Οταν έμενα με συγκατοίκους στο μεταπτυχιακό, το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να μη συμπίπτουμε. Τις Κυριακές, αν γύριζαν από ξενύχτι, τους ζητούσα να με ξυπνήσουν χτυπώντας το κουδούνι της τρώγλης μας. Ανοιγα την πόρτα να μπουν, έλεγα καλημέρα/καληνύχτα σε διάφορες γλώσσες κι έβγαινα στην πόλη, όταν όλα ακόμα ήταν παγωμένα και ομιχλώδη. Εκείνα τα λεπτά προτού διαλυθεί εντελώς το σκοτάδι – όταν περνάνε τα σκουπιδιάρικα, όταν το καφέ στήνει τα πρώτα τραπέζια και κάθεσαι να διαβάσεις τις πρώτες σελίδες απ’ το βιβλίο σου σε τραπέζι με λάμπα. Στιγμές μεγάλης ευτυχίας. Πότε, όμως, γίνονται μοναξιά;
Στις πόσες επαφές καίγεσαι;
Πόσους ανθρώπους χρειάζεται κανείς στη ζωή του; Η τεχνολογία έχει μία αρρωστημένη απάντηση σε αυτό. Μας εκπαιδεύει να αναζητούμε την αποδοχή παντού. Κυριολεκτικά, πρέπει να αρέσουμε σε όλους. Χρειαζόμαστε τους πάντες. Ολοι έχουν λόγο στο εάν η ζωή μας, η εργασία μας και η προσπάθειά μας αξίζουν, αφού, μέσω του βλέμματός τους μάς επικροτούν και μας απορρίπτουν με τον αμυντικό/επιθετικό τρόπο των αντικοινωνικών δικτύων. Παράλληλα, πρέπει να δηλώνουμε διαθέσιμοι, αλλιώς θα χάσουμε και τους λίγους «φίλους» που μάς αναλογούν. Επιτάχυνση της επικοινωνίας σημαίνει πως όποιος δεν σου απαντά σε δευτερόλεπτα σε γράφει. Η λέξη «ghosting»/γκοστάρισμα (χάσιμο από τη διαδικτυακή επαφή) φορτίζει αρνητικά το ενδεχόμενο να θες την ησυχία σου. Ως φαντάσματα χαρακτηρίζονται όσοι θέλουν να είναι όντως στον κόσμο, με σάρκα και οστά, και γι’ αυτό «χάνονται» από την ομαδική «συνομιλία».
Οι μελέτες, σφυγμομετρήσεις κ.λπ. της κοινωνίας κάνουν λόγο για επιδημία μοναξιάς. Παράλληλα, αρκετοί άνθρωποι, τουλάχιστον στο διαδίκτυο, φαίνεται να φαντασιώνονται τη σκηνοθετημένη εξαφάνισή τους στο βουνό ή στην καλύβα του δάσους. Αμέτρητα ντοκιμαντέρ μπορείτε να βρείτε γι’ ανθρώπους που τα εγκατέλειψαν όλα και αποφάσισαν να υιοθετήσουν έναν «άλλον τρόπο ζωής», σε κάποιο ξερονήσι της Ελλάδας ή σε παρατημένα χωριά της Νορβηγίας. Υποθέτω πως ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν πια να τους βρίσκουν με το παραμικρό ή να τους μιλάνε συνέχεια, όμως τέτοιες ριζικές αλλαγές υποδηλώνουν και τη δυσκολία διαφύλαξης μίας υγιούς μοναχικότητας μέσα στις πόλεις ή όπου, τέλος πάντων, πιάνει ίντερνετ.
Ισχυρίζομαι πως μέσα στη ροή της πόλης μπορεί να βυθιστεί κανείς σε μία ήσυχη μοναχικότητα χωρίς πολλές επαφές. Ν’ αποκοπεί από την τυραννία της διαρκούς συνδεσιμότητας κι από το βάσανο της ανάλυσης σχέσεων. Το λεξιλόγιό μας, παρμένο καθώς είναι από την ποπ ψυχολογία και την τηλεόραση, οδηγεί σε σκέψεις για τις σχέσεις και σκέψεις για τον εαυτό μας. Γυρίζουμε διαρκώς γύρω απ’ αυτούς τους πόλους σαν σκύλοι με λουρί. Μερικές φορές σκέφτομαι πως η μιζέρια έχει να κάνει με την έλλειψη φαντασίας και αυτή με την έλλειψη λεξιλογίου. Το όριο ανάμεσα στην ευτυχή μοναχικότητα και την μοναξιά το ’χει, φυσικά, ψηλαφίσει με τα ίδια τα δάχτυλά της η τέχνη των λέξεων.
