Τα «ζόμπι» που γυρίζουν από τη φρίκη του πολέμου

Τα «ζόμπι» που γυρίζουν από τη φρίκη του πολέμου

Οι πληγές της Μικρασίας στην ψυχή τους

7' 16" χρόνος ανάγνωσης

Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του επιτυχημένου «Γκιακ», της συλλογής διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου για στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία και έγιναν θύτες και θύματα, κουβαλώντας στην ψυχή τους βάρη ανομολόγητα, τέσσερις απ’ αυτές τις ιστορίες ανεβαίνουν στη σκηνή. Πρωτοπαρουσιάστηκαν στην αρχή του χρόνου, αλλά από τις 11 του μηνός θα δούμε τον δεύτερο σχεδιασμό της παράστασης που επιχείρησε ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, αυτή τη φορά στο θέατρο Σταθμός.  

Η γεωμετρική συμμετρία από γκρι τούβλα που απλώνεται στη σκηνή, παραπέμπει σε νεκροταφείο. Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στον σχηματισμό χωρίς να βγαίνουν ποτέ έξω απ’ αυτόν. Τα ρούχα τους είναι σκονισμένα και τα πρόσωπα καλυμμένα με μάσκες – μάτια ακίνητα, νεκρικά. Και όταν κάποια στιγμή τις βγάζουν, το κάνουν κρυφά, για να ξεράσουν ό,τι τους πνίγει. Ενας παραληρηματικός λόγος και, έπειτα, να ξαναγυρίσουν στη φαινομενικά ασφαλή περιοχή όπου ζουν. 

Οι βετεράνοι της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπως τους αποκαλεί ο σκηνοθέτης, μοιάζουν ξεχασμένοι και μετέωροι. «Συχνά οι άνθρωποι που επέστρεφαν από τον πόλεμο βρίσκονταν σε κέντρα επανένταξης ή στο μυαλό τους παρέμεναν σε έναν ενδιάμεσο χώρο. Οταν επέστρεφαν συχνά δεν μιλούσαν για όσα συνέβησαν, αλλά και όταν συνέβαινε το αντίθετο, πολλές φορές οι άλλοι δεν ήθελαν να τους ακούσουν», σημειώνει στην «Κ» ο Κων. Ντέλλας που εκτός από τη σκηνοθεσία, ανέλαβε την έρευνα και τη δραματουργική επεξεργασία της παράστασης.

Γκιακ στα αρβανίτικα σημαίνει αίμα, δεσμός εξ αίματος, φόνος για λόγους τιμής και εκδίκησης. Οι ηθοποιοί Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Γιώργος Σύρμας, Ευθύμης Χαλκίδης, Αντώνης Χρήστου δημιουργούν πορείες ανάμεσα στα τουβλάκια, τρώνε παράσημα, στέκονται με τα χέρια στα γεννητικά τους όργανα, σαν να είναι γυμνοί και παρουσιάζονται στον στρατό. Στην άκρη της σκηνής μια γυναίκα –βουβή παρουσία– γαζώνει μια γαλανόλευκη κορδέλα που προορίζεται για παράσημα και ο ήχος της ραπτομηχανής της θυμίζει ριπές πολυβόλου. 

«Εγώ; Νοκέρης είμαι», συστήνεται ο στρατιώτης και με τις πρώτες του κουβέντες νιώθεις να κυλά αίμα παντού γύρω σου. Δουλειά του είναι να χτυπάει με βαριά ή τσάπα τα ζώα στο σφαγείο, να ζαλιστούν προτού τους κόψει τον λαιμό με το μαχαίρι. 

Τα «ζόμπι» που γυρίζουν από τη φρίκη του πολέμου-1
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, μια γυναίκα –βουβή παρουσία– γαζώνει μια γαλανόλευκη κορδέλα που προορίζεται για παράσημα. Ο ήχος της ραπτομηχανής όμως θυμίζει ριπές πολυβόλου. 

