Οι ιστορίες είναι αδέσποτα τραγούδια στον αέρα

Οι ιστορίες είναι αδέσποτα τραγούδια στον αέρα

O Γιώργος Σκαμπαρδώνης μιλάει στην «Κ»

8' 26" χρόνος ανάγνωσης

Στο διήγημά του «Εργοστάσιο στο Χρούσου», ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης ταξιδεύει τον αναγνώστη σε έναν όρμο της Χαλκιδικής, στον όρμο του Χρούσου. Τρεις ναυτοπρόσκοποι πηγαίνουν για εξερεύνηση με υπνόσακους, φαγητό, ένα μπουκάλι τσίπουρο άνευ σε ένα παλιό εργοστάσιο επεξεργασίας ρητίνης. Καταλήγουν όμως να βρίσκονται μπροστά σε μια άγνωστη ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην οποία εμπλέκονται οι κατοχικές δυνάμεις, ένας συμμαχικός βομβαρδισμός και μια τραγική ανθρώπινη ιστορία με φόντο υπέροχες περιγραφές φύσης και θάλασσας. Το πραγματικό, η φαντασία, η φύση, τα ζώα, το παράδοξο και το υπερφυσικό, συνδυάζονται αριστοτεχνικά στη νέα συλλογή διηγημάτων του κορυφαίου πεζογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Φάλτσα κεφαλής», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη

Γιατί όμως «Φάλτσα κεφαλής»; «Λέμε “έκανε του κεφαλιού του”. Οπότε, “Φάλτσα κεφαλής” υπονοώ φάλτσα του μυαλού, απρόβλεπτες συμπεριφορές που παράγουν παράδοξες, αναπάντεχες  ιστορίες και αφηγήσεις», μας λέει ο συγγραφέας. «Αλλά το φάλτσο συχνά σημαίνει και ευθυβολία. Παλιά είχα γράψει πως το διήγημα είναι απευθείας γκολ από κόρνερ, με φαλτσαριστό σουτ – μόνο έτσι μπορεί να μπει. Δηλαδή με καμπύλη τροχιά, με το λεγόμενο “κυνηγετικό φάλτσο” που λέμε και στο μπιλιάρδο. Που σημαίνει ότι, συχνά, το φάλτσο είναι λάθος, αλλά ενίοτε είναι και η πιο ορθή, έντεχνη διαδρομή. Στη λογοτεχνία, από λάθος δρόμο βγαίνεις ίσως στον σωστό, φανταστικό προορισμό». 
 
– Το βιβλίο ανοίγει με μια χριστουγεννιάτικη ιστορία και κλείνει με ένα διήγημα για μια Ανάσταση. Εντός του βρίσκουμε ιστορίες που εκτυλίσσονται στο Αγιον Ορος και σε Επιταφίους. Τι ρόλο έχουν για εσάς η θρησκεία και η πίστη; 

– Δεν έχει σημασία ο βαθμός της πίστης του καθενός. Δείτε τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα, πώς μεταμορφώνονται και φωταγωγούνται τα πάντα. Πώς αλλάζει η διάθεση όλων, ανεξάρτητα αν πηγαίνουν ή όχι στην εκκλησία. Η Ορθοδοξία στις ποικίλες εκδοχές της είναι μέρος του φρονήματός μας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι. Δείτε πώς λάμπουν, ήδη, όλες οι δυτικές πρωτεύουσες. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το θέλουμε δεν το θέλουμε (και δεν είναι θέμα πίστης) ο Σταυρός συνέχει όλη τη Δύση. Υπάρχει μια ιδιαίτερη γλυκύτητα κατά τις μέρες των εορτών, ένα άλλο αίσθημα, πανηγυρικό, υπάρχουν προαιώνιες τελετές που το έχουν εδραιώσει. Υπάρχει γενναιοδωρία, ανάγκη αγάπης, συνεύρεσης με τους συγγενείς και τους φίλους, μνημειώδη τραπεζώματα, θρύλοι, τσουρέκια, παλαβές ιστορίες. Υπάρχει η συγκινητική μνήμη των εορτών. Της παιδικής ηλικίας. Μεγαλώσαμε με τα κάλαντα, με τα χιόνια, με τα μάλλινα γάντια και τις ωραίες αφηγήσεις. Είναι κάτι βαθύ, πέρα από τη θρησκεία, που μετέχει στην ψυχοπνευματική υπόσταση του ευρέος λαού. Στο βιβλίο έχω μερικά εορταστικά διηγήματα – πάντα οι Γιορτές και η μαγεία τους ήταν προνομιακή θεματογραφία για το διήγημα, αλλά και για το μυθιστόρημα. Σκεφτείτε πόσο ντεκαφεϊνέ θα ήταν ένας χειμώνας χωρίς Χριστούγεννα, χωρίς Πρωτοχρονιά, χωρίς διηγήσεις. Δύσκολα θα τον αντέχαμε. 
 