Νέα Υόρκη, Βρυξέλλες, πόλεις
Ο Τζούλιους είναι γιατρός και ζει στη Νέα Υόρκη κάνοντας την ειδικότητά του σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα. Ατομο οξυμμένης παρατηρητικότητας και με ευρεία μόρφωση, ξεκινάει το περπάτημα τα βράδια, για να αποφορτίσει το σώμα του από την ένταση της μέρας στην κλινική. Στο βιβλίο του Teju Cole Open CIty (Ανοχύρωτη Πόλη στα ελληνικά, εκδόσεις Πλήθος), ο Τζούλιους συναντάει διάφορα πρόσωπα για τα οποία δεν μαθαίνουμε και πολλά. Ολο το έργο είναι ένας ήσυχος στοχασμός. Μια σειρά από σκέψεις για την αποικιοκρατία, τον κοσμοπολιτισμό, την ταυτότητα, τη συνύπαρξη, τις πόλεις και την Ιστορία τους. Υλικό που θα άρμοζε σε μία συλλογή δοκιμίων χύνεται μέσα στο καλούπι της μυθοπλασίας μ’ έναν καθησυχαστικό, ονειρικό τρόπο που είχα να νιώσω απ’ όταν πρωτοδιάβασα τον 6ο τόμο του Αγώνα του Κνάουσγκορντ.
Καθώς περιδιάβαινα με τον Τζούλιους στους δρόμους της Νέας Υόρκης, της Νιγηρίας και τελικά των Βρυξελλών, εθιζόμουν στον ρυθμό του βαδίσματος και της μοναχικότητάς του, στις ήσυχες νύχτες του στη φιλαρμονική ή στο σαλόνι του (όπου ακούει κλασική μουσική από σταθμούς της Ευρώπης, σκεπτόμενος πως, ενώ αυτός κάθεται μόνος του πίσω από στρώσεις γυαλιού στο διαμέρισμά του, κάποιος, στο Βερολίνο εκφωνεί, μέσα σ’ ένα μοναχικό στούντιο, τις φράσεις που θα εισαγάγουν τον κόσμο στον κόσμο του Μάλερ).
Είναι ο τύπος που στο πάρτι βγαίνει να καπνίσει χωρίς να καπνίζει, για να δει τη θέα. Ο τύπος που ρίχνει συνέχεια το βλέμμα του σε κάτι έξω απ’ αυτόν: στα τοπόσημα της ζωής των μεταναστών στην πόλη, στις πινακίδες, στα αγάλματα, ακόμη και στα σκουπίδια. Ενας μοναχικός μαύρος άνδρας που περνάει ολομόναχος την άδειά του στις Βρυξέλλες (!) κι όλο βρέχει. Το είδος του ανθρώπου που για να διώξει το τζετ λαγκ πηγαίνει σε έκθεση φωτογραφίας. Στην ξένη πόλη σκέφτεται την Ιστορία της πόλης, ψάχνει να μπει σε άλλη ροή του χρόνου βαδίζοντας, διαβάζοντας, πίνοντας μία μπίρα στο μπαρ. Χρησιμοποιώντας ως πύλες εισόδου σε άλλες χρονικότητες τα λιμάνια της μεταφοράς των σκλάβων, τα υποφωτισμένα εστιατόρια και τη γνήσια προθυμία να συναντηθεί με αγνώστους (σ’ ένα κεφάλαιο, μία ομάδα μαύρων αγοριών τον σπάει στο ξύλο).
Εάν η Olivia Laing έχει δίκιο κι η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά δημιουργεί νέους χώρους, τότε ο Teju Cole είναι για μένα ένα ήσυχο μέρος όπου σκέφτομαι. Εχω πολλά τέτοια μέρη, είναι τα πλούτη μου. Εάν η Olivia Laing έχει δίκιο κι η τέχνη απλώνει «απλώς» το φάσμα των δυνατοτήτων μας, το βιβλίο για το οποίο σας μιλώ μού θύμισε πόσο χυμώδης είναι η ζωή όταν μένω ακίνητη για λίγες ώρες και στρέφω όλο το βλέμμα, την προσοχή και τις δυνάμεις μου σε μια ροή εικόνων, προσώπων, λέξεων. Μου θύμισε να μην κοιτιέμαι, να κοιτάω. Φαντάζει σχεδόν περίεργο αλλά όντως μπορούμε ακόμη να διαλέγουμε τι θα κοιτάμε, τι θα σκεφτόμαστε και ποιο είδος λεξιλογίου θα μεταχειριστούμε.
