Ο δρόμος κάτω από το σπίτι σου είναι ένας δρόμος που έχεις σταματήσει να τον προσέχεις, μπορεί να τον έχεις σιχαθεί κιόλας. Κι η κουζίνα σου; Εχουν κάτι να σου πουν τα φρούτα στη φρουτιέρα, οι άπλυτες κούπες του καφέ γύρω από τον νεροχύτη; Κι οι παλιές καρέκλες που κάποιος κατέβασε στα σκουπίδια; Θα μπορούσες να τις φανταστείς μοβ; Η τέχνη και η τεχνολογία καθορίζουν τον τρόπο που κοιτάζουμε τον κόσμο. Μας λένε τι να βλέπουμε. Πώς και πόσο χρόνο να του αφιερώνουμε.
Η μετατροπή του εξωτερικού ερεθίσματος σε πληροφορία (τεχνολογία) είναι χρήσιμη, αλλά σε μόνιμη βάση απάνθρωπη. Οι άνθρωποι αποδεδειγμένα χρειάζονται αναποτελεσματικές δραστηριότητες, που δεν εξαντλούνται στην απλή μετάδοση πληροφοριών ή στη δημιουργία κέρδους: τελετουργικά, αφήγηση ιστοριών, θρησκείες, έρωτας κ.λπ. Αξιώσεις ανάτασης απευθύνουν και προς την τέχνη. Μπορεί αυτό που ζητάνε να τους το φτιάξει, σχεδόν χωρίς κόστος, η λεγόμενη Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ);
Ας της το πούμε επιτέλους, δεν το ’χει
Νομίζω ήρθε η ώρα να το πούμε στην ΤΝ. Οι ζωγραφιές της είναι χάλια. Είναι καταθλιπτικός ψυχεδελικός εφιάλτης. Η μαζική διοχέτευση τέτοιων εφιαλτικών εικόνων στο διαδίκτυο είναι φθήνια. Σαν να περνάς από μαγαζιά με φθηνιάρικα ρούχα που παράγονται μαζικά, για να μην αγοραστούν και να καταλήξουν να επιπλέουν σε κάποια χωματερή του «τρίτου κόσμου». Αυτή η χωματερή εν προκειμένω είναι το μάτι μου και πονάει, όπως όλο μου το μυαλό.
Οι διαρκείς συζητήσεις για το πώς η ΤΝ έτσι και η ΤΝ αλλιώς μάλλον προκαλούν μια καθίζηση της έμπνευσης. Δημιουργούνται οι συνθήκες για μία παραίτηση από τις αξιώσεις που παραδοσιακά έχουμε από την τέχνη. Σαν να πρέπει όλοι να προλάβουν να σκαρφαλώσουν στο καταθλιπτικό άρμα μίας φθηνής κακοτεχνίας, επειδή «έτσι έχουν τα πράγματα τώρα» κι αφού έτσι έχουν, δεν γίνεται αλλιώς. Ομως, το να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει πως όχι απλώς έχεις την ικανότητα να βλέπεις αυτό που δεν βλέπουν οι άλλοι, αλλά και πως μπορείς να τους το μεταδώσεις. Να τους κάνεις, για λίγα λεπτά, να πιστέψουν σε μία υπέρβαση. Βλέπε David Hockney.
O David Hockney στα 88 του
Οταν είμαι χάλια κοιτάζω David Hockney. Λατρεύω τα γρασίδια και τα ποτιστήρια του, τους μοβ κορμούς, τις πισίνες, τ’ αγόρια και, προσφάτως, τις πολύχρωμες καρέκλες του. Αυτές τις ζωγράφισε καθισμένος στην αναπηρική του καρέκλα, είναι πια 88.
