Καθηλώνει (και) το θεατρικό «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, που παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο. Αλλά γιατί; Αντιμετωπίζουμε την ιστορία του Μίσσιου σαν παραμύθι από αυτά που μας αρέσει να ακούμε, αφού πια η εθνική συλλογική συνείδηση έχει περάσει σε άλλη φάση;
Ορισμένα στοιχεία (για πόσους χρήσιμα;) δίνουν ένα στίγμα της ζωής του Μίσσιου. Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα. Από μικρός άρχισε να δουλεύει, καπνεργάτης και μικροπωλητής. Eγινε μέλος της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ), που ιδρύθηκε από αντιστασιακές και κομματικές οργανώσεις νέων. Σε ηλικία 16 ετών συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Πέρασε από το ΕΑΜ και τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος· μια ζωή πάλεψε για τα ιδεώδη της Αριστεράς. Η ζωή του είναι ένα ταξίδι από φυλακή σε φυλακή, εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις συντρόφων. Εζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και στον Aη Στράτη, σε άθλιες συνθήκες και απομόνωση. Την περίοδο της χούντας πάλι τα ίδια: σύλληψη και μετά «περιοδεία» στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και Κορυδαλλού – εκεί έμαθε γραφή και ανάγνωση. Αποφυλακίστηκε το 1973.
Το «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» απλώνεται από τα παιδικά χρόνια του Μίσσιου έως την ωριμότητά του. Οταν εκδόθηκε το 1985, έγινε λογοτεχνικό έμβλημα για το κλίμα του ελληνικού εμφυλίου, τη βαναυσότητα της εξουσίας, τη διεστραμμένη ευρηματικότητα των βασανιστών, αλλά και τον δογματισμό και την κομματική γραφειοκρατία.
«Εκείνο που μ’ εξοργίζει κυριολεκτικά, είναι η ανθρώπινη ποιότητά μας, η ανθρώπινη πορεία μας… Σήμερα βέβαια όλοι έχουν αποκατασταθεί, και οι περισσότεροι είναι στο κόμμα, αντάμα με τους χτεσινούς διώκτες και βασανιστές τους. Τι να πεις… Ολόκληρη η Aριστερά πρέπει να περάσει από ψυχιατρείο… Μωρέ, καμιά φορά λέω, καλά που δε νικήσαμε…» έγραφε ο Μίσσιος τρεις δεκαετίες μετά την ήττα του ΚΚΕ στον Εμφύλιο και σχεδόν μία δεκαετία μετά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ.
Είδα την παράσταση σε ένα γεμάτο θέατρο, με κοινό διαφόρων ηλικιών. Επίτευγμα αποτελεί η δραματουργική επεξεργασία που έκαναν στο κείμενο –το συμπύκνωσαν σε 13 σκηνές– η Σοφία Καραγιάννη και η Μυρτώ Αθανασοπούλου. Δεν λείπουν οι αδυναμίες (κυρίως ως προς τις ερμηνείες, και την άστοχη –γλυκερή– μουσική επένδυση), ωστόσο η παράσταση κερδίζει το κοινό.
Πλέον διανύουμε την έκτη μεταπολιτευτική δεκαετία και είναι δύσκολο να βιώσουμε τα μαρτύρια, τον πόνο εκείνων που αγωνίστηκαν για τις ιδέες και τα πιστεύω τους στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κατά τον Εμφύλιο και τη χούντα. Πως ορίζεται η ελληνική Αριστερά σήμερα; Μήπως πελαγοδρομεί, αδυνατώντας να αρθρώσει λόγο σε συνθήκες σταθερότητας στη χώρα, χωρίς έναν «εμφυλιοπολεμικό αντίπαλο»;
Ο Μίσσιος, πάντως, έγραφε το 1985: «Τους νεκρούς μας τους θυμόμαστε, βέβαια, δε λέω, αλλά σαν νεκρούς, όχι σαν εκφραστές των μεγάλων οραμάτων, του ονείρου της ανθρωπότητας. Eτσι, και όταν τους θυμόμαστε, είναι σα να τους σκοτώνουμε δυο φορές. Είναι σα να τους βάζουμε στο κρεβάτι του Προκρούστη για να τους φέρουμε στα μέτρα της σημερινής Αριστεράς». Ποιος διαφωνεί;

