Ποια προσέγγιση επιφύλαξαν στον ελληνικό Εμφύλιο οι τέχνες; Επιχείρησαν να κατανοήσουν γεγονότα και συναισθήματα; Στρατεύτηκαν με τα ιδανικά της μιας ή της άλλης πλευράς; Και γιατί κάποια έργα εξακολουθούν να εμπνέονται από εκείνη την οδυνηρή περίοδο; Ογδόντα χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά, τέτοια ερωτήματα μπορούν να τεθούν υπό νέο φως ή και να εμπλουτιστούν με νέα.
Eκκινώντας από την ιδιαίτερα παραγωγική λογοτεχνία, στη δεκαετία του 1950 κυκλοφόρησαν έργα όπως «Ο άλλος Αλέξανδρος» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, «Πολιορκία» του Αλέξανδρου Κοτζιά, «Χρονικό μιας σταυροφορίας» του Ρόδη Ρούφου, ενώ σε εκείνη του 1960 ακολούθησαν οι «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα, η «Κάθοδος των εννιά» του Βαλτινού, «Ασθενείς και οδοιπόροι» του Θεοτοκά, «Ανυπεράσπιστοι» του Δημήτρη Χατζή κ.ά.
«Πριν από τη Μεταπολίτευση υπήρξαν μυθιστορήματα “αστών” συγγραφέων –Κοτζιάς, Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Ρούφος– που στηλιτεύτηκαν από την άλλη πλευρά, με χαρακτηριστική μανιχαϊστική ευκολία, ως “μαύρη λογοτεχνία”. Αργότερα ηγεμόνευσε η αριστερή οπτική και έως ένα βαθμό αυτό ισχύει ακόμη. Στη μεγάλη πλειονότητά της, πάντως, η λογοτεχνία για τον Εμφύλιο εκφράζεται με νεωτερική γραφή, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο προωθημένη», λέει στην «Κ» ο συγγραφέας Δημοσθένης Κούρτοβικ.
Οι νεότεροι συγγραφείς που εμφανίστηκαν μετά την πτώση της δικτατορίας, διαπιστώνει η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά, δεν ασχολούνται με τον ελληνικό Εμφύλιο. «Την ίδια περίοδο οι παλαιότεροι ώριμοι πεζογράφοι δημοσιεύουν μερικά από τα καλύτερα έργα τους πάνω στο θέμα και πάνω στην αγριότατη μετεμφυλιακή βία», σημειώνει η κριτικός και παραθέτει τον «Λιμό» (1972) του Αντρέα Φραγκιά, το «Κιβώτιο» (1975) του Αρη Αλεξάνδρου, τον «Ιαγουάρο» (1987) του Αλέξανδρου Κοτζιά, τους «Συνυπάρχοντες» (1976) του Αριστοτέλη Νικολαΐδη και το «συγκλονιστικό», όπως λέει, διήγημα «Μακάριοι οι ελεήμονες…» (1977) του Νίκου Κάσδαγλη.
Στο ερώτημα «γιατί ο Εμφύλιος απασχολεί τη λογοτεχνία έπειτα από ογδόντα χρόνια», η Ελισάβετ Κοτζιά απαντά πως «είναι ένας πόλεμος της μνήμης ενάντια στη λήθη με στόχο το “ποτέ ξανά”».
Ωστόσο, μετά το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Το ασημόχορτο ανθίζει» (1992) και την «εμβληματική» «Ορθοκωστά» (1994) του Βαλτινού, η θεματολογία του Εμφυλίου μπαίνει στην ημερήσια διάταξη και των νεότερων συγγραφέων. «Αντί ο χρόνος να οδηγεί στη λήθη τις μνήμες του, βλέπουμε πως τις αναμοχλεύει όλο και περισσότερο», παρατηρεί η κριτικός και αναφέρει μεταξύ άλλων τα «Λευκή πετσέτα στο ρινγκ» (2006) του Νίκου Δαββέτα, «Ιχνη στο χιόνι» (2012) του Γιώργου Λίλλη, «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (2019) του Ηλία Μαγκλίνη, «Νικήτρια σκόνη» (2024) του Κώστα Καλτσά, καθώς και μυθιστορήματα για τη μετεμφυλιακή βία, όπως η «Νίκη» (2014) του Χρήστου Χωμενίδη και το «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους» (2016) της Μαριλένας Παπαϊωάννου.