– Στρέφετε το βλέμμα του αναγνώστη εκτός Θεσσαλονίκης, στα μικρά χωριά της Χαλκιδικής, στα δάση και τα βουνά της Πέλλας, στην αγροτική ζωή και στο χωριό. Είναι μια αλλαγή στο δικό σας βλέμμα; 

– Το ότι δεν ανεβαίνουμε στον Ολυμπο, αυτό δεν σημαίνει πως ο Ολυμπος έπαψε να υπάρχει. Ενας φίλος μου είπε πως θα πάει ταξίδι στην Κίνα. Του λέω, έχεις ταξιδέψει στα χωριά του Κιλκίς; Οχι, μου απαντάει. Ε τότε, του λέω, τι δουλειά έχεις στην Κίνα; Τι θα καταλάβεις σε πέντε μέρες από Κίνα; Κι ένας συγγραφέας, οποιοσδήποτε, οφείλει κατ’ αρχήν να ταξιδεύει, να ψάχνει, να οργώνει τη χώρα του αναζητώντας την έμπνευση. Εγώ προσπαθώ να το κάνω συνειδητά. Οι ιστορίες, οι ωραίες αφηγήσεις υπάρχουν εκεί έξω, οι αρχικές ιδέες-σπινθηρισμοί είναι πυγολαμπίδες που ίπτανται στην περιφέρεια, στην επαρχία. Είναι αδέσποτα, μισοτελειωμένα τραγούδια που πλέουν στον αέρα και περιμένουν κάποιον να τα συλλάβει εν πτήσει. Εκεί έξω είναι η πραγματική ζωή, η φύση, το σώμα, το χώμα, το χρώμα. Η θάλασσα και τα βουνά, τα χωριά και οι χωματόδρομοι, τα ζεστά καφενεία που μας περιμένουν. Ο Μπρετόν έλεγε: «Αφήστε τον γάμο και πάτε για πουρνάρια».

Σκεφτείτε πόσο ντεκαφεϊνέ θα ήταν ένας χειμώνας χωρίς Χριστούγεννα, χωρίς Πρωτοχρονιά, χωρίς διηγήσεις. Δύσκολα θα τον αντέχαμε.

– Οι αναγνώστες θα έρθουν μπροστά σε «άγνωστες» λέξεις, όπως οι «μπάφες», το «επικλινές κοπροθέσιο», το «ανεμοτουρλιάζω» ή κάποιες που αποφεύγονται πια, όπως «γύφτος». Σας προβληματίζει το «σιδέρωμα» της γλώσσας για λόγους πολιτικής ορθότητας; 

– Οι «μπάφες» δεν έχουν σχέση, βέβαια, με τον μπάφο, είναι τα θηλυκά κεφαλόπουλα – έτσι τα λένε στη Θράκη. Το «επικλινές κοπροθέσιο» είναι από τη βυζαντινή γλωσσική παράδοση. Ενώ το «ανεμοτουρλιάζω» είναι ένα μοναδικό, εκπληκτικό ρήμα που σημαίνει το πώς αναστατώνει μια αλεπού ένα κοτέτσι γεμάτο κότες όταν μπαίνει μέσα σε αυτό κι αρχίζει να τις πνίγει. Τώρα, οι γύφτοι λαϊκά λέγονται γύφτοι και μπορεί και να σε δείρουν άμα τους πεις Ρομά (όπως λέει ο Διογένης Δασκάλου), άσε που στη δυτική Μακεδονία «Ρομά» είναι μια ποικιλία ντομάτας. Ο καθείς μπορεί να τους λέει όπως θέλει, πιστεύω στην ανεξιγλωσσία. Σημασία έχει με πόσο σεβασμό ή όχι αντιμετωπίζονται εν προκειμένω στην αφήγηση. Επειτα: απεχθάνομαι τη νοβοπάν λέξη «σεξεργάτρια». Τότε, πώς θα πεις τον νταβατζή; Σεξεργοδότη; Σεξαφεντικό; Και πώς θα αντικαταστήσεις την υπέροχη λέξη «τσατσά»; Την πολιτική ορθότητα ποιος την επινόησε; Μην ξεχνούμε, δε, πως η λέξη «ορθόν», ιατρικά, έχει άλλη σημασία. Τι ορθότητα μπορεί να εκτοξεύσει;
 
