Ο θάνατος του Γιώργου Μιχαλακόπουλου έφερε στο προσκήνιο δεκάδες ιστορίες και φωτογραφίες. Με όποιον μιλούσες αυτές τις ημέρες, που τον είχε γνωρίσει, συνεργαστεί μαζί του στο θέατρο ή στον κινηματογράφο ή απλώς συναναστραφεί, είχε να προσθέσει κάτι στο πορτρέτο αυτού του τόσο σημαντικού και ξεχωριστού καλλιτέχνη και ανθρώπου. Ανάβλυζαν οι εικόνες, ζωντανές, έστω κι αν είχαν μεσολαβήσει πολλά χρόνια, μαρτυρώντας ευγένεια ψυχής, χιούμορ (εντελώς «δικό του»), βαθιά κατανόηση κειμένων και ανθρώπων, μεγάλη αφοσίωση, σκηνικό ήθος, συναδελφική γενναιοδωρία, κοινωνική ευαισθησία, απαρέγκλιτες δημοκρατικές αρχές που εφάρμοζε στην πράξη στηρίζοντας νέους ηθοποιούς. Θα παραμείνει στη μνήμη μας ως ένας καλλιτέχνης που κατόρθωνε πάντα να ερμηνεύει κυρίως όσα υπονοούνται και όχι όσα εννοούνται, που γέμιζε τις παύσεις και έφερε στην κίνησή του δεκαετίες θεατρικής γνώσης και σκηνικής άσκησης. Ζητήσαμε από τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη Περικλή Χούρσογλου να μας μιλήσει για τον «Κύριο με τα γκρι» (1997) και από τον θεατρικό σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο για έναν «Ανθρωπο για όλες τις εποχές» (2014). Η κηδεία του θα γίνει αύριο στη 1 μ.μ. στο Α΄ Νεκροταφείο. Παράκληση, αντί στεφάνων, να ενισχύσουν όσοι επιθυμούν το «Σπίτι του Ηθοποιού» και το ΤΑΣΕΗ.
Μ. Κ.
«Ο κύριος με τα γκρι»
Του Περικλή Χούρσογλου*
«Κύριος με τα γκρι» είναι ο Λεωνίδας, 67 χρόνων, προϊστάμενος στην Εταιρεία Υδάτων, σύζυγος, πατέρας, παππούς, που στα ιαματικά λουτρά Πλατυστόμου, πρώτη φορά στη ζωή του, ερωτεύεται μιαν άλλη γυναίκα.
Οταν παιζόταν στα σινεμά η προηγούμενη, πρώτη ταινία μου, «Λευτέρης Δημακόπουλος», με τη μοτοσικλέτα πήγαινα από τον έναν κινηματογράφο στον άλλον να βλέπω τις αντιδράσεις των θεατών. Ενα βράδυ έξω από το Πλάζα, ο κύριος Μιχαλακόπουλος με πλησιάζει και μου λέει –δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί έως τότε– «Εσύ έκανες αυτήν την ταινία;». «Ναι». Δεν θυμάμαι καν αν μου είπε πως του είχε αρέσει. Εγραψα το σενάριο της ταινίας με τον κ. Μιχαλακόπουλο στον νου. Κι όταν πια ένιωσα πως είχα ένα «χέρι» που μου άρεσε, του το έδωσα. Αρεσε και σ’ αυτόν. Χάρηκα.
Ομως αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η συνεργασία μας. Στον «Δημακόπουλο» είχα δουλέψει με τέσσερα νέα παιδιά, μαθητές ακόμα στη δραματική σχολή, που στο ψάξιμο των χαρακτήρων εγώ τα οδηγούσα. Αυτός ο ηθοποιός, που είχε παίξει ρόλους και ρόλους, θα μ’ άκουγε; Από την πρώτη μέρα έως το τέλος της ταινίας αντιμετώπισε τον Λεωνίδα και εμένα με ταπεινότητα.