«Το “γιατί ο Εμφύλιος απασχολεί τη λογοτεχνία έπειτα από ογδόντα χρόνια” δεν επιδέχεται μονοσήμαντη απάντηση. Ενας λόγος είναι το βάρος της οικογενειακής παράδοσης, που στην ελληνική κοινωνία είναι μεγάλο. Ενας άλλος, ότι η ελληνική Αριστερά δεν έχει απαγκιστρωθεί από αυτό το κεφάλαιο της Ιστορίας και σε μεγάλο βαθμό ορίζει με αυτό την ταυτότητά της. Ενας τρίτος, ότι ο ελληνικός Εμφύλιος έθεσε ζητήματα που δεν έχουν επιλυθεί πραγματικά, π.χ. το ζήτημα της ξένης εξάρτησης», σημειώνει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ.
«Ούτε οι νεότεροι μεταπολιτευτικοί πεζογράφοι ούτε οι παλαιότεροι, όσοι τουλάχιστον ανέφερα, υπήρξαν χωρισμένοι σε ιδεολογικά στρατόπεδα. Εκείνο που προσπαθούν είναι να κατανοήσουν το παρελθόν για να διαχειριστούν τις απαίσιες ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες που είχαν και ακόμα έχουν οι τραγικές εθνικές περιπέτειες της δεκαετίας του ’40. Το βλέπουμε και σε χώρες που επιβαρύνθηκαν από ανάλογα άγη, όπως η Ισπανία. Είναι ένας πόλεμος της μνήμης ενάντια στη λήθη με στόχο το “ποτέ ξανά”», λέει η Ελισάβετ Κοτζιά και υπογραμμίζει ότι πλέον κάποια μυθιστορήματα έχουν έναν σημερινό πρωταγωνιστή, που βρίσκεται σε διάλογο μεταξύ παρόντος και εκδοχών του παρελθόντος. Οπως συμπληρώνει, μπορεί ο Τσακαλώτος και ο Βαφειάδης να έδωσαν τα χέρια το 1984 και η Αριστερά να συγκυβέρνησε με τη Νέα Δημοκρατία το 1989, ωστόσο, στην οικονομική κρίση, κουβέντες όπως το «ή εσείς ή εμείς» ακούστηκαν εκ νέου. «Το γεγονός άλλωστε ότι στον Γράμμο υπάρχουν δύο μνημεία προς τιμήν των πεσόντων του Εμφυλίου –ένα του Δημοκρατικού Στρατού και ένα του Εθνικού Στρατού– υποδεικνύει πως το τραύμα δεν έχει κλείσει», καταλήγει.
Η ποίηση
Τι μπορούμε όμως να πούμε για την ποίηση; Δημοσθένης Κούρτοβικ: «Η ποίηση που ενέπνευσε ο Εμφύλιος χαρακτηριζόταν έως τη δεκαετία του 1970 από αισθήματα μελαγχολίας και ματαίωσης. Γράφτηκε σχεδόν αποκλειστικά από αριστερούς ποιητές (Τίτος Πατρίκιος, Τάσος Λειβαδίτης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Αρη Αλεξάνδρου κ.ά.) και ονομάστηκε από τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη “ποίηση της ήττας”. Αργότερα η ποίηση, απ’ όσο αντιλαμβάνομαι, έπαψε να αντλεί έμπνευση από τον Εμφύλιο, σε αντίθεση με την πεζογραφία».
