ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΒΕΛΑΣ
Φραντς Κάφκα. Πολιτική και κουλτούρα στη μεταπολεμική εποχή
εκδ. Πεδίο σελ. 304

Αθώοι που πέφτουν σε απελπιστικές καταστάσεις χωρίς διέξοδο, ήρωες που η εσωτερικότητά τους δεν έχει αντικείμενο (Τ. Αντόρνο), μυστικιστικοί συμβολισμοί για τον άνθρωπο που αντικειμενικά και φυσικότατα (δηλαδή, ανέκπληκτος) εκπίπτει, ένας κόσμος άχρονος, σκοτεινός, υποβόσκουσας μεταφυσικής ανησυχίας και κοινωνικής κριτικής, ένα πεπρωμένο παράλογο και προφανώς αδικαίωτο: αυτό είναι το λογοτεχνικό σύμπαν του Φραντς Κάφκα, ένας δαιδαλώδης, ελλειπτικός, γραφειοκρατικός κόσμος που εκθέτει με παραβολές μια «ασθένεια της παράδοσης» (Β. Μπένγιαμιν). Πρόκειται για έναν κόσμο «συμπληρωματικό», γράφει ο Μπένγιαμιν: «Ο Κάφκα συλλάμβανε το συμπλήρωμα, χωρίς να συλλαμβάνει εκείνο που τον περιτριγύριζε». Εδώ ακριβώς έγκειται ο αναποφάσιστος και συγχρόνως ερμηνευτικά ανοιχτός χαρακτήρας των έργων του, συνεπώς και οι πολιτικές-ιδεολογικές χρήσεις του στις δύο κύριες δεκαετίες που μαίνεται ο Ψυχρός Πόλεμος (1950-1960). Είναι η περίοδος που το έργο του Κάφκα γνωρίζει πλήρη αξιακή αποδοχή, γίνεται μόδα και εισάγεται στον Κανόνα του λογοτεχνικού μοντερνισμού – οι προφητείες του μοιάζει αίφνης να επαληθεύονται.
Ο εφιαλτικός κόσμος του χρησιμοποιείται ως μετωνυμία του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, ενώ το Κόμμα τον κατατάσσει στον επονείδιστο «φορμαλισμό» και τον απαγορεύει.
Η μελέτη του Λυκούργου Κουρκουβέλα «Φραντς Κάφκα. Πολιτική και κουλτούρα στη μεταπολεμική εποχή» εξετάζει την πρόσληψη του καφκικού έργου στην ψυχροπολεμική κουλτούρα. Από τη μια μεριά ο καλλιτεχνικός μοντερνισμός, με πυλώνες τις αξίες της ελευθερίας, της ατομικότητας και της δημοκρατίας, συνιστά ύψιστη αξία για τη Δύση στον πολιτισμικό της ανταγωνισμό με την Ανατολή και στην προβολή του αναμειγνύονται μέχρι και οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο εφιαλτικός καφκικός κόσμος χρησιμοποιείται ως μετωνυμία του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, η επικράτηση της «Νέας Κριτικής» βρίσκει στο «ανοιχτό» έργο του πρόσφορο ερμηνευτικό έδαφος, ενώ και η δυτική μαρξιστική σκέψη ασχολείται επισταμένα μαζί του. Από την άλλη, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που επιτάσσει την πολιτική-διδακτική λειτουργία της τέχνης, η οποία οφείλει να τεθεί στην υπηρεσία του Κόμματος και του προλεταριάτου προκειμένου να υπηρετήσει τις αξίες του ανθρωπισμού, της συντροφικότητας, της δικαιοσύνης και της ισότητας, αισθάνεται αμήχανα απέναντι στον Κάφκα, τον κατατάσσει στον επονείδιστο «φορμαλισμό» και τον απαγορεύει. Στα πεζά του δεν συναντάμε την απαιτούμενη «λαϊκότητα», ώστε οι αξίες του να γίνουν κτήμα όλων, και προφανώς δεν υπάρχει το απαιτούμενο ηρωικό, αισιόδοξο και θριαμβευτικό τέλος – το αντίθετο. Ο κόσμος του Κάφκα, ο οποίος σύμφωνα με τη γραμμή του Λούκατς αποτελεί την επιτομή της κοσμοεικόνας του μοντερνισμού, είναι ηθικά απορριπτέος από την κομμουνιστική θεωρία, χαρακτηριστικό δείγμα της δυτικής «παρακμής» μαζί με τους Προυστ και Τζόις, όπως έγραφε ο Ντιμίτρι Ζατόνσκι. Ωστόσο και εδώ η σαγήνη του συγγραφέα της Πράγας ξεπερνά τις κομμουνιστικές ιδεολογικές εκλογικεύσεις και το ερώτημα για την αξία του επανέρχεται συχνά, ειδικά στη μετασταλινική εποχή, οπότε και χρησιμοποιείται ως εργαλείο των διανοουμένων στα δορυφόρα κράτη για την αποτίναξη της σοβιετικής επιρροής.
Σε Επίμετρο του βιβλίου εξετάζεται και η πρόσληψη του Κάφκα από την ελληνική διανόηση κατά την ίδια περίοδο: Ο «αστικός» πνευματικός κόσμος οικειοποιείται το καφκικό έργο στο πλαίσιο υπαρξιακών και μεταφυσικών ερωτημάτων και το εντάσσει σε ευρύτερους προβληματισμούς πάνω στο θέμα της νεωτερικότητας· ο Τύπος τον αξιοποιεί ως ιδεολογικό όπλο όταν αναφέρεται στις εξελίξεις του κομμουνιστικού στρατοπέδου, ενώ η αριστερή διανόηση τον αντιμετωπίζει υπό το πρίσμα αποστασιοποιημένης και οριοθετημένης αποδοχής. Το βιβλίο βρίσκεται μεθοδολογικά στο μεταίχμιο μεταξύ της ιστορίας των ιδεών και της διεθνούς ιστορίας. Υπό αυτή την έννοια έρχεται να συναριθμηθεί σε μια σειρά από ανάλογες μελέτες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, όπως αυτές της Ζηνοβίας Λαλιούτη και του Στρατή Μπουρνάζου για την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα. Μέσα από τη μοντέρνα λογοτεχνία και την κριτική της αναδεικνύει καίριες πτυχές του ιδεολογικού και πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου και της μεταπολεμικής διεθνικότητας. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια σημαντική τοιχογραφία των κύριων κριτικών προσλήψεων και νοηματοδοτήσεων του έργου του Κάφκα, με αναφορές σε πλειάδα διανοουμένων της εποχής (λογοτεχνών, κριτικών λογοτεχνίας, κοινωνικών επιστημόνων, φιλοσόφων κ.ά.).
Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ» και ποιητής.

