«Επανέλαβα: δεν έχουμε χρόνο
Αντίο, η φωνή μου χανόταν
Αντίο, έσφιξα το χέρι του χωρίς δύναμη
Κι έσβησα
Αυτό ήταν, πέθανα».
Δεν υπάρχει πια χρόνος. Ο χρόνος τελειώνει. Το οξυγόνο λιγοστεύει, το φως χάνεται. Οι ρόλοι ανώνυμοι. Εκείνος κι Εκείνη αναπνέουν μαζί, μιλούν παράλληλα, αγωνιούν για τον επερχόμενο θάνατο. Δύο ποιητικές φωνές που ονειρεύονται την ερωτική αγάπη ακόμη και πέρα από τον θάνατο. Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, οι δύο εραστές αναπηδούν με χορευτικές λεκτικές πιρουέτες στο χωμάτινο σκηνικό, αναπολώντας τις πιο τετριμμένες, καθημερινές, και ταυτόχρονα ανεκτίμητες στιγμές της κοινής τους ζωής. Νοσταλγούν αυτόν τον «χαμένο χρόνο», τα πιο ασήμαντα πράγματα, όπως το να κοιτάζουν τις ειδήσεις, να διαβάζουν εφημερίδες, να πίνουν καφέδες, να γράφουν μέιλ, να χτυπούν τα κουδούνια, να στέλνουν τιμολόγια, να μιλούν για το θέατρο, να γράφουν έργα για το θέατρο, να ψάχνουν χρήματα για να κάνουν θέατρο, την ώρα ακριβώς που Εκείνη «δεν μπορεί να αναπνεύσει άλλο» κι Εκείνος οδηγεί σαν τρελός για να την μεταφέρει στο νοσοκομείο, να την σώσει όσο ακόμη «υπάρχει χρόνος».
Ο «Χορός των εραστών» (2007) είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Τιάγκο Ροντρίγκες, Πορτογάλου συγγραφέα, ηθοποιού, σκηνοθέτη και καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Ο ίδιος σκηνοθέτησε μία καινούργια επεξεργασμένη μορφή αυτής της ιδιότυπης θεατρικής φόρμας που παραπέμπει περισσότερο σε μία μουσική «φούγκα» με εμφανή τα στοιχεία της συνειρμικής εκ βαθέων εξομολογητικής γραφής. Συνεργαζόμενος με την Αργυρώ Χιώτη αξιοποίησε την ελληνική μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα και κινήθηκε χωρίς περιστροφές στον δραματικό πυρήνα ενός «ερωτικού ποιήματος», στήνοντας μία περφόρμανς αφιερωμένη στη συναισθηματική ταύτιση, την οποία προϋποθέτει η ερωτική αγάπη.
Η παράσταση «Ο χορός των εραστών» σε σκηνοθεσία του Τιάγκο Ροντρίγκες, στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι τις 19 Ιανουαρίου.
Η ταυτότητα των δραματικών προσώπων ορίζεται στο πλαίσιο της αμοιβαίας αντανάκλασης των ειδώλων μιας συζυγικής σχέσης. Εκείνος είναι η αντανάκλαση Εκείνης και αντίστροφα. Η δραματουργία του Ροντρίγκες θέτει ευθέως το ερώτημα: πόση ταύτιση μπορεί να αντέξει ένα ζευγάρι; Στον «Χορό των εραστών», η πλήρης ταύτιση τίθεται ως μία δραματική συνθήκη που υποδηλώνει ότι για να είναι ζευγάρι πρέπει να σκέφτονται και να μιλούν παράλληλα, αλλά ταυτόχρονα η ίδια συνθήκη υπονομεύεται καθώς σε όλο το έργο λανθάνει ο υπαινιγμός ότι η πλήρης ταύτιση δύο ανθρώπων στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει. Τα δύο πρόσωπα αποκλίνουν, παρόλο που επαναλαμβάνουν τις ίδιες φράσεις, μιλούν ως ένα σώμα, με μία φωνή και τους ενώνει το ίδιο άγχος, το άγχος της απώλειας και του αποχωρισμού.