Τέσσερις είναι οι ήρωες – αντιήρωες στους οποίους έχει επέμβει ο σκηνοθέτης, ρωτώντας, όπως τονίζει, τον συγγραφέα. Ξεκινάει με τον Νοκέρη, που αντιπροσωπεύει το πιο αρχαϊκό μοντέλο αρσενικού. Αυτός πολεμά δέκα χρόνια, Μικρασία, Ρωσία, Τούρκους και Βουλγάρους. Επέστρεψε με βαθμό, επ’ ανδραγαθία και παράσημα. Δεκαοκτώ ετών έφυγε, 28 επέστρεψε. Στον γυρισμό τα είπε όλα στους δικούς του, πόσους σκότωσε, πώς ούρλιαζαν οι σφαγμένοι, για το κορίτσι που μαγάρισε μπροστά στον πατέρα…

Η δεύτερη ιστορία αναφέρεται σε ένα στρατιώτη που πηγαίνει στον πόλεμο ήδη με ένα τραύμα, τον βιασμό της αδελφής του, της Σύρμως και εκεί με ένα όπλο στο χέρι, εκδικήθηκε. Οι υπόλοιπες ιστορίες είναι πιο κοντινές μας στο σήμερα. Ενας στρατιώτης μιλάει για το χρέος που δεν κράτησε απέναντι στη Ρωμιά που ερωτεύτηκε, τον λόγο που αθέτησε. Συγχρόνως παρουσιάζει τον τρόπο που αντιμετώπισαν οι Ρωμιοί τους εύζωνες αλλά και πώς αντιμετώπισαν οι δικοί μας τους Ρωμιούς όταν ήρθαν πρόσφυγες στον ελλαδικό χώρο. 

Στην τελευταία ιστορία παρακολουθούμε την ερωτική έλξη δύο συγχωριανών σε καιρό πολέμου, που τους βάζει σε δρόμους που δεν ήταν, τότε, αποδεκτοί.

Αναλώσιμοι

Το «Γκιακ» δεν μιλάει μόνο για τη φρίκη και την πληγή του πολέμου, αλλά και το έμφυλο κομμάτι της βίας, το τραύμα της απώλειας, το αφήγημα του ηρωικού θανάτου και τις έννοιες του ηρωισμού. Οι ήρωες, λέει ο σκηνοθέτης, είναι όλοι Αρβανίτες που ζουν στη Μαλεσίνα, δεν έχουν πάει ούτε μια φορά στην Αθήνα. Μιλάνε αρβανίτικα, σε περίοδο ειρήνης αποτελούν περιθωριακή ομάδα στο εθνικό αφήγημα. Η λογοτεχνική αξία του βιβλίου είναι αναμφισβήτητη, λέει ο Κων. Ντέλλας και υπογραμμίζει ότι στα διηγήματα του Παπαμάρκου τον κέντρισε ότι καταπιάνονται με τη μετατραυματική διάσταση του πολέμου. 

Τα «ζόμπι» που γυρίζουν από τη φρίκη του πολέμου-2
Στο «Γκιακ», οι ρημαγμένοι χαρακτήρες είναι δέσμιοι του ρόλου που τους δόθηκε ως φύλακες της πατρίδας. Ξεχασμένοι επιβιώνουν προσπαθώντας να βρουν την ταυτότητά τους.

Σε μια εποχή που όλα μοιάζουν εύφλεκτα γύρω μας έχει σημασία να δούμε τις συνέπειες του μετά, σε έναν πόλεμο. «Πώς στη διάρκειά του ένα άτομο γίνεται χρήσιμο, άρα ανυψώνεται από την ιδεολογία και το αφήγημα του πολέμου και, έπειτα, ξεχνιέται ξαναγυρνώντας στην ανωνυμία του. Με απασχόλησε επίσης και το ζήτημα των διαλέκτων που δεν εξυπηρετούν στο συλλογικό αφήγημα: αρβανίτικα, βλάχικα, τσακώνικα κ.ά. Οταν χρειάστηκε βαφτίστηκαν Ελληνες για να ξεναπέσουν αργότερα στο περιθώριο των μειονοτήτων».