Ο David Hockney (γεν. 1937) είναι ένας από τους επιδραστικότερους καλλιτέχνες της Μ. Βρετανίας μ’ εκθέσεις σ’ όλα τα σημαντικά κέντρα. Και έχει νέα έργα! Εδώ και χρόνια ζωγραφίζει στο ipad του, κάνοντας την τεχνολογία να υπακούσει στο αισθητικό του όραμα και όχι το αντίστροφο, ενώ το χέρι και η φωνή του που τρέμουν προδίδουν μία καλοδεχούμενη ευαλωτότητα, εάν δεν φανερώνουν σκέτη δύναμη της θέλησης. Λάτρης της ποίησης του Καβάφη (που τον βοήθησε να αποδεχθεί τον ομοερωτισμό του) και του Whitman, δούλεψε σαν το σκυλί από την ώρα που κατάλαβε πως θέλει να γίνει ζωγράφος μετατρέποντας καφε-γκρι βρετανικά τοπία σε εκρήξεις χρώματος και φωτός.
Θρυλείται πως κάθε πρωί πεταγόταν απ’ το κρεβάτι λέγοντας στον εαυτό του «λοιπόν, σήκω τώρα και ξεπατώσου στη δουλειά» (Olivia Laing, David Hockney στη συλλογή δοκιμίων Funny Weather). Αυτή η εργασιακή ηθική τηρήθηκε για πάνω από εξήντα χρόνια, ενώ ο ζωγράφος άρχισε από πολύ νωρίς να βγάζει λεφτά από την τέχνη του. «Αν κάποιος καλλιτέχνης σας πει πως δεν περνάει καλά στο στούντιο, μάλλον κάτι πάει στραβά με δαύτον» (εδώ και εδώ μπορείτε να δείτε τον Hockney στο στούντιο του). Ο Hockney έχει τα χαρακτηριστικά που τυπικά προσδοκούμε να έχει ένας καλλιτέχνης, ακούραστος, εμμονικός, εκκεντρικός και παιχνιδιάρης σαν παιδί.
Σίγουρα η ανικανότητα καλλιτεχνών να εμπνεύσουν σηματοδοτεί κάποιου είδους τέλος γι’ αυτούς τους ίδιους. Σαν να ’χουν χάσει τη ζωοποιό δύναμη που τρέπει ένα ερημικό λιβάδι με ηλιοτρόπια σε μία κατάθεση ψυχής για τη ζωή και τον θάνατο. Οσοι εκχωρούν μέρος της δημιουργικότητάς τους στην ΤΝ, εκτός απ’ το ότι φανερώνουν το μπλοκάρισμά τους, ενδίδουν σε μία απροκάλυπτη τεμπελιά, σε μία περιφρόνηση της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Ετσι, νομιμοποιούμαστε να πούμε πως οι επιδόσεις τους είναι μη ικανοποιητικές.
Στον δρόμο με τον Fred Herzog και τη Vivian Maier
Μέσω της φωτογραφίας μπορούμε να επιμελούμαστε την πραγματικότητα. Εστιάζουμε σ’ ένα μονάχα σημείο. Ο,τι δεν θέλουμε να φανεί μένει εκτός κάδρου. Δεν το κοιτάμε, δεν υπάρχει. Στρέφοντας τον φακό μας ουσιαστικά διαλέγουμε πού να κοιτάξουμε, επιβαλλόμαστε στα πράγματα μέσω του βλέμματος. Σε αντίθεση με την υπερεπιταχυμένη κατανάλωση ή παραγωγή εικόνων, η όντως καλλιτεχνική φωτογραφία είναι μια παύση.
Ο Fred Herzog (γεν. το 1930 στη Γερμανία) ήξερε να σταματάει και να κοιτάζει. Οι φωτογραφίες του (φωτογραφίες δρόμου που μπορείτε να δείτε σε καλή ανάλυση εδώ) είναι γεμάτες χρώμα, κρύο, πρωινό φως και Καναδά – εκεί είχε μεταναστεύσει. Μια πιάτσα με ακινητοποιημένα ταξί, ένα ψιλικατζίδικο σέβεν ιλέβεν με σπράιτ και διαφημίσεις κόκα κόλα, ένα κουρείο, η σκόνη σε μια δέσμη φωτός, δύο που περιμένουν το λεωφορείο. Είχε παλιά μηχανή και πάντα λίγο φιλμ. Περπατούσε στο Βανκούβερ και δεν υπήρχε τρίμμα καθημερινότητας που να μην τον συναρπάζει.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί και στις εμμονικές φωτογραφίες της Vivian Maier, που έβγαζε καλλιτεχνικές σέλφις πριν απ’ όλους. Μάλιστα κατάφερνε να κρύβεται μέσα σ’ αυτές, αντί ν’ αποκαλύπτεται, μία δημιουργός-φάντασμα, ένα μάτι στους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Σικάγο που ανοίγεται με περιέργεια στον κόσμο. Πιάνει τη στιγμή κι ύστερα χάνεται (δείτε δουλειά της στο πεδίο του street photography εδώ).
