Οταν ανακοινώθηκε, το 2019, η μεταφορά του εμβληματικού βιβλίου του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Εκατό χρόνια μοναξιά» στην οθόνη του Netflix, δεν ήταν λίγοι όσοι αναρωτήθηκαν για τον τρόπο που θα αποδοθεί σκηνοθετικά και ερμηνευτικά ο κόσμος του Μακόντο και η ιστορία της οικογένειας Μπουενδία. Δεν ήταν τυχαίο που στη λιτή ανακοίνωση της πλατφόρμας σημειωνόταν ότι ήταν πρώτη φορά οι κληρονόμοι του Μάρκες έδιναν άδεια για την τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστόρηματος από την έκδοσή του το 1967. Ο ίδιος ο Μάρκες δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Η σειρά έκανε πρεμιέρα στο Netflix πριν από δύο ημέρες, την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου, και δύο συντάκτες της «Κ» είδαν την ιστορία του Χοσέ Αρκάντιο Μπουενδία και κρίνουν το αποτέλεσμα.
Σ. Ι.
Αιμίλιος Χαρμπής
Υψηλό κινηματογραφικό επίπεδο
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αποτελεί ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, για πάνω από μισόν αιώνα, κανείς δεν επιχείρησε –ή μάλλον δεν τόλμησε– να το μεταφέρει στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη. Ο ίδιος ο Μάρκες ήταν άλλωστε αντίθετος σε κάτι τέτοιο, ιδίως αν δεν γυριζόταν στην ισπανική γλώσσα. Τελικά την απόφαση πήρε, μετά θάνατον, ο γιος του Ροντρίγκο, σε συνεργασία με το Netflix, το οποίο «υποσχέθηκε» μια εξ ολοκλήρου ισπανόφωνη τηλεοπτική σειρά, γυρισμένη στην πατρίδα του Μάρκες, Κολομβία.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Αργεντινός Αλεξ Γκαρσία Λόπεζ, γνωστός από τη συμμετοχή του σε δημοφιλείς σειρές όπως «Ο γητευτής» και «Ο τιμωρός της Marvel», ενώ ο (κρίσιμος) σχεδιασμός της παραγωγής έγινε από τους Μπάρμπαρα Ενρίκεζ και Εουχένιο Καμπαλέρο, οι οποίοι έχουν εργαστεί μεταξύ άλλων στη «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν και στον «Λαβύρινθο του Πάνα» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο. Ανεξάρτητα από την όποια πιστότητα της κινηματογραφικής «μετάφρασης» του λογοτεχνικού προτύπου, το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Netflix είναι ένα καθαρά λατινοαμερικανικό πρότζεκτ – το οποίο βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε, απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό.
Κάπως έτσι, σε αντίθεση με τον Μάρκες, η αφήγηση παίρνει γραμμικό χαρακτήρα και ο περίφημος μαγικός ρεαλισμός γίνεται πιο διακριτικός, ώστε να μην αποξενώσει τον εθισμένο στην αληθοφάνεια σύγχρονο θεατή. Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι εδώ έχουμε τη γνωστή «σούπα» του Netflix, που νερώνει μέχρι εξαφανίσεως τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά ενός έργου. Τα οκτώ μέχρι στιγμής επεισόδια (θα γίνουν 16 για να ολοκληρωθεί η σειρά) αποπνέουν αυθεντικότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια, χάρη στην πιο ακριβή λατινοαμερικανική παραγωγή της πλατφόρμας, η οποία χτίζει (μεταφορικά) την ατμόσφαιρα αλλά και (κυριολεκτικά) το φανταστικό χωριό Μακόντο σε τρεις διαφορετικές εκδοχές του.
Η επική ιστορία της οικογένειας Μπουενδία, που διατρέχει την πλοκή, παρουσιάζεται σε ένα καλοφτιαγμένο σύνολο με εντυπωσιακά σκηνικά, προσεγμένη φωτογραφία και ερμηνείες κατά βάσιν άγνωστων πρωταγωνιστών, που δεν κλέβουν την προσοχή του θεατή από το γενικότερο νόημα της ιστορίας.
Θα ήταν η σειρά περισσότερο ενδιαφέρουσα αν τη σκηνοθετούσε, π.χ., ο Αλφόνσο Κουαρόν ή ο Πάμπλο Λαρέιν με πλήρη εκφραστική ελευθερία και πιο τολμηρή προσέγγιση; Πιθανότατα ναι, ωστόσο και το αποτέλεσμα που έχουμε μπροστά μας είναι υψηλού κινηματογραφικού επιπέδου, ειδικά αν περιμένουμε λιγότερη συμφωνία και περισσότερη σύμπλευση με το βιβλίο του Μάρκες. Αν κάποιος που έχει απολαύσει τις ταινίες του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» διαβάσει για πρώτη φορά τον Τόλκιν, μάλλον θα μείνει ενεός μπροστά στον καινούργιο κόσμο που θα του αποκαλυφθεί εκεί. Αυτό λέει πολλά για τον πλούτο της λογοτεχνίας, ελάχιστα όμως για την (όποια) κινηματογραφική μεταφορά του.

