Ποιητής άξιος και ξεχωριστός υπήρξε ο Μιχάλης Γκανάς. Από τους πλέον άξιους της γενιάς του, της γενιάς του ’70, αλλά και συνολικά της μεταπολεμικής μας ποίησης. Τον γνώρισα στο βιβλιοπωλείο «Δωδώνη», στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Για ένα «παιδί φανατικό για γράμματα», όπως αυτός, ένα βιβλιοπωλείο είναι η πιο θερμή αγκαλιά. Πλουσιοπάροχη σχεδόν σαν την αγκαλιά της μάνας. Του πρόσφερε τη δυνατότητα της κοραϊκής αυτοδιδασκαλίας, που την αξιοποίησε με πάθος. Αλλά του δώρισε και φίλους, κι αυτό το δώρο, για έναν ποιητή σαν τον Γκανά, ήταν ανυπολόγιστα πολύτιμο.
Με τα ποιήματα και τα πεζά του, και με τους στίχους του που γράφτηκαν για να γίνουν τραγούδια, ο Γκανάς έγινε ο τρυφερά αυστηρός βιογράφος της μεταπολεμικής πατρίδας. Μιας πατρίδας που στάθηκε μητριά για πολλούς, όχι μόνο τις μέρες μετά τον Εμφύλιο αλλά και τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη δεκαετία του ’40. Στο πεζογράφημά του «Μητριά πατρίδα» (1981) ιστορεί με οικονομία δωρική την αναγκαστική φυγή της οικογένειάς του από τη γενέτειρά του, τον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας, προς την Αλβανία. Κι από κει, στοιβαγμένοι μέσα στ’ αμπάρια ενός πολωνέζικου φορτηγού, προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο ξεριζωμός ήταν γι’ αυτόν βίωμα βαρύ, όχι πληροφορία ή φιλολογία. Για τούτο και οι στίχοι του που ξύνουν επίμονα αυτήν την πληγή είναι ξυράφια κοφτερά. Να, όπως το τρίστιχο ποίημα «Εθνική οδός», ένα από τα εντελέστερα «Ακαριαία» του «Ακάθιστου δείπνου», του πρώτου του βιβλίου (1978): «Από δω / έφυγε η μισή πατρίδα / για τα ξένα».
Ο μισεμός, με προορισμό κάποια ξένη χώρα ή κάποια ελληνική πόλη, προπάντων την πρωτεύουσα, είναι ένα από τα κύρια θέματα της γραφής του Μιχάλη. Τα ηπειρώτικα τραγούδια της ξενιτειάς, από τα υψηλότερα γεννήματα της δημοτικής μας ποίησης, τον δίδαξαν τον τρόπο και το ήθος τους. «Βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα / μουσική πατρίδα, / άταφη σ’ όλα τα τραγούδια μου» γράφει στον «Ακάθιστο δείπνο». Αλλα μείζονα θέματά του ο έρωτας και η αγάπη, η μάνα, ο θάνατος, η ραγδαία φθορά της χώρας. «Τον ξέρω αυτό τον τόπο, / ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου. / Εχουν αλλάξει όλα / κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό» διαβάζουμε στα «Γυάλινα Γιάννενα» (1989). Και καλή, μόνιμη παρέα του τα πουλιά. Πρωτίστως τα κοτσύφια. Πάνω στο «κλαδί της μνήμης» αυτός, και δίπλα του τα «λιγνά καλογεράκια», να του δωρίζουν μουσική παρήγορη. Τραγουδιστές σε τραγουδιστή.

