Ο υπολογιστής μου μερικές φορές με ρωτάει εάν θέλω να συγκεντρωθώ. Μπορείς, λέει, να προγραμματίσεις να μην σε ενοχλήσω ξανά, για βαθιά συγκέντρωση. Είκοσι ή τριάντα λεπτά focus time; Τι λες; Τον δικό μου χρόνο δεν τον φαντάζομαι σε εικοσάλεπτα, αλλά σαν μία πλαστελίνη που, αν της αφεθώ, θα μου επιτρέψει να κάνω νέες σκέψεις. Οπως ο χρόνος τα καλοκαίρια στην επαρχία όταν είσαι παιδί ή ο χρόνος στις ταινίες του Μπέλα Ταρ. Οπως σε όλ’ αυτά που μας θυμίζουν ότι συγγενεύουμε περισσότερο με τον Θεό παρά με το ATM.
Νηπιοποίηση
Ο πιο απεχθής σ’ εμένα υπολογιστής είναι το κινητό. Ηξερα ότι αύριο θα βρέξει; Οτι ο τάδε συγγραφέας που καθόλου δεν εκτιμώ το έργο του με κάλεσε στην παρουσιάσή του; Αχρηστες πληροφορίες, σκουπίδια. Προκειμένου να απαλλαγώ απ’ αυτές πρέπει να εκτελέσω μία σειρά κινήσεων. Να θέσω φραγμούς, να κάνω διαχείριση επιλογών, να βρω τις διατυπώσεις. Ομως εγώ δεν θέλω άλλες «επιλογές». Εχει καταντήσει τυραννία. Θέλω να διαλέξω να απέχω. Να ριχτώ σ’ έναν χρόνο πηχτό, συμπαγή, που τίποτα δεν τον ταράζει.
Μερικές φορές ξεχνάω ότι είμαι ενήλικη και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με την ώρα μου. Το γεγονός ότι το κινητό μού λέει να πάρω ομπρέλα ή να απολογηθώ ευγενικά σ’ ανθρώπους που έχω γραμμένους δεν συμβάλλει στις προσπάθειές μου να ζήσω ελεύθερα. Παράλληλα, ωθούμαι να κάνω δραστηριότητα, σαν να είμαι τετράχρονο με πορτοφόλι. Μου προσφέρεται πλήθος δυνατοτήτων που δεν με αφορούν: έξοδος σε κλαμπ, νυχτερινή «διασκέδαση»/θανατοπομπή, «κέντρα» κ.λπ.
Κτηνίατρος
Προκειμένου να κλείσω ένα ραντεβού στην κτηνίατρο έπρεπε να περάσω μια μακρά διαδικασία αναμονών, διατυπώσεων και επαφών. Οταν η γιατρός εμφανίστηκε στο τηλέφωνο μού μίλησε σαν καρδινάλιος. Τι ήθελα; Γιατί την ενοχλούσα, ενώ θανάτωνε, έσωζε, εμβολίαζε, ή εξέταζε; Είπα το αίτημά μου. Ελαβα ραντεβού για τον καιρό του Νώε. Την προηγούμενη κτηνίατρο την εγκατέλειψα, γιατί ήταν ακόμη πιο γραφειοκρατική. Μόλις έμπαινες στο γραφείο της σε ρώταγε πράγματα με ύφος ανακριτικό, τα περνούσε στον υπολογιστή της και μετά σε καλούσε να κατεβάσεις μία εφαρμογή κ.λπ. Πλέον μόλις ακούω τη φράση «πρέπει να κατεβάσεις μία εφαρμογή» αποχωρώ.
Οι αεροπορικές εταιρείες, οι πάροχοι υπηρεσιών, οι τράπεζες κ.λπ. σε καλούν να κατεβάσεις την εφαρμογή σαν να μην υπάρχει «επιλογή». Φυσικά, η πρόσκληση αυτή αντιβαίνει προς την καταναλωτική σου ελευθερία (φράση οξύμωρη, αλλά θεμελιώδης για τις σύγχρονες συμβάσεις). Με απλά λόγια: μπορείς όντως να μην κατεβάσεις την εφαρμογή. Ομως, μετά αντιμετωπίζεις μία σειρά από μονότονες δυσκολίες (άλλωστε, ας το παραδεχθούμε, κανείς δεν θέλει πραγματικά να μεταβεί στο φυσικό κατάστημα, κι είναι λογικό).