Οι ιστορίες είναι αδέσποτα τραγούδια στον αέρα-1– Ο ήρωάς σας στα «Γενέθλια» αποφασίζει να «αυτοκτονήσει» στα 101 του χρόνια με ένα τρελό τσιμπούσι, τρώγοντας ό,τι ήταν για εκείνον απαγορευμένο. Φεύγει χορτάτος, όπως γράφετε. Μοιράζεστε κι εσείς την ίδια φιλοσοφία ζωής; 

– Ρώτησαν μια γιαγιά πώς έφτασε έως τα εκατόν τέσσερα χρόνια. Κι εκείνη απάντησε πως αυτό συνέβη διότι στα εκατόν τρία της έκοψε το τσιγάρο. Ναι, θα έλεγα πως σε κάποιο βαθμό είμαι Επικούρειος. Εχω μια ροπή προς την κατάχρηση. Είμαι κατωφερής στις απολαύσεις, όπως έλεγαν παλιότερα. Μ’ αρέσει το αλκοόλ, το τσιγάρο, τα ξενύχτια, οι εξωφρενικοί φίλοι, τα μάταια κατορθώματα. Μ’ αρέσει να βλέπω μια τηλεοπτική σειρά συνέχεια, επί δύο τρεις μέρες παρατώντας τα πάντα. Μ’ αρέσει η μαραθώνια κολύμβηση, το ατελεύτητο διάβασμα, μ’ αρέσουν τα βουνά και τα λαγκάδια. Απολαμβάνω μαζοχιστικά τις εμμονές μου. Βέβαια τώρα γέρασα πια και δεν αντέχω πολλά. Μετά το δεύτερο ποτό είμαι για να με παίρνει το ΕΚΑΒ. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν θα τη γλιτώσει κανένας, ακόμη κι αν πίνει σκέτο, εμφιαλωμένο νερό, φοράει ρολόι με ενδείξεις καρδιακών παλμών και κοιμάται με τις κότες. Ας πεθάνει νηστικός – τι μας νοιάζει; Οι αρχαίοι έλεγαν «Ο Πλούτων ουκ αμελεί ουδενός». Αρα; Θα ξυπνήσω αύριο χαρούμενος ή, παρά τα γηρατειά μου, θα μετανιώσω που δεν εξάντλησα εχτές τα γούστα;    

 
– Στον «Καστανοφύλακα» ο ένας από τους δύο εφήβους ήρωες έρχεται σε επαφή με το φάντασμα ενός καπετάνιου του ΕΛΑΣ στα βουνά του Κόζιακα, στα Τρίκαλα. Δεν έχει κλείσει το τραύμα του Εμφυλίου; Τα φαντάσματά του τρομάζουν ακόμη;  

– Το τραύμα του Εμφυλίου δεν θα κλείσει ποτέ, γιατί κουβαλάμε εντός μας το εμφύλιο μένος, πέρα απ’ τη συγκεκριμένη αιματηρή αντιπαράθεση. Απ’ την εποχή του Θουκυδίδη ζούμε με αυτό το σπορ. Δεν αντέχουμε τον γείτονα, ακόμη κι αν δεν έχει κατσίκα. Δεν έφταιγε ποτέ η κατσίκα. 

Το τραύμα του Εμφυλίου δεν θα κλείσει ποτέ, γιατί κουβαλάμε εντός μας το εμφύλιο μένος. Απ’ την εποχή του Θουκυδίδη ζούμε με αυτό το σπορ.

Τη Θεσσαλονίκη αξίζει να την ερωτευτείς, αλλά όχι να την παντρευτείς

– Αν και η Θεσσαλονίκη είπαμε ότι δεν έχει ισχυρή παρουσία, ωστόσο δεν απουσιάζει παντελώς από τη συλλογή. Πολλοί σήμερα τη συνδέουν με τις δυνάμεις της Aκροδεξιάς και του συντηρητισμού. Ποιο είναι για εσάς το πρόσωπο της πόλης;  

– Αυτά που λένε στην Αθήνα και αλλού περί Θεσσαλονίκης είναι μερικές φορές μονομερή κλισέ στα όρια του πιτορέσκ. Η πόλη είναι εντελώς αντιφατική και αενάως σπαρασσόμενη. Και συντηρητική και πρωτοποριακή, και δολοφονική και ηδονική και κλειστή και ολάνοιχτη. Εξαρτάται τι βλέπει ο καθείς ή τι τον παρηγορεί να δει. Η Θεσσαλονίκη είναι βαθιά περίπλοκη και δυναμική – τη μελετώ μια ζωή και πάλι μου διαφεύγει. Δεν καθαρίζεις μαζί της εύκολα. Δηλαδή αξίζει να την ερωτευτείς, αλλά όχι και να την παντρευτείς. Οπως κάθε πόλη εξάλλου. Που σημαίνει ότι αν πάθεις μαζί της βαριά εμμονή, σκέψου ότι υπάρχει και η Φλωρεντία και το Παρίσι, ή απλώς η ωραία και η μόνη Ζάκυνθος του Ανδρέα Κάλβου.
 