Το έργο είναι μια διαλογική αλλά επί της ουσίας μονολογική αφήγηση, όπου η υποτυπώδης δράση δεν οργανώνεται σε σκηνές, επεισόδια ή πράξεις αλλά σε τέσσερα «τραγούδια». Οι δύο ηθοποιοί σε άμεση απεύθυνση στο κοινό, μιλούν παράλληλα και αφηγούνται ταυτόχρονα, ακριβώς την ίδια τρυφερή ιστορία αγάπης με μία «κοινή» φωνή, σε ένα «κοινό ρυθμό». Η πολυφωνία ωστόσο σταδιακά καταργείται. Ο διάλογος των παράλληλων μονολόγων εξελίσσεται σε μονολογικότητα. Η πολυφωνία υποχωρώντας παραχωρεί τη θέση της σε έναν κατ’ επίφαση πολυφωνικό διάλογο που γίνεται ερωτικός μονόλογος, με τη μορφή ενός πρωτότυπου και ιδιαίτερα γοητευτικού εντέλει σκηνικού αποτελέσματος.
Το σκηνοθετικό πλάνο υλοποιήθηκε χάρη στους δύο υψηλής ερμηνευτικής λειτουργικότητας ηθοποιούς, τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου. Παρασύρουν τους θεατές στην υπαρξιακή δίνη της σχέσης ενός ζευγαριού, τη στιγμή της απόγνωσης, όταν συνειδητοποιούν ότι ο ένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλον, ότι ο ένας από τους δύο φεύγει οριστικά, όταν συνειδητοποιούν ότι η κοινή τους ζωή ήταν ένα αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες ερέβους. Χορεύουν τον «χορό του θανάτου» στο αφαιρετικό χωμάτινο σκηνικό που επιμελήθηκε η Μάγκντα Μπιζάρο απόλυτα εναρμονισμένοι, και τα λόγια τους ηχούν ως μία φωνή τρυφερά ερωτική, βίαιη, θυμωμένη, νοσταλγική. Η συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος που τους απομένει είναι λίγος, τους οδηγεί σε μια επικούρεια αντίληψη για την ευτυχία. Oσο υπάρχουν εκείνοι, δεν υπάρχει ο θάνατος και όταν θα υπάρχει ο θάνατος δεν θα υπάρχουν αυτοί.
Οι δύο ηθοποιοί έχουν μία ιδιαίτερη χημεία μεταξύ τους, κινούνται με απλότητα, φυσικότητα και πλήρη αίσθηση του μέτρου στην τήρηση των ισορροπιών ανάμεσα στα κωμικά και στα δραματικά φορτία του έργου. Καταθέτουν ίσα ποσά ποιητικής ευαισθησίας και ρεαλισμού σε δύο εξαιρετικές ερμηνείες. Οι φωνές τους συγκλίνουν και ηχούν διαρκώς σαν μία, τη στιγμή που ελπίζουν ότι «υπάρχει ακόμα χρόνος» για να δουν μαζί την ταινία «Scarface» του Αλ Πατσίνο, για να σκανδαλίζουν τους πελάτες του καφέ με τα χαχανητά τους, για να μαλώνουν που τα ρούχα Εκείνου μυρίζουν τσιγάρο, για να παραπονούνται ότι τα χρήματα δεν φτάνουν, για να αποφασίσουν ποιος θα σηκωθεί να δώσει το γάλα στην κόρη τους.
Το πράσινο φόντο στο φινάλε διεγείρει τη φαντασία του θεατή να ονειρευτεί ότι περπατά σε ένα δάσος, να αισθανθεί την εναλλαγή των εποχών, να ταυτιστεί με τους ήχους της φύσης, να καταλάβει τη γλώσσα του δάσους, να ακούσει το δάσος να λέει «έχουμε χρόνο, έχουμε χρόνο, έχουμε χρόνο». Και έτσι τα χρόνια για όλους περνούν.
*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας, ΑΠΘ.