Μοναξιά
Είμαστε μόνοι μας μέσα σ’ ένα καλό βιβλίο; Μέσα σε μια μουσική φράση του Μάλερ; Μέσα στην όπερα όπου πήγαμε χωρίς κανέναν άλλον, για να ρουφήξουμε το έργο με κάθε πόρο; Και ναι και όχι, μάλλον όχι. Κι από την άλλη: μπορεί κανείς να είναι κατάμονος μέσα σε μια παρέα, μια σχέση, μία συζήτηση. Δεν έχετε πάθει ποτέ κλειστοφοβία στη συζήτηση; Εγώ έχω πάθει. Αυτό που κάποιος σου μιλάει κι αποφασίζεις πως θα μπορούσατε να μην ξανασυναντηθείτε ποτέ, κι ότι η ζωή θα ήταν καλύτερη έτσι. Μπορούμε να νιώσουμε τη μεγαλύτερη μοναξιά μέσα σε σχέσεις ή περιτριγυρισμένοι από «επαφές» – αυτό είναι το θέμα αμέτρητων καλών βιβλίων. Σας λέω λίγα μόνο.
Στο αριστούργημα του Κούτσι Ατίμωση, ένας άνδρας προσπαθεί να συνδεθεί με την κόρη του, αφού καλά καλά έχει κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση μίας πολύ νεότερης φοιτήτριάς του. Σταδιακά, ηλικιωμένος πατέρας και μεσήλικη κόρη τίθενται «εκτός» μέσα από διάφορους τρόπους, εξελίξεις και πράγματα που τους συμβαίνουν – δεν τ’ αναφέρω, γιατί το συγκεκριμένο έργο βασίζεται πολύ στο ξάφνιασμα.
Η σίγουρη επιλογή για μια πηχτή καταβύθιση στο ζελέ της μοναξιάς είναι μάλλον ο Ουελμπέκ. Αυτοί οι μίζεροι άνδρες που αγοράζουν το πιο ακριβό πακέτο οργανωμένων διακοπών στο πιο μακρινό μέρος του κόσμου, για να νιώσουν αφόρητα λούζερς στην Ταϊλάνδη, με ξετρελαίνουν (βλ. Πλατφόρμα). Ομως, στην Εκμηδένιση ο μετρ ασχολείται με το οριστικό ξεχώρισμα, την τελική αποκοπή από τους άλλους, την ασθένεια, τα γηρατειά, το τέλος του σώματος, το τέλος, δηλαδή, των πάντων.
Πλάι και πάνω απ’ αυτά θα έβαζα το Ιντερμέτζο της αγαπημένης μου Σάλι Ρούνεϊ. Το βιβλίο ακολουθεί δύο νέους άνδρες, αδέλφια, που βρίσκονται σε βαρύ πένθος, και νομίζω το προτιμώ, γιατί, μετά από πολλές σελίδες βουβής μοναξιάς, η συγγραφέας υπονοεί την πιθανότητα της υπέρβασης μέσω της αγάπης και της συμφιλίωσης. Η ερώτηση παραμένει: ποιο είναι το σύνορο ανάμεσα στη θεϊκή γαλήνη της μοναχικότητας και την παρανοϊκή μοναξιά; Πώς μετατοπίζεται αυτό όταν αλλάζουμε πόλεις, ηλικία, συνήθειες; Η λογοτεχνία δεν απαντά, μόνο ξύνει κι άλλο το υπέδαφος της ερώτησης με τα νύχια της.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Το βιξ και τ’ αφεψήματα που ανακουφίζουν από το κρυολόγημα. Η σκέψη πως, παρά τα άπειρα μειονεκτήματά μας ως είδους, έχουμε βρει τρόπο να παράγουμε και να συσκευάζουμε σε ψυχεδελικά σωληνάρια αλοιφές προσωρινής απαλλαγής από τον σωματικό πόνο. Το τοστ ζαμπόν-τυρί ως φθηνή ευτυχία σ’ έναν κόσμο με καταθλιπτικές γκουρμέ σαλάτες. Η λεωφόρος Συγγρού, που άρεσε και στον Γιώργο Σεφέρη, για δικούς του λόγους, ποιητικούς.
