Θυμάσαι τον τρόπο που σε άγγιζε η τέχνη στην εφηβεία; Οταν ήταν σαν να είσαι μέσα στο βιβλίο;
Στους εφήβους αρέσει να νιώθουν πως κανείς δεν τους καταλαβαίνει. Να σπαράζουν με μπαλάντες που λένε τα πιο μελοδραματικά πράγματα. Να κλαίνε χωρίς λόγο, να βρίσκουν τη ζωή too much. Οσο μεγαλώνουμε, χάνουμε αυτήν την ευαισθησία που βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα. Και, παράλληλα, προσπαθούμε να συντηρούμε την περιέργεια, την ανατριχίλα. Θα άφηνες ένα βιβλίο να σε κάνει κουρέλι; Να σε αποκόψει από την ενήλικη ζωή, για να σου πει τις πιο άγριες και βαθιές ιστορίες ενηλικίωσης;
Λίγη Ζωή
Το μυθιστόρημα Λίγη Ζωή της Χάνια Γιαναγκιχάρα κυκλοφόρησε πριν από δέκα χρόνια και μάλλον το ξέρετε ήδη. Αφότου μου το δώρισε μια φίλη, περίμενα να βρεθούν τρεις ολόκληρες ημέρες που θα μπορούσα να παραμελήσω τις ενήλικες υποχρεώσεις μου προκειμένου να του παραδοθώ. Βρέθηκαν. Τυλίχτηκα στην κουβέρτα μου. Αναψα το αρωματικό κερί και τη λάμπα και άφησα το βιβλίο να με διαλύσει.
Μπήκα σε εκείνον τον αργό χρόνο της εφηβείας μου: ευρύχωρα απογεύματα με σκοτάδι, όπου μπορούσες πραγματικά να παραιτηθείς απ’ όλους και απ’ όλα, για να καταπιείς το Χόμπιτ ή τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών, τα ποιήματα της Δημουλά και τα ημερολόγια του Σεφέρη.
Νέα Υόρκη
Η Λίγη Ζωή ακολουθεί τον Γουίλεμ, τον Τζέι Μπι, τον Μάλκολμ και τον Τζουντ που μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη προκειμένου να τα καταφέρουν. Ο Τζέι Μπι και ο Μάλκομ κατάγονται από εύπορες, υποστηρικτικές οικογένειες. Ο Τζέι Μπι θέλει να γίνει καλλιτέχνης. Ο Μάλκολμ κυνηγάει μια καριέρα στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση, σ’ ένα απολύτως ανταγωνιστικό περιβάλλον που δεν του δίνει πάντα χαρά.
Ο Γουίλεμ και ο Τζουντ μένουν σε τρώγλη. Ο πρώτος πασχίζει να γίνει ηθοποιός, ο δεύτερος σπουδάζει νομική και μαθηματικά. Κι οι δυο τους κάνουν παράλληλες δουλειές, φούρνοι, εστιατόρια, ιδιαίτερα σε πλουσιόπαιδα. Καθώς τα χρόνια περνάνε, η ζωή φέρνει λεφτά, δόξα και επιτυχίες στους πρωταγωνιστές. Ομως, ο Τζουντ, ο αινιγματικός και λιγομίλητος Τζουντ, γίνεται το σκοτεινό κέντρο, γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλο το μυθιστόρημα.
Πόνος
Οσο περνούν οι δεκαετίες, και καθώς το βιβλίο κυλάει με αριστοτεχνικές μεταβάσεις, ο Τζουντ διαπρέπει στη βαρετή, καλοπληρωμένη δουλειά του (δικαστική εκπροσώπηση εταιρειών), ενώ, παράλληλα, παλεύει με τον ακραίο σωματικό πόνο, την αναπηρία και τη μνήμη του σώματος.
Το βιβλίο είναι από την αρχή ανησυχαστικό, στη μέση και μετά, όμως, γίνεται αδιανόητα βίαιο. Σε σημεία δύσβατα λόγω τρόμου. Ο πόνος, σωματικός και ψυχικός καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο καθώς προχωράει το μυθιστόρημα, φτάνοντας να θέτει τα πιο σπαρακτικά ερωτήματα: πόσο μας καθορίζει το παρελθόν μας κι όσα μάς έχουν κάνει;
Τραύματα της παιδικής ηλικίας
Ομως, η «Λίγη Ζωή», που αυτές τις μέρες κυκλοφορεί σε επετειακή, σκληρόδετη έκδοση στην ελληνική γλώσσα, δεν είναι μόνο μια σάγκα του πόνου, μία πορνογραφία του τραύματος και της αισχρότητας. Το πραγματικό θέμα της σπαρακτικής ιστορίας που αφηγείται η Γιαναγκιχάρα είναι η φροντίδα. Μέσα στα σκοτάδια του έργου, υιοθετώντας την οπτική του παιδιού που το τραυμάτισαν, γινόμαστε καχύποπτοι προς τους ανθρώπους. Τι θέλει πάλι αυτός, λέμε, όταν κάποιος πλησιάζει τον πονεμένο Τζουντ, να του πάρει λίγη ζωή ακόμα;
Υπάρχουν, όμως, καλοί άνθρωποι. Ανθρωποι που, αντί να του βάλουν τρικλοποδιά, τον φροντίζουν. Στην πόση ενήλικη φροντίδα, όμως, θεραπεύεται το κακοποιημένο μικρό παιδί μέσα του; Οι ύαινες του τραύματος ξεχύνονται να τα διαλύσουν όλα. Το σώμα θυμάται και αιμορραγεί. Το μυαλό παίζει τα πιο άρρωστα παιχνίδια, ενώ το βιβλίο χαρτογραφεί άψογα την επικράτεια της συνεξάρτησης, καθώς και τις αρρωστημένες σχέσεις-παγίδες που, φαινομενικά, δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα.