Μάρω Βασιλειάδου
Τηλεοπτικός εξωτισμός και γραφικότητα
Υπέροχα τοπία –έλη, ζούγκλα, απέραντοι ουρανοί–, τολμηρές, χορταστικές και άψογα φωτισμένες ερωτικές σκηνές, ισπανική γλώσσα, πρόσωπα που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στη Νότια Αμερική και σωστά ιστορικώς κοστούμια και σκηνικά, τουλάχιστον όσο μπορώ να κρίνω. Ολα αυτά μαζί, ακόμη κι αν προσθέσουμε την υγρασία των τοπίων της Καραϊβικής, μας κάνουν τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς»;
Η πλοκή επίσης είναι στη θέση της. Αφηγείται την ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία, αρχίζοντας μάλιστα με τον τρόπο που ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ξεκινά το μυθιστόρημά του: Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία φέρνει στο μυαλό του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο. Αλλά φτάνουν αυτά για να γίνει επιτυχημένη η τηλεοπτική μεταφορά ενός από τα πιο διάσημα και σημαντικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα;
Κατά τη γνώμη μου, όχι. Και γι’ αυτό λυπάμαι πραγματικά, επειδή όσοι αγαπάμε τον Μάρκες τον έχουμε κάπως σαν «δικό μας» άνθρωπο, και μολονότι έχει φύγει από τη ζωή, θυμόμαστε την άρνησή του σχετικά με την κινηματογραφική μεταφορά του πιο μεγάλου έργου του. Τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» είναι ένα μυθιστόρημα-μύθος με αμέτρητα μυστικά, γι’ αυτό και έχει μετατραπεί σε λατρεία.
Οσοι έχουμε διαμορφώσει σημαντικό μέρος του λογοτεχνικού μας αισθητηρίου μαθητεύοντας στις αφηγήσεις του μεγάλου Γκάμπο, όσοι έχουμε ακολουθήσει νοερά τις περίφημες κίτρινες πεταλούδες της αθωότητας που στο βιβλίο πετούν γύρω από τους αιώνιους εραστές, όσοι έχουμε αναζητήσει για τη δική μας καθημερινότητα τα κάτοπτρα που στήνει ο μαγικός ρεαλισμός μεταμορφώνοντας αυτή τη μοναχική, ταλαίπωρη, φτωχή χώρα που ήταν η Κολομβία του Μάρκες, ξέρουμε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι πρωτίστως πάθη, όνειρα, τραγωδίες, προδοσίες, ανακαλύψεις, θαύματα φτιαγμένα από αρχέγονες πρώτες ύλες.
Η γοητεία αυτού του μυθιστορήματος δεν είναι ο εξωτισμός του, ο οποίο δυστυχώς ξεχειλίζει από την τηλεοπτική μεταφορά του. Η δύναμή του βρίσκεται στον τρόπο που ο Γκάμπο έχει διαλέξει τις λέξεις του και τις έχει τοποθετήσει έτσι τη μία δίπλα στην άλλη, ώστε να δημιουργούν συνεχώς λαβυρίνθους μέσα στους οποίους η φαντασία βυθίζεται και γονιμοποιείται ανακαλύπτοντας άλλες γεωγραφίες.
Παραμερίζοντας λίγο το λογοτεχνικό μου πάθος, πιστεύω πως όσο κι αν το σενάριο της σειράς προσπαθεί να κρατήσει μια δική του αφηγηματική γραμμή, μειώνοντας τα δευτερεύοντα πρόσωπα και τις επιμέρους ιστορίες, είναι αδύνατον με τη συγκεκριμένη επίπεδη, περιγραφική σκηνοθεσία να αναπτυχθεί ικανοποιητικά ούτε καν ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου. Ο Χοσέ Αρκάντιο Μπουενδία και το φανταστικό Μακόντο, αν και αποτελούν γνήσια παιδιά της λατινοαμερικανικής κουλτούρας, δεν έχουν τίποτε γραφικό επάνω τους και αντιστέκονται στους συρμούς, γι’ αυτό –αν δεν βρεθεί κάποιος εξίσου εμπνευσμένος δημιουργός του σινεμά– θα συνεχίσουν να ζουν μόνο στις λέξεις.