Οι αλληλεπιδράσεις με ιδιώτες είναι ψηφιοποιημένες και γραφειοκρατικοποιημένες. Απαιτούν μυστικούς αριθμούς, barcodes, προγραμματισμό. Η συναίνεση είναι ένα κουτί όπου αποδέχεσαι μία σειρά από ανυπόφορους όρους. Ο γραφειοκρατικοποιημένος βίος εκτείνεται στην χαμαλοδουλειά τού να διαβάζεις και να διαγράφεις ηλεκτρονικά μηνύματα, στο διαρκές καθάρισμα της μνήμης των συσκευών σου, στην ανταλλαγή μηνυμάτων και σε άλλες άχαρες δραστηριότητες, τύπου αναβάθμιση.
Μερικές φορές πρωτοκολλούμε οι ίδιοι τη δραστηριότητά μας –ειδικά οι μεγαλύτερες ηλικίες– βάζοντας στα αντικοινωνικά δίκτυα κάποιον «απολογισμό». Μια περίοδο που εργαζόμουν για τα προς το ζην σε δικηγορική εταιρεία, η υπεύθυνη για τις νέες προσλήψεις μάς είχε θέσει ένα σύστημα εποπτείας. Οταν πηγαίναμε εκτός γραφείου, σε εξωτερικές εργασίες, έπρεπε να στέλνουμε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα σ’ αυτήν και στους συνασκούμενούς μας: πού πήγαμε, τι κάναμε; Πώς ήταν εκεί; Με τον καιρό, τα μηνύματα διανθίστηκαν με χιούμορ και συναδελφική αλληλεγγύη. «Βροχερή μέρα με μεγάλες ουρές στο υποθηκοφυλακείο». «Τρελή ταλαιπωρία στην Ευελπίδων κτίριο τάδε» κ.λπ.
Μετά από χρόνια, παρατηρώ πως άνθρωποι κάνουν ακριβώς την ίδια πρωτοκόλληση της μη εργάσιμης ημέρας τους στα αντικοινωνικά δίκτυα με τη μορφή βίντεο. Σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο (μάλιστα υπάρχουν και πληροφορίες για το πόση ώρα τούς πήρε τι). Αυτό χωρίς να αμείβονται και χωρίς κανείς να τους έχει ζητήσει να κάνουν κάτι τόσο ψυχανώμαλο. Και, σε αντίθεση με το ασφαλές, κρυπτογραφημένο σύστημα εσωτερικής ανταλλαγής πληροφοριών σε μία δικηγορική εταιρεία, τα δημόσια βίντεο είναι κάτι σαν δημόσια πληροφόρηση. Ουσιαστικά η απεύθυνση δεν είναι προς ένα κοινό που τάχα τους θαυμάζει –αφού αυτή η εποχή του διαδικτύου έχει παρέλθει– αλλά προς μηχανές χωρίς συναισθήματα που εντατικοποιούν την επεξεργασία των δεδομένων τους και τους αποκρίνονται πολλαπλασιάζοντας τη μοναξιά, μια βουερή ηχώ.
Μαραθώνιος κυβερνο-υποδούλωσης
Ενδεικτικά, χθες ήταν ο Μαραθώνιος της Αθήνας. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν βιοπορίζονται από τον αθλητισμό, την προώθηση προϊόντων φίτνες ή τη συμμετοχή τους σε δρώμενα, οι οποίοι μέσα από ενδελεχή βίντεο κατέγραψαν ακριβώς όχι μόνο τις επιδόσεις τους, αλλά και κάθε σταθμό της πορείας, καθώς και ευχαριστίες προς τα πρόσωπα που τους βοήθησαν να τρέξουν 5, 20 ή 41 χιλιόμετρα. Τα βίντεο είχαν μοντάζ, μουσική και χρονικές περιόδους. Μία φθηνή μορφή χειροποίητου ριάλιτι. Η πλήρης εισβολή του παρανοϊκού στο καθημερινό.
Μπανάλ
«Παραδόξως, ο φαινομενικά ανεξάντλητος πλούτος δυνατοτήτων οδηγεί σε έναν περιορισμό του ρεπερτορίου των θεμάτων και των εικόνων. Οτιδήποτε δεν είναι τελευταίας κυκλοφορίας βυθίζεται στη λήθη. Κι όμως, αυτό που πάλιωσε αντιπροχθές, προχθές και μόλις χθες μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους», διαβάζω σε μια εξαιρετική μελέτη που αφορά το θέατρο (Hans-Thies Lehmann, Μεταδραματικό Θέατρο). Οι τεχνικές δυνατότητες είναι άπειρες, αλλά η μέρα των περισσότερων ανθρώπων είναι μπανάλ, καφκική.
