένος σε μια χώρα; Αυτό δεν σου αφήνει κανένα άλλο περιθώριο από το να δουλέψεις. Να είσαι πρακτικός. Νιώθω ότι έχω πολύ δρόμο μπροστά μου και δεν θέλω να ξεχνώ και την ηλικία μου. Είμαι 26 χρόνων. Δεν θέλω να βάζω όρια. Μπορεί να ξανακάνω μια ταινία, όπως η μικρού μήκους που είχα γυρίσει πριν από τη «Ραγάδα». Υπενθυμίζω συνέχεια στον εαυτό μου ότι είμαι νέος και έχω δικαίωμα στην αποτυχία. Και σε μια νέα προσπάθεια. Να μη δεσμεύομαι σε αυτό που περιμένουν οι άλλοι από μένα.
– Επισκέπτεστε τη μαμά σας στον φούρνο όπου εργάζεται στην Ηλιούπολη;
– Οχι πολύ τακτικά είναι η αλήθεια. Αλλά θέλω να κρατάω την επαφή. Δεν είναι μόνο η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού και η μνήμη. Δεν θέλω να ξεχνάω ποιος είμαι. Ταξιδεύω πολύ, γνωρίζω πολύ κόσμο από κάθε γωνιά της Γης, διαφορετικής καταγωγής, ηλικίας. Το κάνω σαν άσκηση στον εαυτό μου: να μην ξεχνώ.
– Ταξιδεύετε στην Αλβανία;
– Είχα να πάω τρία χρόνια. Από τον θάνατο του πατέρα μου και της μητριάς μου, Λιντίτα, και μετά. Πήγα, τώρα, τον Σεπτέμβριο. Για να φρεσκάρω τη μνήμη μου, για τη «Mami». Η γιαγιά μου είναι 87 χρόνων. Ζει έξω από τα Τίρανα. Δεν ταξιδεύει ποτέ. Πενθεί μόνιμα. Δεν υπάρχει για εκείνη γέλιο ή τραγούδι ή να ζητήσεις να σου διηγηθεί μια αστεία ιστορία. Eχω το προνόμιο να είμαι από τα αγαπημένα της εγγόνια. Συνολικά έχει πάνω από 25 εγγόνια και πάνω από 10 δισέγγονα. Ξανάκουσα τις ιστορίες της. Τη ρωτούσα διαρκώς.
– Ακούτε ιστορίες όταν πηγαίνετε εκεί;
– Ατελείωτες. Πέντε ώρες παρακολουθούσα τις θείες μου να λένε τον καφέ η μία στην άλλη μαζί με ιστορίες. Κι εγώ έκανα συνέχεια ερωτήσεις. Μου αρέσει να ακούω.

– Οι συγγενείς σας έχουν δει παράστασή σας;
– Οχι, κανείς. Μόνο η μητέρα μου και οι αδελφές μου. Ούτε ξαδέλφια ούτε θείοι. Εχω και συγγενείς στην Ελλάδα που ενώ ξέρουν τι κάνω, δεν έχουν έρθει ποτέ να δουν δουλειά μου. Ενώ άλλοι Αλβανοί έχουν έρθει συγκινημένοι να μου μιλήσουν.
– Εσείς ποια ιστορία θα διαλέγατε να πείτε αν σας ζητούσα να μου συστηθείτε;
– Οταν ήμουν μικρός, στη Δ΄ Δημοτικού, είχα πάθει ένα σοβαρό ατύχημα και είχα νοσηλευθεί για καιρό. Είχα πιάσει με γυμνά χέρια ένα γλόμπο στην ταβέρνα του πατέρα μου και έπαθα ηλεκτροπληξία. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που βγήκα στην αυλή του νοσοκομείου «Παίδων», ύστερα από τρεις μήνες. Είχε έρθει να με πάρει η μητέρα μου, ήταν τέλος Σεπτεμβρίου. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό, είδα τον ήλιο, βούρκωσα και είπα από μέσα μου «αχ, τι ωραία που είναι η ζωή». Είχα δει τη μητέρα μου, ήμουν καλά και κοιτώντας τον ήλιο σκέφθηκα αυτή τη φράση: «Τι ωραία που είναι η ζωή». Oταν ρώτησε η μητέρα μου ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θέλω να κάνω, της απάντησα να φάω παγωτό. Eχω την εικόνα των δυο μας, στο αμάξι της, να τρώμε παγωτό πύραυλο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ούτε τη γεύση ούτε το συναίσθημα όταν κοιτούσα τον ήλιο να λάμπει. Οσο κι αν καταπιάνομαι με το πένθος και πολύ σκοτεινά σημεία, πάντα στρέφω το βλέμμα μου στον ήλιο.
*«Mami» του Μάριο Μπανούσι, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Από 6 Φεβρουαρίου έως 22 Μαρτίου.

