Πριν από πολλούς μήνες πήγα από τη Γερμανία στη Βαρσοβία με το πιο αργό λεωφορείο. Στη διαδρομή, σκεφτόμουν την ιστορία της Πολωνίας και κοιτούσα από το παράθυρο για πολλές ώρες. Η Πολωνία ασκούσε πάντα μια έλξη πάνω μου: άκουγα τη μουσική του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ και του Σοπέν, είχα διαβάσει υπερβολικά πολλά βιβλία για τον 20ό αιώνα, χωρίς να καταλάβω τι έγινε, είχα περάσει μια περίοδο ήπιου έρωτα με τη δοκιμιογράφο Αν Απλμπάουμ (η οποία, μεταξύ άλλων, έχει γράψει και το βιβλίο «Σιδηρούν Παραπέτασμα, Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη 1944-1956», στα ελληνικά από την Αλεξάνδρεια).
Τη Βαρσοβία τη φανταζόμουν σαν ένα περίεργο μέρος. Είναι. Νόμιζα ότι θα μοιάζει περισσότερο με τη Γερμανία. Δεν έμοιαζε, με εξαίρεση το πράσινο. Από τους Πολωνούς που ξέρω είχα αποκομίσει την εντύπωση πως είναι ήσυχοι και ευθείς άνθρωποι – η εντύπωση διατηρήθηκε. Στην τσάντα μου κουβαλούσα τον Πολωνό του Κούτσι. Σκεφτόμουν τον Σοπέν. Μία φίλη μου που ξέρει ιστορία με είχε δασκαλέψει. Να πας στο Polin, είπε, εκεί θα μάθεις. Πήγα. Ενα πρωινό με ήλιο, που ο Βιστούλας έλαμπε κι ο κόσμος έκανε ποδήλατο και πρωινό τρέξιμο και βόλτες στα πάρκα, ξεκίνησα για το μουσείο.
Η διαδρομή
Για να φτάσω στο μουσείο, έπρεπε να διασχίσω δύο καταπράσινα πάρκα, απ’ όπου ενίοτε ξεφύτρωναν δημόσια γλυπτά σοβιετικής αισθητικής. Κάποιος τεράστιος στρατιώτης. Μία αφηρημένη δημιουργία με πυρσούς και γραμμές που με τρόμαζε με το ύψος, τον όγκο της και την ασχήμια της. Είχα ήδη ερωτευτεί την πόλη. Σ’ έναν μικρό φούρνο στάθηκα στην ουρά και δείχνοντας με το χέρι αγόρασα ένα γλυκό εμπιστευόμενη τις προτιμήσεις των κομψών γιαγιάδων που προπορεύονταν. Η Βαρσοβία έχει μεγάλα πεζοδρόμια και φαρδείς δρόμους. Βγαίνοντας από τα πάρκα και αφού, μάλλον, χάθηκα λίγο, αποφάσισα να περπατήσω όλη τη διαδρομή.
Πέρασα από την Παλιά Πόλη, που ισοπεδώθηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ξαναχτίστηκε με βάση προπολεμικές φωτογραφίες, σχέδια και απομεινάρια. Αρκετοί βρίσκουν πως υπάρχει κάτι μαγικό στην ιδέα μιας πόλης που την ξανασυνθέτεις με τα σπασμένα κομμάτια της. Συμφωνώ. Το να περπατάς εκεί με τα πόδια μια μέρα με ήλιο είναι σκέτη ευτυχία. Μπήκα σε μερικές εκκλησίες. Προσπάθησα να μείνω πιστή στον στόχο, να φτάσω στο Polin.
Το Polin
Το Μουσείο Polin είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο από γυαλί που περιβάλλεται από χώρους πρασίνου (δείτε φωτογραφίες εδώ). Μπαίνοντας εκτίθεται κανείς στο φως, στις εντυπωσιακές καμπύλες του εσωτερικού. Kαταδύεται σταδιακά στο σημείο έναρξης της έκθεσης, στη σπηλιά και στα σπλάχνα του χώρου, εκεί ξεκινάει η αφήγηση. Περιμένοντας στο κυλικείο και στα ερμάρια παρατηρούσα σκυλιά που έτρεχαν κι έπαιζαν έξω από το μουσείο, σ’ έναν τόπο μαρτυρίου. Το πάρκο Βίλι Μπραντ, που τυλίγει με πράσινο και λουλούδια τον Polin, καθώς και το ίδιο το μουσείο, έχουν ανεγερθεί στο σημείο του πρώην εβραϊκού γκέτο. Με τόση χλόη και ήλιο, οι σκύλοι, τα κίτρινα λουλούδια, οι ηλικιωμένοι που δάκρυζαν και άφηναν μια ανθοδέσμη στο προαύλιο, δημιουργούσαν μια αισθητική του πείσματος.
