Στενό, στενοσόκακο είναι η οδός Μαυρικίου στη Νεάπολη, κάτω από τη Λασκάρεως. Εκτείνεται από την Ιπποκράτους έως τη Χαριλάου Τρικούπη και μέχρι τη δεκαετία του ’60 θα είχε πολλά μικρά σπίτια. Ενα από αυτά το έβλεπα στον αριθμό 5, ένα μικρό σπιτάκι, νεοκλασικό με την αθηναϊκή του ώχρα, αρμονικό, με πλαϊνή αυλόπορτα που ήταν και το πρόσωπο στον δρόμο. Στεκόμουν να το δω, να το νιώσω, έτσι μικρό και σαραβαλιασμένο, με τη στέγη του πεσμένη και με τα δοκάρια της οροφής γκρεμισμένα μέσα στις κάμαρες σαν έπειτα από μεγάλο σεισμό.
Αυτό το μικρό σπίτι δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι κάποτε στο μέλλον θα έστεκε μόνο του να εκπροσωπεί τη γενιά του. Θα χτίστηκε στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, με τρία παράθυρα στην πρόσοψη, με τις ωραίες κορνίζες τους, τις ροζέτες και τα ακροκέραμα. Θέλει φαντασία για να συμπληρώσεις τα κενά, αλλά ο κόσμος των ερειπίων έχει τις ρίζες του στη φαντασία και στη θνητότητα. Καθώς το παρατηρούσα, σιωπηλό μέσα στη μοναξιά του, θύμιζε τα μεσαιωνικά αββαεία στην Αγγλία ή στη Γαλλία, εγκαταλελειμμένα στη φθορά του χρόνου. Είχα πρόσφατη μια περιγραφή του Μπαλζάκ στη νουβέλα του «Αντίο», με πρώτη δημοσίευση το 1830 (μτφρ. Εφη Κορομηλά, εκδ. Ερατώ), όταν οι ήρωες έφθασαν σε ένα «μαγευτικό ερημητήριο».
Αν εξαιρέσει κανείς τις αιωνόβιες βελανιδιές, τα ρυάκια και τις λιμνούλες, θα έβρισκε πολλά κοινά με την οδό Μαυρικίου: θα έβλεπε όπως ο Μπαλζάκ στο μεσαιωνικό αββαείο της γαλλικής εξοχής πως «τα σαρακοφαγωμένα παράθυρα ήσαν σάπια από τις βροχές, φαγωμένα από τα χρόνια». Και πως οι πόρτες «ξεχαρβαλωμένες δεν έδειχναν ότι θα μπορούσαν να αντισταθούν σε κάποιον εισβολέα». Και πως «όλα εκείνα τα χαλάσματα γέμιζαν τον πίνακα με μια συναρπαστική ποιητικότητα και την ψυχή του θεατή με ονειροπόλες σκέψεις».
Αυτό, λοιπόν, το χάλασμα της οδού Μαυρικίου, που έστεκε μόνο πια, ενώ παλαιότερα ήταν ένα από τα πολλά σπιτάκια της συνοικίας, αποκτούσε μια άλλη υπόσταση, σχεδόν μεταφυσική. Καθώς είχε ξεμείνει σαν σπάραγμα μιας άλλης εποχής, είχε ενισχυθεί από όλη εκείνη την αύρα της φαντασίας αλλά και τη δύναμη της σιωπής, όπως συμβαίνει σε μια βουβή περιήγηση σε ένα νεκροταφείο. Είναι εκείνες οι καταστάσεις όταν η φαντασία αφήνει πίσω τη λογική.
Από το ένα παράθυρο του μικρού σπιτιού, και μέσα από το κουφωτό παντζούρι, αν σκύψει λίγο ο διαβάτης και παρατηρητικός περαστικός μπορεί να δει τον ρόδινο τοίχο με τη γύψινη τρέσα με τα ρόδα, εκείνα τα συνοικιακά τριαντάφυλλα που κάποιοι βλέπουν σαν μαργαρίτες και άλλοι σαν έλικες της αρ νουβό. Σε εκείνη την κάμαρα που θα είχε και περασμένα με νέφτι ξύλινα δοκάρια στο πάτωμα και θα είχε και φωτογραφίες των προγόνων και φρουτιέρες και ελαιογραφία με νεκρή φύση, σε εκείνη την κάμαρα θα είχαν υψωθεί κάποτε πάμπολλα ποτήρια για να τσουγκρίσουν «χρόνια πολλά».
Βρισκόμουν αντιμέτωπος με αυτό το «άναρχο σύμπαν σε πλήρη ευταξία» ως ένας «υπήκοος μιας προαιώνιας ωραιότητος» και μέσα σε αυτό «το αψηλάφητο σκότος», για να επιλέξω αυθαίρετα στίχους του Κώστα Λάνταβου, του κορυφαίου ποιητή, από τη συλλογή του «Το μέγιστο θαύμα» (εκδ. Θράκα, 2023). Επιβεβαιωνόταν η αίσθηση του Μπαλζάκ ότι μπροστά σε ένα ερείπιο ο ανυπεράσπιστος διαβάτης καταβάλλεται από τα κύματα μιας ποιητικής ανάγνωσης της ζωής. Ενας πίδακας ρομαντισμού ανέβλυζε μπροστά σε ένα μικρό ερείπιο της άσημης οδού Μαυρικίου.
Η Νεάπολη απλωνόταν ολόγυρα. Εκεί γύρω υπάρχουν δρομάκια που τα ξέρουν μόνον οι περίοικοι, όπως η μικροσκοπική οδός Λάσπα ή η κάπως μεγαλύτερη Στρατηγοπούλου. Η οδός Μαυρικίου έμοιαζε με ένα αστικό ρυάκι με νερό κελαρυστό.