Θίγει επίσης και έννοιες ηρωισμού που μάθαμε στα σχολικά χρόνια. Εχοντας προσφυγική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του που είναι Πόντια, θυμάται ακόμη τη δική του γιαγιά να μιλάει για τον Πόντο. «Στο Γκιακ η ραχοκοκαλιά της παράστασης είναι ο μπαρμπα-Κώτσος, αγαπητός στα παιδιά, τους λέει ιστορίες από τον πόλεμο, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε παππούς, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε τι έκανε ο ίδιος στον πόλεμο», εξηγεί ο Κων. Ντέλλας.

Αλλοθι το «καθήκον»

Οι ρημαγμένοι χαρακτήρες είναι δέσμιοι του ρόλου που τους δόθηκε ως φύλακες της πατρίδας. Ξεχασμένοι επιβιώνουν προσπαθώντας να βρουν την ταυτότητά τους, να κατευνάσουν τις ορμές τους και να κρύψουν τις ρωγμές τους, ακόμα και μεταξύ τους. «Το μόνο που τους τρέφει είναι οι αναμνήσεις μιας παιδικότητας εμποτισμένης με τα πρότυπα των παλαιών αρσενικών και η πεποίθηση ενός ηρωικού άλλοθι που παρασημοφορεί μαζικούς θανάτους και εγκλήματα πολέμου. Η βία έτσι κι αλλιώς έχει αρσενικό πρόσημο», σημειώνει ο σκηνοθέτης και τονίζει ότι στο συλλογικό αφήγημα του πολέμου το αρσενικό γεννιέται με την υποχρέωση της τιμής της οικογένειας. «Στο “Γκιακ” το αρσενικό υπερασπίζεται την πατρίδα, τη μάνα, την αδελφή. Στο σχολείο μάς έμαθαν για την αλυσοδεμένη Ελλάδα που έρχεται ο τσολιάς και κόβει τις αλυσίδες κ.ά. Στερεότυπα που γεννήθηκαν στους λαϊκούς τρόπους έκφρασης όπως η επιθεώρηση, το θέατρο, το τραγούδι. Η πατρίδα ως γυναίκα σε αναπαραστάσεις σε γκραβούρες, η αδελφή Βόρεια Ηπειρος, η Ελλάδα ως κόρη όμορφη με χιτώνα, η Τουρκία ως πλαδαρή και νωθρή χανούμισσα, η φιγούρα του εύζωνα που μοιάζει με συνεχιστή των Σπαρτιατών. Είναι από χωριό αλλά και έξυπνος, με τρόπους, ένα μοντέλο που συνδέει όλα τα στερεότυπα το τι θεωρούμε καλό αρσενικό. Σ’ αυτό το προπαγανδιστικό πλαίσιο ο εχθρός προβάλλεται ασύδοτος σεξουαλικά που θα έρθει να βιάσει κόρες και μανάδες. Η πατρίδα είναι η παρθένα κόρη, ο στρατιώτης γίνεται μοντέλο ανθρώπου που έρχεται να σώσει την τιμή, άρα πατρίδα και οικογένεια γίνονται ένα. Αυτά είναι στοιχεία που με ενδιέφεραν σε σχέση και με το τι συνεχίζεται έως σήμερα».

Τα «ζόμπι» που γυρίζουν από τη φρίκη του πολέμου-3
Οι ήρωες της παράστασης τρώνε παράσημα, τα ρούχα τους είναι σκονισμένα και τα πρόσωπα καλυμμένα με μάσκες – μάτια ακίνητα, νεκρικά. 