Τρεις μήνες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, μου ζήτησε να πάμε στο Πλατύστομο. Στην εθνική οδηγούσε ο ίδιος. Οταν φτάσαμε, χειμώνας ακόμα, δεν υπήρχε ψυχή στα λουτρά, μου λέει «Φύγε εσύ τώρα και έλα μετά δύο ώρες». Εφυγα. «Τι θα κάνει –αναρωτιόμουν– μόνος του με τα πλατάνια;». Οταν γύρισα, τράβηξα μια φωτογραφία που στέκεται μπροστά στο ξενοδοχείο. Εψαχνε τη μοναξιά του Λεωνίδα.
Στο δοκιμαστικό πριν από τα γυρίσματα, στάθηκαν ο Γιώργος απέναντι στην Ειρήνη Ιγγλέση. Κοιτάχτηκαν. Εμεινα στα βλέμματά τους, ο ένας να έχει ερωτευτεί τις ρυτίδες του άλλου.
Στα γυρίσματα στη Βέρνη με την τεχνητή βροχή κι αν έφαγε νερό! Ούτε λέξη ούτε γκρίνια. Λήψεις ξανά και ξανά. Αυτός εκεί!
Ο Γιώργος «άνθισε» κάτω από το γκρι κομψό μα κι αυστηρό κοστούμι, τα χρώματα που ο Λεωνίδας 30 χρόνια έκρυβε μέσα του.
* Ο κ. Περικλής Χούρσογλου είναι σκηνοθέτης.

Βαθιά δημοκρατικός
Του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου*
Τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο τον γνώρισα το 1973, σπουδαστής ακόμα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Με πρότεινε μια φίλη από τη σχολή να παίξω κάποιο ρόλο στον «Συνεργό» του Ντίρενματ στο Θέατρο Σάτιρας της οδού Τρικόρφων, όπου πρωταγωνιστούσε ο Γιώργος. Ετσι άρχισε η φιλία μας, που κράτησε ώς το τέλος της ζωής του. Την ίδια χρονιά, τον Ιούλιο, έγινε το δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας, όπου ο Γιώργος είχε πρωτοστατήσει στον θεατρικό χώρο, για να μαζευτούν γνωστοί ηθοποιοί και με τα αυτοκίνητά τους να περιοδεύσουν ανά την Ελλάδα υπερασπιζόμενοι το «Οχι» στη βασιλεία. Αν και ήμουν ακόμα σπουδαστής, μου πρότεινε να πάω κι εγώ μαζί τους. Καθόμουν στο πίσω κάθισμα μαζί με τη Μαίρη Χρονοπούλου.
Με τη Μεταπολίτευση, μου πρότεινε να αναλάβω την οργάνωση περιοδείας με το «Ω, τι κόσμος μπαμπά!» του Κώστα Μουρσελά, που είχε παιχτεί με μεγάλη επιτυχία επί χούντας. Ετσι πήρα το βάπτισμα και στα οργανωτικά, στα 20 μου χρόνια, χάρη στον Γιώργο, που ήξερε να εμπιστεύεται νέους ανθρώπους.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2014, ανεβάσαμε στο Εθνικό Θέατρο το έργο «Ενας άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ, μια παράσταση που τη χάρηκε πολύ ο Γιώργος, αλλά κι εγώ, συγκινημένος που 40 χρόνια μετά ξαναδούλευα μαζί του.
Ο Γιώργος ήταν ένας μεγάλος ηθοποιός, που χαιρόσουν να τον βλέπεις να παίζει αλλά και να συζητάς μαζί του. Ανοιχτό μυαλό, βαθιά δημοκρατικός άνθρωπος. Το Θέατρο Σάτιρας που δημιούργησε μέσα στη χούντα ήταν χώρος όχι μόνο για παραστάσεις. Τον παραχωρούσε, αφιλοκερδώς φυσικά, για πολιτικές εκδηλώσεις. Ακόμη και η πρώτη συνέλευση για τη δημιουργία σωματείου σπουδαστών δραματικών σχολών εκεί έγινε.
Ασχολήθηκε με τα κοινά, πολλά χρόνια στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων και αντιπρόεδρος του ΚΕΘΕΑ.
Θαύμαζα τη σχέση του με τη γυναίκα του. Κέντρο στη ζωή του ήταν η οικογένεια, η Αθηνά και οι κόρες του. Κι αυτές τις μέρες σκέφτομαι συνέχεια την ήρεμη δύναμη που λέγεται Αθηνά.
* Ο κ. Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι σκηνοθέτης.