Ανάμεικτα συναισθήματα
Το βιβλίο προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ορισμένοι πραγματικά το απεχθάνονται διερωτώμενοι γιατί να εκτεθεί κανείς οικειοθελώς σε τόση σεξουαλική, σωματική και ψυχική κακοποίηση. Για άλλους, η Γιαναγκιχάρα είναι μία σύγχρονη παραμυθού: λέει ένα ήδη κλασικό, σκοτεινό παραμύθι για τον 21ο αιώνα.
Για κάποιους είναι απλώς η μάγισσα που ήρθε να μας ξύσει την πληγή. Ορισμένοι θεωρούν επικίνδυνες τις τόσο εκτενείς αναφορές στην αυτοβλάβη (λες κι οι αναγνώστες είμαστε νήπια), ενώ άλλοι πιστεύουν πως αποτυπώνει μαγικά τη σχετικότητα της επιτυχίας, την αξία της φιλίας, τον σωματικό πόνο και τελικά τη ζωή.
Οι αμφιλεγόμενες απόψεις είναι τέλειο μάρκετινγκ. Ετσι, το βιβλίο έχει πουλήσει παγκοσμίως πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Ο Economist κάνει λόγο για δύο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τατουάζ φράσεις του Γουίλεμ, ολόκληρες κοινότητες αναγνωστών που το συζητούν στο YouTube, το TikTok και το Instagram.
Ενα από τα προφανή μειονεκτήματα του έργου είναι ότι μοιάζει, κατά τόπους, με τηλεοπτικές σειρές που καθόρισαν τους μιλένιαλς, σε μια πιο σκοτεινή εκδοχή τους. Νέα Υόρκη, 4 φίλοι, δίψα για επιτυχίες, καταλάβατε. Η Γιαναγκιχάρα ήθελε να γίνει σειρά η δουλειά της, αλλά δεν δέχτηκε να ελαφρύνει τον τόνο ή να μειώσει την αυτοβλάβη. Σελίδα τη σελίδα αποδεικνύει πάντως ότι είναι αληθινή συγγραφέας. Αρχικά, λόγω της επιθυμίας της να υποβάλει τους αναγνώστες της σε δυσκολία. Υστερα, επειδή έχει γράψει κάπου 800 όντως καλά γραμμένες σελίδες – αυτό, από μόνο του.
Και Θέατρο
Το έργο παρουσιάστηκε στη σκηνή (από τον πολύ σημαντικό Ολλανδό σκηνοθέτη) Ivo Van Hove θέτοντας μια σειρά από νέα ζητήματα. Πώς αναπαριστάς τη βία; Τη σεξουαλική εκμετάλλευση; Τον σωματικό πόνο; Δύσκολα πράγματα όλα. Ισως το δυσκολότερο να ’ναι να δείξεις την αγάπη.
Σε κάθε περίπτωση, η θεατρική διασκευή έκανε πάταγο στο Αμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη και στο Εδιμβούργο. Στο φουαγιέ του θεάτρου οι θεατές λάμβαναν φυλλάδια με οδηγίες για την προστασία της ψυχικής τους υγείας. Στο μέιλ τούς ερχόταν ειδοποίηση ότι η παράσταση περιέχει βία, αίμα, αυτοβλάβη, σεξ και χίλια δυο άλλα που σίγουρα δεν άρεσαν στην παραγωγή.
Ο Economist χαρακτήρισε την τετράωρη μεταφορά του μυθιστορήματος τιμωρία. Η εγγενώς ηδονοβλεπτική φύση του θεάτρου δημιουργεί προβλήματα σε μια δραματουργία που καλείται να περιλάβει αυτοτραυματισμό, βιασμούς και μεγάλα χρονικά διαστήματα (το βιβλίο καλύπτει δεκαετίες). Μήπως είναι υπερβολικά γλιτσερό να γινόμαστε μάρτυρες μιας πορνογραφίας του πόνου; Μήπως είναι υπερβολικά «εύκολο»;
Εγώ ένιωσα ζήλια που δεν ήμουν εκεί. Μ’ αρέσουν τα έργα που πονάνε, ενώ, εάν θέλει κανείς να μιλήσει σήμερα για ηδονοβλεψία, πορνογραφία και «ευκολίες» στο τράβηγμα της προσοχής, σίγουρα ο εχθρός δεν είναι η τέχνη, αλλά οι τεχνολογίες. Στο ερώτημα γιατί πάμε να αυτοβασανιστούμε στο θέατρο, ενώ η ίδια η ζωή είναι τόσο σκληρή, έχει, νομίζω, απαντήσει ο Τζ. Στάινερ. Για να κάνουμε προπόνηση. Υποφέρουμε μέσα σε ασφαλές περιβάλλον, οικειοθελώς. Κλαίμε για κάποιον άλλον, όχι για μας. Βάζουμε το δάχτυλο πάνω στο τραύμα του άλλου που είναι, για λίγες ώρες, δικό μας τραύμα ή, στην αρχαία τραγωδία και στις σύγχρονες μεταφορές της, τραύμα συλλογικό. Υπάρχει κάτι εκεί. Η υπόσχεση μιας βαθύτερης γνώσης ή τέλος πάντων οι συνθήκες για μια αργή επούλωση.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Οι άνθρωποι που δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις, που διατηρούν μια ευγενική απόσταση στη συναναστροφή. Η ομίχλη, τα μανταρίνια. Οι σούπες, τα ελατοδάση, οι σκούφοι και τα χειμερινά κέικ. Η μουσική του Olafur Arnalds. Οσοι ασχολούνται με πολλά διαφορετικά πράγματα στη ζωή τους και δεν γκρινιάζουν ούτε απολογούνται.