Πέρα από τη διαδικασία του πολέμου, ο σκηνοθέτης προτρέπει να τα δούμε όλα αυτά στην καθημερινότητα της εποχής μας, όπως μέσα σε μια καριέρα, αυτό που λέμε “μάχη της ζωής”. «Στη δεκαετία του ’80 οι γυναίκες καριερίστες έπρεπε να αρσενικοποιηθούν για να μπορέσουν να υπάρξουν. Να υιοθετήσουν ανάλογες συμπεριφορές με το αφήγημα ότι ο άνδρας είναι κυνηγός. Αλλαξαν ακόμη και το ντύσιμό τους κρύβοντας το θηλυκό στοιχείο σε σακάκια με βάτες». 

Αποσιωπημένα τραύματα

Το λεπτό σημείο στο «Γκιακ» είναι ότι αναφέρεται και σε ανομολόγητες πράξεις των βετεράνων που πολέμησαν το 1922 στη Μικρά Ασία: βιασμοί, εγκλήματα, δολοφονίες, εκδίκηση… «Δεν τα ακούμε συχνά γιατί δεν βόλευε να ειπωθούν. Ο άνθρωπος σε συνθήκη μάχης συνήθως δεν γράφει αυτά που θέλει να ξεχάσει, εξωραΐζει την πραγματικότητα για να μπορέσει να επιβιώσει». Η βιομηχανία παρασήμων επίσης σχολιάζεται ως ηθική αμοιβή ηρωισμού. Πόσο όμως δυσκόλεψε τον Κων. Ντέλλα η μεταφορά του «Γκιακ» στη θεατρική σκηνή; «Είναι εύκολο να περάσεις σε μια μονόπλευρη ή γραφική ανάγνωση. Γι’ αυτό ήθελα σκηνικά τον παραληρηματικό λόγο των τεσσάρων προσώπων, το σώμα που διαπραγματεύεται τη ζωή του. Είναι εύκολο να αηδιάσω με αυτόν που χτυπά και σκοτώνει το ζώο, αλλά πρέπει να τον ακούσω. Οτι μεγάλωσε και έμαθε τον πόλεμο, αλλά έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει. Η διακειμενικότητα είναι ένα πολύ γοητευτικό πράγμα που διαχειρίζομαι στις παραστάσεις μου. Το να μεταφέρω σε μια άλλη διαχρονία τα διηγήματα, είναι ένα στοίχημα». Τα πρόσωπα στα διηγήματα του Δ. Παπαμάρκου συγκινούν τον σκηνοθέτη γιατί είναι ξένα προς τον εαυτό τους, την κοινότητά τους, τον τόπο τους, «είναι σε ένα ανάμεσα και αυτό διαπραγματεύονται». Ξεχωρίζει την «Παραλογή» που έγραψε ο συγγραφέας σε 15σύλλαβο, φτιάχνοντας ένα μοναδικό κομμάτι στο βιβλίο του και με αυτό ξεκινάει την παράσταση «προσπαθώντας να αποτυπώσω την εμπειρία του πολέμου μέσα από το ποίημα για τον Χάρο ο οποίος πήρε τον άνδρα μιας γυναίκας και τον γύρισε πίσω ζόμπι. Εκεί έκανα τη σύνδεσή μου με τους βετεράνους. Γι’ αυτό ζήτησα από τους ηθοποιούς ασθματικό λόγο και έντονη κίνηση». 

Οι ιστορίες του «Γκιακ» πώς συνδέονται με το σήμερα; «Δεν είναι μακριά μας όλα αυτά αλλά δίπλα μας. Τα στερεότυπα παραμένουν όπως και οι πόλεμοι. Ομως πέρα από τη συνθήκη του πολέμου θίγεται και οποιαδήποτε συνθήκη «μάχης» στη ζωή μας. Σε ανθρώπινες σχέσεις και καριέρες. Εκεί καταλαβαίνουμε το πώς το αρσενικό κερδίζει άσχετα με το κοινωνικό βιολογικό φύλο».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT