ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Κορνιζωμένοι
Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 288
«Ο Στέλιος Σπούγιας θα ήθελε να ήταν της φαντασίας του, όχι μόνο τα γεγονότα της Δευτέρας δεκατέσσερις εντεκάτου 2016, αλλά και όλη εκείνη η μέρα να έλειπε από τα ημερολόγια, να μην είχε υπάρξει ποτέ». Εκείνη τη Δευτέρα ο γιος του ο Χρόνης, είκοσι ενός ετών, εξαφανίστηκε από τη ζωή του. Από εκείνη την ημέρα ο Στέλιος, λίγος εκ γενετής, ολοένα λιγόστευε. «Τέλειον» δεν ήταν το κορνιζάδικο, όπου περνούσε τις εργάσιμες ώρες της εβδομάδας. Τέλειος ήταν ο γιος του, «η πιο τρανή απόδειξη τελειότητας». Aγγελος. «Τόσο αίθρια ψυχή». «Μπροστά στον Χρόνη, αυτός έμοιαζε δευτεροκλασάτος». Ο Σπούγιας, ανατρέχοντας στα χρόνια της κοινής τους ζωής, στεκόταν σε αλγεινές στιγμές, όταν φευγαλέα αντίκριζε στο βλέμμα του γιου του «δυσφορία και μια τζούρα αποδοκιμασίας». Αν ο Χρόνης τον ζύγιζε, τον έβγαζε σίγουρα λειψό.
Με το πρόσφατο μυθιστόρημά της η Ιωάννα Καρυστιάνη κορνιζώνει στις σελίδες της εργογραφίας της έναν ακόμη αναξιοπαθούντα, με αγαθές προθέσεις και μηδαμινές δεξιότητες. Τον Σπούγια περιβάλλει ένας κακορίζικος θίασος από ερασιτέχνες της ζωής, αξιολύπητους εφευρέτες τεχνασμάτων επιβίωσης. Χαρακτηριστική η εναρκτήρια σκηνή του εθιμικού τραπεζώματος οικείων στις 26 Νοεμβρίου στο σπίτι του Σπούγια προς τιμήν της ονομαστικής του εορτής. Ο καθείς κομίζει επί της τραπέζης τις λόξες, τις μούρλες και τα φάλτσα του. Στη μυθοπλαστική Κρανιά, καταμεσής του θεσσαλικού κάμπου, οι κουβέντες μπαινόβγαιναν από «το ψυγείο της ρουτίνας». Ο Σπούγιας κορνίζωνε βλέμματα, περιστάσεις και βαρύτιμα ενθύμια, ξεγελώντας τη βραδυκινησία του χρόνου, μαζί και τα ψυχικά βαρίδια. Ποτέ του δεν είχε «κέφι ζωής». Πάντα ελεεινός και πανάθλιος.
Ο Χρόνης τού έδειχνε κατανόηση, «όπως συμπαραστέκεται κάποιος σε έναν αδύναμο». Συχνά έλεγε στους φίλους του, «ο δόλιος ο πατέρας μου μέχρις ενός σημείου φτάνει, δεν είναι για πολλά». Φοιτητής του Παιδαγωγικού, ονειρευόταν ευτυχισμένα παιδάκια. Στο ζενίθ του ενθουσιασμού του ντυνόταν κλόουν και περιφερόταν στις ερημιές της Κρανιάς, σαν να έκανε πρόβα για παιδικά πάρτι. Ισως πάλι έστηνε, ερήμην του, μια φάρσα στον δόλιο πατέρα του, αντιγυρίζοντάς του μια κοροϊδευτική γκριμάτσα, χαρακωμένη από ένα άλικο, γκροτέσκο χαμόγελο. Αλλοτε έτρωγε λωτούς, σε μια πρόβα τελεσίδικης λήθης.
Η Καρυστιάνη είναι δεξιοτέχνις των υπόκωφων δραμάτων που καταλήγουν σε μνήματα. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο πέρα από την παντοδύναμη γραφή της για να εξαπολύσει ολέθρους και ακαριαίες συντριβές. Ολα της τα βιβλία, «ληξιαρχεία συμφορών». Με φράσεις σφυριές, που χτυπούν καταιγιστικά η μία μετά την άλλη, φτάνει τους χαρακτήρες στο απώτατο όριο της πνιγμονής, λίγο πριν από τον ρόχθο. Ειδικά σε αυτό το μυθιστόρημα η γλώσσα δίνει την αίσθηση πως της κόβεται η ανάσα από την ίδια της την ορμή. Η αφήγηση ακολουθεί την οπτική του Σπούγια, ο οποίος παραδέρνει σε ανεξέλεγκτες σκέψεις και φρίκες, εγκιβωτίζοντας συνάμα τον λόγο των άλλων. Σφύζοντας από φωνές, η γλώσσα αφηνιάζει, θρασομανεί και οιμώζει. Οπως όλοι οι ήρωες της Καρυστιάνη, ο Σπούγιας είναι δεινός στο πένθος, μαέστρος στον θρήνο και τις επιτάφιες παραφορές. «Η γλώσσα του Σπούγια έτρεχε με σπασμένα τα φρένα, μιλούσε σαν να παραμιλούσε, να μονολογούσε, να πολυβολούσε».
Η Καρυστιάνη έχει κατακτήσει ένα απαράμιλλο επίπεδο γλωσσικής τεχνικής, που της επιτρέπει να προσδίδει στο αμελητέο ένα ανύποπτο μέγεθος. Η γραφή της ξεχωρίζει για τις παράτολμες, αντίρροπες συμμείξεις. Μάγκικη, ζόρικη εκφορά λόγου, λιγωτικό μελόδραμα και βουκολικά ξέφωτα, αυτοκτονική μελαγχολία, σφαδάζον χιούμορ, σφοδρό κατρακύλισμα στην παράνοια, οργιαστικά «αλαλούμ μαυρίλας», όλα συναιρούνται στην αφήγηση με αριστοτεχνική φυσικότητα, σε μια δαιμονική ροή. Τελικά, μια λέξη αρκεί για το βιβλίο: «τέλειον».