Από τους «Παράνομους» στο «Ψυχή Βαθιά»
Το εμφυλιακό τραύμα δεν θα μπορούσε να μην απασχολήσει την πιο «λαϊκή» και συλλογική από τις τέχνες: τον κινηματογράφο. «Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν υπάρχει πιο παράδοξο και ανοίκειο τοπίο καδραρισμένο στον ελληνικό κινηματογράφο από εκείνο του εμφυλίου πολέμου. Η λογοκρισία περιθωριοποίησε και ουσιαστικά απέκρυψε την παρουσίαση του δεύτερου μεγάλου τραύματος που δίχασε τους Eλληνες μέχρι τις μέρες μας, χωρίς να μπορέσει να εξαλείψει τις συνέπειές του. Το τραύμα πήγαινε βαθύτερα στα ριζώματα που έδιναν λόγους υπάρξεως στον ελληνισμό: οι Eλληνες βρέθηκαν προδομένοι απ’ όλους. Από την Aριστερά που άρχισε έναν πόλεμο χωρίς προοπτική και τη Δεξιά η οποία τον κέρδισε υπό την ηγεμονία εξωτερικών δυνάμεων», σημειώνει ο καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, Βρασίδας Καραλής.
Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι το ελληνικό σινεμά παρέμεινε απολύτως «σιωπηλό» μέχρι το 1974. Οι «Παράνομοι» του Νίκου Κούνδουρου το 1958, για παράδειγμα, δεν σηματοδοτούν φυσικά τους ήρωές τους ξεκάθαρα με τα χαρακτηριστικά του Εμφυλίου, ωστόσο για τον υποψιασμένο θεατή οι αναφορές είναι ευδιάκριτες. «Ο δωσιλογισμός είναι το υπόβαθρο των φιλμ νουάρ της δεκαετίας του 1960, ενώ η αδελφοκτονία θίγεται σχεδόν αλληγορικά σε κωμωδίες του μεταπολέμου, στα ελληνικά γουέστερν, ακόμα και σε μελοδράματα της εποχής», σύμφωνα με τον κ. Καραλή.
Με τη Μεταπολίτευση βέβαια, ένας δημιουργικός χείμαρρος ξεχύνεται από καλλιτέχνες, κυρίως προσκείμενους στην Αριστερά, οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να αναμετρηθούν τόσο με το συλλογικό όσο και με το προσωπικό τραύμα. «Η προηγούμενη σκοτεινή περίοδος βρήκε την οπτική της αναπαράσταση σε όλη την τραγωδία και αντιφατικότητα μετά τη Μεταπολίτευση, όταν το “Χάππυ Ντέι” του Παντελή Βούλγαρη και η “Κάθοδος των Εννιά” του Χρίστου Σιοπαχά την αναβίωσαν για τα μάτια ενός κοινού που είχε βιώσει τη δικτατορία και την κυπριακή τραγωδία, δύο καινούργια τραύματα, ανεπίλυτα και αθεράπευτα. Αναμφίβολα ο “Θίασος” του Αγγελόπουλου είχε ήδη διαμορφώσει ένα αφήγημα για τα γεγονότα που κυριαρχεί μέχρι σήμερα», συμπληρώνει ο κ. Καραλής, αναφερόμενος στον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο Εμφύλιος ατονεί ως ενδιαφέρον για τους Ελληνες κινηματογραφιστές, με εξαίρεση το συναισθηματικά φορτισμένο «Ψυχή Βαθιά» του Βούλγαρη και το πιο ωμό «Δεμένη Κόκκινη Κλωστή» του Κώστα Χαραλάμπους. Λίγο έχει ασχοληθεί το ντοκιμαντέρ με άγνωστες πτυχές, μέσα από το έργο δημιουργών όπως οι Φώτος Λαμπρινός, Σταύρος Ψυλλάκης και Αλίντα Δημητρίου.
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, η Βάσω Κατράκη μαζί με τον γλύπτη Μέμο Μακρή κατεβαίνουν στο μεγάλο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στην πλατεία Συντάγματος. Γράφει: «Και ακουστήκανε κάτι ριπές πολυβόλων απ’ τα παλιά ανάκτορα που ρίχνανε στο ψαχνό, και ο κόσμος, που κινήθηκε απότομα, με έριξε κάτω και έκανα μια τσουλήθρα που έφτασα ως το υπουργείο Οικονομικών. Και εκείνο που θυμάμαι είναι ένας άνθρωπος που κράταγε ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά του με μια άσπρη κορδέλα στα μαλλιά του γεμάτη αίματα. Αυτά θυμάμαι απ’ τη μέρα αυτή».
