ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ
Ο ήχος της σιωπής της
εκδ. Εστία, σελ. 304
Μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Δημοσθένης Κ. παλεύει να αποκρυπτογραφήσει τα επιθανάτια λόγια της. Στην ουσία επινοεί έναν γρίφο, μέσω της επίλυσης του οποίου φιλοδοξεί να βρει την εστία του εαυτού του. Ο Δημοσθένης Κ. είναι ένας άνδρας χωρίς ιδιότητες. Τα λίγα που μαθαίνουμε για εκείνον προβάλλουν μέσα από την τεθλασμένη διαδρομή της μνήμης του. Συνεπώς, όσα μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο σκιάζονται από τις ανακρίβειες και τις παρερμηνείες της ανάκλησης. Οπωσδήποτε φαίνεται πολύ προσεκτικός με την ανάστροφη αποτίμηση του χρόνου, καθώς γνωρίζει πως πρόκειται για παρακινδυνευμένο εγχείρημα. «Ξαφνικές, αναπάντεχες πνοές της μνήμης μπορεί να ξεσηκώσουν αποκαΐδια από φωτιές που κουφόκαιγαν για χρόνια, ώσπου να γίνουν αδιευθέτητες εκκρεμότητες».
«Γεννήθηκα δέκα χρονών στα Σεπόλια». Σε αυτό το λαϊκό περιβάλλον ο αφηγητής διαμορφώνει μια πρώιμη ιδέα περί πατρίδας. Οι αστικές καταβολές της μητέρας του τον κάνουν να νιώθει ξένο σώμα στην προλεταριακή συνοικία. «Και ακριβώς επειδή μεγάλωσα σ’ αυτή σαν ξένο σώμα, τη λαχταρούσα πάντοτε, ακόμη και τότε που με βύζαινε, σαν κάτι που έχασα χωρίς ποτέ να το έχω». Οι αινιγματικές λέξεις της μητέρας του λίγο πριν από το τέλος τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια εκκρεμότητα, απότοκη ενός αισθήματος στέρησης. Και τους δύο, τον εαυτό και τη μητέρα του, μοιάζει να τους έχασε, δίχως ποτέ να τους έχει. Για να τους ξαναβρεί θα χρειαστεί μια κάθοδος. «Το πήρα τελικά απόφαση. Θα κατέβαινα εκεί, στην παλιά γειτονιά».
Στο μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ προεξάρχει η δεξιοτεχνία των συνειρμών, που απομιμούνται τέλεια την αυτοσχεδιαστική κινησιολογία της μνήμης. Η επίπλαστη, εκπληκτικά σκηνοθετημένη, αυθορμησία των μνημονικών εκλάμψεων ελίσσεται γύρω από το μυστήριο της ταυτότητας και των άδηλων οριοθετήσεών της. Η εμμανής αυτοπαρατήρηση μεταμφιέζεται σε κατασκοπική περιπέτεια. Ο ήρωας σκιαμαχεί με πολέμους και απώλειες, με αφρόντιστα τραύματα, με αναμετρήσεις και οπισθοχωρήσεις, με μοιραίες γυναίκες, με πύργους και θαύματα, με κουτιά παπουτσιών ξέχειλα από φωτογραφίες, ακόμη και με μια σπηλιά, στο υπόγειο του παλιού σπιτιού.
Μολονότι νοερές, αυτές οι κάθοδοι δεν είναι ακατοίκητες. Τις κατοικούν τα φαντάσματα του χαμένου χρόνου, μορφές αχνές και ωχρές, που νεύουν κάπως πικραμένα. Οι φασματικές φιγούρες, που κάποτε συγκροτούσαν έναν κόσμο, ο οποίος στα μάτια ενός δεκάχρονου αγοριού φάνταζε τρομακτικός, μυστηριώδης και δυσοίωνος, δεν έδειχναν διόλου εχθρικές, δεν τις φόρτιζε ο αλλοτινός πόνος. Συμβόλιζαν κάτι χαμένο, σαν χαμένη ευκαιρία.
Το μυθιστόρημα του Κούρτοβικ, μια εξαίσια συνομιλία με τις σιωπές της μνήμης, είναι γραμμένο με πολύ φόβο και πολύ πάθος, όμως δεν λέει την αλήθεια. Η αλήθεια παραμένει ανεύρετη ή υπό αίρεση, μια βασανιστική ψυχική εκκρεμότητα. Ο Κούρτοβικ μιλάει για ζωτικά ψεύδη και αδήριτες αυταπάτες, για επάλληλους ρόλους που επωμίζονται την αντωνυμία «εγώ». «Και μιλώντας τώρα για τα περασμένα της ζωής μου το κάνω σαν να εξορίζω τα τραύματά μου σ’ έναν άλλο, σε κάποιον που έτυχε να έχει τ’ όνομά μου».
Η γραφή του Κούρτοβικ διαπνέεται από την «αναλυτική μανία» ενός ορθολογιστή διανοουμένου, γνώριμη από τα δοκίμιά του, αλλά δεν λιποψυχεί μπροστά στο συναίσθημα. Ο εταστικός στοχασμός για το σύμφυρμα που απολήγει ταυτότητα απαλύνεται από ένα ξεγέλασμα του μυαλού που μοιάζει με παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού. Βέβαια, θησαυρός δεν υπάρχει, μόνο θάνατος. Στις σελίδες αχνίζει μια απόπνοια μελαγχολίας, όπως αυτή που σκορπούσε το εργοστάσιο «Φελιζόλ». «Ηταν αθέατο από εκεί που μέναμε, αλλά όποτε φυσούσε βοριάς άπλωνε πάνω από τη συνοικία ένα αραιό κιτρινωπό σύννεφο με γλυκερή, πένθιμη μυρωδιά».