Αν αύριο μάθαινα πως οι φευγαλέες αυτοπροσωπογραφίες της σε βιτρίνες δεν είναι εργασία μιας εμμονικής ψυχής, αλλά φτιαγμένες από κάποια αυτόματη τεχνολογία, θα αποκαρδιωνόμουν. Στις βόλτες μου στους δρόμους των πόλεων κοιτάζω όπως φαντάζομαι ότι κοίταζε κι αυτή. Αν ήταν ρομπότ, θα ένιωθα εφοδιασμένη με πλαστά χαρτιά, κουρελόχαρτα που δεν επιτρέπουν καμία αληθινή εισδοχή στον κόσμο που μ’ ενδιαφέρει.
Γνώρισα τον Herzog και τη Maier στη δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης του Αμβούργου, όπου μπορούσα να χαζεύω με τις ώρες πανάκριβα βιβλία τέχνης, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Τον Hockney τον πρωτοέμαθα από το διαδίκτυο! Από τις ιστοσελίδες της Tate και άλλων βρετανικών οργανισμών Τέχνης. Υπάρχει μία υπόσχεση σε όλ’ αυτά που αξίζει να συντηρηθεί: η υπόσχεση δημοκρατικοποίησης της τέχνης. Πρόκειται για υπόσχεση που έδιναν οι πόλεις, τα κράτη και οι τεχνολογικές εταιρείες παλιά και υπονοούσε πως οι άνθρωποι και τα γούστα μπορούν να καλλιεργηθούν.
Υπάρχει η αξίωση για ένα διαρκώς ανανεούμενο βλέμμα, γι’ αυτό που γεννάει ξανά και ξανά τον κόσμο. Είναι αξίωση που εγείρει η ανθρωπότητα προς την τέχνη από πάντα. Αξίωση βάσιμη και ταιριαστή. Αξίωση που αφορά την ικανότητά μας να ζούμε χωρίς απελπισία, αποζητώντας ομορφιά και τη συνάντηση με τον Αλλο.
Η φθηνιάρικη τρέχουσα αισθητική της ΤΝ (αυτή που είναι για την ώρα μαζικά διαθέσιμη, μέσα από διάφορα κιτς, μελοδραματικά και ψυχεδελικά εργαλεία) αξίζει να απορριφθεί, αφού σηματοδοτεί μία υποχώρηση βάσιμων αξιώσεων και μεταδίδει ένα αίσθημα ανημπόριας. Επίσης, είναι τεμπελιά και δεν αρμόζει στην εργασία των αληθινών καλλιτεχνών. Οπως και στα αθλήματα, έτσι και στις τέχνες, θαυμάζουμε την εμμονή, την επιμονή, τις αντοχές και την υποταγή των ανθρώπων στο κάλεσμά τους. Η ΤΝ αποκαρδιώνει, αδυνατεί, λοιπόν, να επιτελέσει μια βασική λειτουργία του έργου τέχνης, να εμπνεύσει. Να μας θυμίσει ότι η ζωή είναι περιπέτεια κι ο κόπος χαρά.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Ο εγκέφαλος της φιλοσόφου Martha Nussbaum, όπως εκδηλώνεται στις συλλογές δοκιμίων της. Τα λαμπάκια και τα γλυκά των γιορτών. Τα ντοκιμαντέρ στο κανάλι arte, ειδικά η φυτουκλίστικη εκπομπή ιστορίας Is It True That που εξετάζει εάν ισχύουν διάφορα που νομίζουμε για τους ανθρώπους που έζησαν πριν από εμάς. Το πρωινό, χειμερινό φως της Αττικής.