– Πώς θα χαρακτηρίζατε την περίοδο Μπουτάρη; 

– Ο κυρ Γιάννης είναι ακόμη μια ιστορία του πώς αντιλαμβάνονται οι άλλοι αφαιρετικά την πόλη – παλιά με τον Ψωμιάδη είχαμε άλλα, αντίστροφα στερεότυπα. Ο Μπουτάρης άνοιξε το παιχνίδι, έφερε κάποιο αεράκι, έπαιξε εμπνευσμένα με τον τουρισμό. Ηταν συμπαθής, ήταν σταρ, αλλά ως δήμαρχος δεν άφησε κάποιο βαθύ αποτύπωμα στην όντως πόλη. Προφανώς υπήρξε ευθέως ευεργέτης και έμμεσα ευεργετικός, έδρασε θετικά, αλλά δεν μεταμόρφωσε υποστασιακά τη Θεσσαλονίκη σε πρακτικά, εννοώ, ζητήματα. Τον αγαπούσα, ήταν γλυκύς, όμως ξέρω και τα όριά του επί του πραγματικού, παρά τις διάφορες μυθοποιήσεις. Νομίζω ότι ο Στέλιος Αγγελούδης θα αποδειχθεί πολύ καλύτερος δήμαρχος.
 
– Μετράτε πάνω από 40 χρόνια στα γράμματα. Ποιες ήταν οι λογοτεχνικές δυνάμεις της πόλης που σας επηρέασαν όταν ξεκινούσατε; 

– Αν είχα κάποιες αρχικές επιρροές ήταν πιο πολύ απ’ τον Σολωμό (κυρίως τη «Γυναίκα της Ζάκυθος»), απ’ τον Μιχαήλ Μητσάκη και τον Ροΐδη. Αλλά και από άλλους, κυρίως Γάλλους (Γκι ντε Μοπασάν), Τσέχους και Λατινοαμερικανούς. Δύσκολο να περιγράψω το αμάλγαμα. Εξάλλου επηρεάζεται κανείς από όσους ήδη προϋπάρχουν κατά κάποιον τρόπο και εν σπέρματι εντός του. Βρίσκει δυναμικές ή πυροδοτικές αλληλουχίες. Αυτοεπηρεάζεται διά τρίτων.
 
– Πολλοί νέοι συνδέουν και μαθαίνουν για τη Θεσσαλονίκη μέσα από τα τραγούδια των ράπερ που κατάγονται από εκεί. Εσείς, ποιες φωνές ξεχωρίζετε; 

– Εχει κάποιους καλούς ευέλπιδες ράπερ – ίσως ο πιο νόστιμος να είναι ο Λεξ. Αλλά εγώ ακόμη είμαι βαθιά κολλημένος με τον Νιόνιο, με τον Αργύρη Μπακιρτζή, τον Ρασούλη και τον Παπάζογλου.
 
– Αν μπορούσατε να φέρετε πίσω στη ζωή έναν από τους παλιούς λογοτέχνες και ποιητές της Θεσσαλονίκης ποιος θα ήταν; Τι θα του λέγατε; 

– Φυσικά τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Θα του έλεγα να πάμε μαζί την Κυριακή στο Καυταντζόγλειο, να δούμε ένα ματς με τον Ηρακλή.
 
– Θα πάρετε το μετρό; Σε ποια στάση θα κατεβείτε;  

– Στη Βενιζέλου, έχοντας κάτω απ’ τα πόδια μου, κάτω απ’ το διαφανές δάπεδο, ορατή τη βυζαντινή πόλη, αλλά και το αίσθημα, όντας μέσα στη στοά, ότι βρίσκομαι στις υπόγειες σήραγγες τις οποίες έφτιαξε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και που ξεκινούσαν απ’ την Ανω Πόλη και κατέληγαν στη θάλασσα, ενώ χωρούσαν, κατά τον θρύλο, και καθ’ ύψος, έναν έφιππο αξιωματικό και τέσσερις στρατιώτες. Ηταν το πρώτο μυθικό μετρό της Θεσσαλονίκης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT