Γεώργιος Δ. Μικρούδης
Ο Βενιζέλος και η βασιλεία
εκδ. Επίκεντρο, 2024, σελ. 216
O Ρόμπιν Κόλινγκγουντ υποστήριζε ήδη από το 1946 πως στην ιστοριογραφία είναι απαραίτητη η a priori φαντασία του ιστοριογράφου, η οποία τον βοηθάει να πετύχει μια συνεκτική αφήγηση, αλλά και παίζει σημαντικό ρόλο στο τι οι πηγές θα του αποκαλύψουν. Η μυθοπλαστική φύση της ιστοριογραφίας –και η συγγένειά της με τη λογοτεχνική αφήγηση– είναι προφανής από αυτή τη σκοπιά. Συμβαίνει συχνά η πρώτη ύλη του ιστοριογράφου –τα έγγραφα, οι μαρτυρίες, τα τεκμήρια– να μη διαφέρει από εκείνη του μυθιστοριογράφου.
Στο αμιγώς ιστοριογραφικό βιβλίο του Γεωργίου Δ. Μικρούδη, το θέμα του οποίου προσδιορίζεται με σαφήνεια στον τίτλο του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εννέα μέρες πριν από τον θάνατό του γίνεται θύμα μιας έντονα ειρωνικής συγκυρίας. Εκφράζοντας σε επιστολή του προς τον βουλευτή Λουκά Κανακάρη-Ρούφο τη «ζωηρά» χαρά του για την ανάθεση του υπουργείου Στρατιωτικών από τον Γεώργιο Β΄ στον Ιωάννη Μεταξά, κλείνει –έχοντας τοποθετηθεί πολιτικά για τελευταία φορά στη ζωή του– με τη φράση «Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: ζήτω ο βασιλεύς!». Ο Μικρούδης δεν χάνει την ευκαιρία να προσδώσει μυθοπλαστική σχεδόν ποιότητα στο παράθεμα, επισημαίνοντας ότι η τελευταία αυτή πολιτική τοποθέτηση του Βενιζέλου –η οποία κατά την εκτίμηση πολλών τον εκθέτει ανεπανόρθωτα– «εδόθη, όχι μόνον υπέρ του Γεωργίου, αλλά και χάριν τού κατά συνήθεια υβριστή του».
Ο θάνατος του Αλέξανδρου
Το κεφάλαιο επίσης που είναι αφιερωμένο στις σχέσεις του Βενιζέλου με τον ατυχήσαντα βασιλιά Αλέξανδρο, ο οποίος πέθανε –μυθιστορηματικώ τω τρόπω– από δάγκωμα μαϊμούς το 1920, τελειώνει με την επιδέξια συγγραφική ιδιοποίηση της διατυπωμένης από τον Τσώρτσιλ υπόθεσης, ότι χωρίς εκείνο το δάγκωμα πιθανότατα δεν θα είχαν πεθάνει 250.000 Ελληνες. Ο Μικρούδης, μολονότι γνωρίζει καλά ότι «η αληθινή Ιστορία δεν γράφεται με εικασίες», δεν διστάζει να δίνει εναύσματα προς τον αναγνώστη για να χρησιμοποιήσει εκείνος την κρίση και τη φαντασία του. Σε κάτι ανάλογο όμως δεν στοχεύει και η καλή λογοτεχνία, όταν ιδιοποιείται κατά το δοκούν όσα κομίζει η ιστορική κληρονομιά, προκειμένου να μας φέρει εντέλει αντιμέτωπους με την ίδια τη συνθήκη της εν χρόνω και τόπω ύπαρξής μας;
Ως ιστοριογράφος επιπλέον ο Μικρούδης ξέρει ότι δεν μπορεί να είναι «ένα εντελώς ουδέτερο πρόσωπο, ένας ψυχρός ανατόμος ή ιατροδικαστής» και δεν επιχειρεί κατά συνέπεια να αποκρύψει ούτε την εκτίμηση ούτε την ανθρώπινη συμπάθειά του προς συγκεκριμένες ιστορικές προσωπικότητες. Συμπάθεια η οποία τον κινητοποιεί κατά τρόπο ανάλογο με τον οποίο ένας λογοτέχνης ενδίδοντας στην αδυναμία που τρέφει για ορισμένους ήρωές του συμπάσχει μαζί τους, χωρίς όμως να μπορεί να κάνει τίποτε ούτε γι’ αυτούς ούτε για την εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται. Τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στο βιβλίο θυμίζουν έντονα μυθιστορηματικούς χαρακτήρες των οποίων η μοίρα καθορίζεται από το ποιόν, την ιδιοσυγκρασία, τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους, αλλά και από δυνάμεις υπέρτερες ή την τύχη.