«Τούτη η εποχή/ του εμφυλίου σπαραγμού / δεν είναι εποχή/ για ποίηση/ κι’ άλλα παρόμοια / σαν πάει κάτι/ να/ γραφή/ είναι/ ως αν/ να γράφονταν/ από την άλλη μεριά/ αγγελτηρίων θανάτου». Νίκος Εγγονόπουλος
Οπως μας λέει ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής Γιάννης Μπόλης, η χαράκτρια έζησε τον εφιάλτη των αιματηρών συγκρούσεων στους δρόμους της Αθήνας και προσέφερε τις υπηρεσίες της ως τραυματιοφορέας στον «σταθμό επίδεσης» της πλατείας Βάθη. Αργότερα, σε τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» τυπώθηκε η ξυλογραφία «Η Αθήνα δε λυγάει μπροστά σε τίποτα», που είχε φιλοτεχνηθεί στα Δεκεμβριανά.
Από το 1940 οι καλλιτέχνες έζησαν σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά κατέρρεε, βιώνοντας οδυνηρές και ακραίες δοκιμασίες που πυροδότησαν ανακατατάξεις σε όλους τους τομείς της ζωής. Τον Νοέμβριο του 1942 οργανώθηκε το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, και στις τάξεις του συσπειρώθηκαν όχι μόνον αριστεροί αλλά και πολιτικά ανένταχτοι ή προερχόμενοι από τον φιλελεύθερο χώρο. «Αν με ρωτήσετε ποιοι ήταν τα μέλη […] θα πρέπει μάλλον να σκεφτώ ποιοι δεν ήταν», θυμόταν ο Α. Τάσσος.
Με την απελευθέρωση της Αθήνας έγχρωμες ξυλογραφίες του Α. Τάσσου σε έντονα λαϊκό ύφος, ανακαλούν την αισθητική λιθογραφικών τυπωμάτων που «εξιστορούσαν» κορυφαίες ιστορικές στιγμές. Εγραφε ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος το 1948: «Τούτη η εποχή/ του εμφυλίου σπαραγμού / δεν είναι εποχή/ για ποίηση/ κι’ άλλα παρόμοια / σαν πάει κάτι/ να/ γραφή/ είναι/ ως αν/ να γράφονταν/ από την άλλη μεριά/ αγγελτηρίων θανάτου […]».
Ο πίνακας του Εγγονόπουλου «Εμφύλιος Πόλεμος» (1948) συμπεριλήφθηκε στην έκθεση με τίτλο «Διαιρεμένες Μνήμες 1940-1950. Ανάμεσα στην Ιστορία και το Βίωμα», η οποία αρχικά παρουσιάστηκε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Δεκέμβριος 2016 – Απρίλιος 2017). Οπως σχολιάζει ο επιμελητής και τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος, η έκθεση έφερε την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνία αντιμέτωπες με την τραγικότητα της ιστορίας.
«Ο ρόλος και η σημασία της τέχνης δεν είναι ούτε εικονογραφικός ούτε ψυχαγωγικός», σχολιάζει ο κ. Ζαχαρόπουλος. Ο Μίλαν Κούντερα έγραφε πως, όταν μπήκαν τα σοβιετικά τανκς στην Πράγα, το 1968, κλεισμένος σπίτι του, το μόνο που άντεχε να ακούσει ήταν η μουσική του Ιάννη Ξενάκη και έγραψε το 1981 πως «η μουσική του με συμφιλίωσε με το αναπόφευκτο του πεπερασμένου». Και ο ίδιος ο Ξενάκης, δίνοντας στην παρτιτούρα εικαστική διάσταση, έγραψε το 1996: «Aκουγα τον ήχο του πλήθους, καθώς προχωρούσε προς το κέντρο της Αθήνας, τις κραυγές με τα συνθήματα και μετά, όταν πια έφτασαν μπροστά στα τανκς των Ναζί, τους διάσπαρτους πυροβολισμούς των αυτομάτων, το χάος. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον σταθερό ρυθμικό θόρυβο εκατό χιλιάδων ανθρώπων να μετασχηματίζεται σε ένα είδος φανταστικής αταξίας… Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι μια μέρα όλα αυτά θα έβγαιναν ξανά στην επιφάνεια και θα γίνονταν μουσική: οι “Μεταστάσεις” [1955].»