Στο θέατρο, τον χώρο όπου η καλά συγκεντρωμένη προσοχή ηθοποιών και κοινού μπορεί να κάνει θαύματα και ν’ αντιπαρατεθεί προς τον μηχανικό χρόνο της γραφειοκρατικοποιημένης καθημερινότητας, ανακτούμε τον έλεγχο χάνοντας τον έλεγχο. Στο θέατρο δεν έχεις «επιλογές». Η σκηνοθέτις έχει διαλέξει για σένα. Οπως με την κλασική μουσική, τη Θεία Λειτουργία και την πεζοπορία στα βουνά ο μόνος τρόπος είναι ν’ αφεθείς σε μια ροή.
Λέει αλλού ο Lehman (ο οποίος έγραφε αυτά το 1999!): «Η πρόσληψη συλλογικά διαθέσιμων δεδομένων και πληροφοριών δεν διαμορφώνει μια συλλογική εμπειρία», κι εδώ βρίσκεται και ο λόγος που νιώθει κανείς τόσο αποσυνδεδεμένος μετά από πολλές ώρες αποβλάκωσης στο διαδίκτυο. Υπάρχει μια «ψευδαίσθηση προσβασιμότητας», μια ψεύτικη παρουσία του άλλου, που σε κάνει να νιώθεις μοναξιά, σε αντίθεση με την επαφή στο θέατρο ή το περφόρμανς αρτ όπου διατηρείται η απόσταση ακόμη κι όταν κάποιος μιλάει ακριβώς μπροστά σου. Μέσα από αυτήν την απόσταση με τον/την περφόρμερ, δημιουργείται μια σύνδεση. Οι άνθρωποι στη σκηνή διατηρούν την αύρα και το μυστικό τους. Η σύνδεση μέσα στην σκοτεινή αίθουσα του θεάτρου αφορά τη συνάντηση με τον άλλον μέσα στη γλώσσα ή την αφήγηση.
Ξέφωτο
Μέσα από τις σιωπές και τα σκοτάδια στο θέατρο, τις «βαρετές δραστηριότητες» τύπου προσευχή και διαλογισμός, απαλλασσόμαστε από την αίσθηση του χώρου και του χρόνου που δημιουργεί ο πολιτισμός της διαμεσολάβησης. Είναι μια μάχη: να ανακτήσουμε τον ανθρώπινο χρόνο καθώς και την αίσθηση του τι είναι σημαντικό στη ζωή. Πάλι με τα λόγια του Lehman που παραπέμπει στον Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Η αιώνια επιστροφή του καινούριου οδηγεί σε μια κατάσταση φαινομενικά επάγρυπνης –και στην πραγματικότητα μισοκοιμισμένης– αντιληπτικότητας». «Νέο!» λέει το μέιλ μου και είναι μια προσφορά απ’ το σουβλατζίδικο, μία ακόμη «λύση» για το πρόβλημα με τα παλιά μου ρούχα, κάποια είδηση που μου ξέφυγε. Ομως, θέλω και μου ξεφεύγουν αυτά τα πράγματα. Κάνω παθητική αντίσταση, για να ’χω το μυαλό μου καθαρό. Το νέο στη γραφειοκρατικοποιημένη διασκέδαση είναι σήμα θανάτου, δημιουργείται απόψε, για να ξεμπερδεύουμε μαζί του έως αύριο, οπότε και θα αντικατασταθεί.
Πράγματα Που Με Κάνουν Να Πιστεύω Στην Ανθρωπότητα Αυτήν Την Εβδομάδα
Ν’ ακούω το κανάλι bbcradio3Unwind, ειδικά την εκπομπή piano focus. Το γεγονός ότι κάποιος γείτονάς μου ακούει σχεδόν κάθε πρωί δυνατά κλασική μουσική και, σαν μέσα σε όνειρο, την ακούω κι εγώ. Το βιβλιοπωλείο Κομπραί. Το γεγονός ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα διαβάζουν, γράφουν, ιδρύουν θεατρικές ομάδες, λέσχες ανάγνωσης, βιβλιοπωλεία και εργαστήρια μελέτης, συντηρούν με τον χρόνο και τα χρήματά τους τον πολιτισμό. Παίρνω, επίσης, χαρά από την παρουσία ισχυρών γυναικών σε διάφορες θέσεις με εξουσία στον χώρο του πολιτισμού.