Τα ιστορικά πρόσωπα –βασιλείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί ηγέτες– που εμφανίζονται στο βιβλίο θυμίζουν έντονα μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Τα πρόσωπα αυτά δεν υπήρξαν μόνο προσωπικότητες, αλλά και άνθρωποι όπως όλοι μας και αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που προσδίδει στην εξιστόρηση του Μικρούδη έναν αφηγηματικό τόνο. Τα πρόσωπα του βιβλίου λυπούνται, χαίρονται, συμβιβάζονται, αντιστέκονται κι εμείς παρακολουθούμε εκ του ασφαλούς την πορεία προς τη μοίρα που ήδη γνωρίζουμε ότι περιμένει το καθένα τους, συνειδητοποιώντας ότι η μοίρα αυτή έχει σημαντικά καθορίσει, μέσα από μια ιλιγγιώδη, αδιανόητη αλληλουχία και τη δική μας προσωπική μοίρα. Κάπως έτσι η μαϊμού που σκοτώνει τον Αλέξανδρο το 1920 ή τα χαλασμένα νεφρά και οι επιληπτικές κρίσεις που οδηγούν τον ταπεινωμένο Κωνσταντίνο στον θάνατο το 1923 μπορούν να γίνουν μέχρι και προσωπική μας υπόθεση.
Τα επιλεγμένα παραθέματα του βιβλίου κάνουν τα πρόσωπα να ξαναδρούν και τα γεγονότα να ξανασυμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας μέσα στις σελίδες του. «Τό αἷμα τοῦ Παπούλα, τοῦ Κοιμήσῃ καί τοῦ Βολάνη θά ἐπιπέσῃ ἐπί τῶν κεφαλῶν μας…», ακούμε οργίλη τη φωνή του Βενιζέλου στο κείμενο. «Πᾷς ὅστις συλλαμβάνεται μετέχων κινήματος νά φονεύεται ἐπί τόπου», απαιτεί ο Ιωάννης Μεταξάς, ενώ αρκετές σελίδες –και χρόνια– πιο πριν ο τραγικός και βαθιά ανθρώπινος Αλέξανδρος ρωτάει εναγωνίως τον Κρήτα Εθνάρχη: «Σεῖς φιλελεύθερος καί δημοκρατικός δέν χαίρεσθε ὅτι ἀποφάσισα νά παντρευτῶ μιάν Ἑλληνίδα;». Τα μεταγραμμένα επακριβώς παραθέματα λειτουργούν αφενός σαν εκθέματα σε κάποιο μουσείο, αλλά και μας ωθούν αφετέρου να προσεγγίσουμε το παρελθόν αυτό μέσα από το αναπλαισιωμένο αποτύπωμά του, προσδιορίζοντας σαφέστερα –και πιθανόν ανατρεπτικά– τη διαλεκτική του σχέση με το παρόν.
Το τέρας του Φρανκενστάιν
Εχοντας λάβει τον Απρίλιο του 1936 εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Γεώργιο Β΄ και εξασφαλίζοντας ψήφο εμπιστοσύνης –παρά το μόλις 3,9% που είχε πετύχει στις εκλογές– από τους βουλευτές όλων σχεδόν των κομμάτων, ο Ιωάννης Μεταξάς, γράφει ο Μικρούδης, θα συμπεριφερθεί μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες «σαν το τερατούργημα του Βίκτωρος Φρανκενστάιν, που στο τέλος στράφηκε κατά του δημιουργού του». Τα ιστοριογραφικά έργα κατά τον Hayden White ακολουθούν τα αρχέτυπα του ρομάντζου, της κωμωδίας, της τραγωδίας και της σάτιρας. Αν κρίνουμε και από το προηγούμενο πόνημά του, το συναρπαστικό «Μετέωρο βήμα στη Μικρασία» (Νεφέλη 2019), ο Μικρούδης το γνωρίζει καλά αυτό. Και γνωρίζει επίσης εκείνο που οι αδελφοί Goncourt επισήμαναν από τον 19ο κιόλας αιώνα: «Η ιστορία είναι ένα μυθιστόρημα που συνέβη και το μυθιστόρημα μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί».
*Ο κ. Κώστας Καβανόζης είναι συγγραφέας.