Το Polin λέει τη μακρά ιστορία των Εβραίων της Πολωνίας, από τα μεσαιωνικά χρόνια μέχρι σήμερα. Με διαδραστικούς χάρτες, βίντεο, ηχητικό υλικό και ολόκληρες αίθουσες που αναπαριστούν σε φυσικό μέγεθος χώρους και τοπόσημα σημασίας για την πνευματική ζωή της Πολωνίας, είναι κυριολεκτικά μια καταβύθιση στην Iστορία. Σε τόσο σαγηνευτικό μουσείο ιστορίας είχα να πάω καιρό.
Μπορούσες να παρακολουθήσεις την εξέλιξη της παρουσίας των Εβραίων στην Ευρώπη κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, να μάθεις πράγματα για τις σημαντικές πολωνικές πόλεις, αλλά και να περπατήσεις σε σοκάκια (έχουν όντως δημιουργήσει σοκάκια μέσα στο μουσείο) διαβάζοντας πληροφορίες. Μπορούσες να συναναστραφείς τα μέλη μίας ελίτ συγγραφέων, διανοουμένων, ανθρώπων του θεάτρου και της μουσικής στις εβραϊκές συνοικίες της Ευρώπης. Δεν ήξερα όσα όφειλα για τη ζωηρή καλλιτεχνική ζωή της Βαρσοβίας πριν από τον πόλεμο. Μπορούσες να συμμετάσχεις σε κουίζ. Τα πήγα χάλια.
Οσα ακούμε για την Πολωνία και τους Εβραίους συνήθως επικεντρώνονται σε υπερθεαματικές φωτογραφίες από την Τρεμπλίνκα και το Αουσβιτς, φωτογραφίες που παγώνουν τη σκέψη, για να δώσουν τη θέση σ’ ένα, συχνά αδιέξοδο, συναίσθημα οργής και αδικίας. Γι’ αυτό μ’ ενδιέφερε το Polin, γιατί δεν επέτρεπε η αφήγηση για την Πολωνία να καθορίζεται ουσιαστικά από τον κατακτητή, τη Γερμανία. Δεν ήταν αφήγηση θανάτου, υπερθέαμα βιομηχανικής εξόντωσης Εβραίων. Αλλά αφήγηση ζωής, μέσα από την κουλτούρα, τις συνήθειες και την καθημερινή ζωή των Πολωνοεβραίων.
Η στενωπός του ναζισμού και του φασισμού
Φυσικά, από κάποιο σημείο και μετά το μουσείο σκοτείνιαζε. Η αρχιτεκτονική του προσαρμοζόταν στην ιστορική αφήγηση. Καλούμασταν να μπούμε σε στενά δωματιάκια με χαμηλό ταβάνι, να μελετήσουμε τη ναζιστικοποίηση της γερμανικής έννομης τάξης, την εισαγωγή κανόνων διάκρισης. Ν’ ακούσουμε τον ήχο της σειρήνας. Να δούμε φωτογραφίες από την εισβολή των Γερμανών στην πόλη. Εικόνες από τις εξεγέρσεις, την αντίσταση, τα αντίποινα που, προφανώς, με συγκίνησαν αφού σκεφτόμουν και την Κατοχή στην Ελλάδα, τον εξευτελισμό, την πείνα, τη βαθιά εμπεδωμένη ιδέα πως δεν ήμασταν ισάξια άνθρωποι. Σκύβοντας στο έδαφος μπορούσες να δεις αντικείμενα ή ν’ ακούσεις μαρτυρίες θυμάτων του Ολοκαυτώματος – είχε και κάποιους Ελληνες. Αρχισα να αισθάνομαι άβολα, στενά και κλειστοφοβικά. Βρισκόμουν στον πάτο του κτιρίου. Αποφάσισα ν’ ανέβω στο ισόγειο, να πάω στο εστιατόριο να πάρω λίγο αέρα.
Το εστιατόριο
Στο εστιατόριο προσέφεραν κυρίως εβραϊκή κουζίνα, που μου φάνηκε οικεία. Στον πάγκο με τα κρασιά ο ευγενικός σομελιέ/ταμίας μίλαγε άψογα αμερικάνικα αγγλικά, όπως όλοι οι υπάλληλοι του μουσείου. Δεν διάλεξα ένα κρασί που πρότειναν, γιατί είχε τη σημαία του κράτους του Ισραήλ επάνω. Πήρα μια πολωνική μπίρα. Το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο.
Πίσω στη φρίκη
Υστερα, επέστρεψα στην έκθεση, η οποία σταδιακά έκαμψε όλες τις αντιστάσεις μου. Οι γίντις συγγραφείς, η πολωνική διανόηση, οι αριστεροί και όλος ο εβραϊκός πληθυσμός με περίμεναν σε αισχρές φωτογραφίες εξευτελισμού και απανθρωποποίησης. Στο πλήθος των επισκεπτών επικρατούσε σιωπή. Μπορούσες να διαβάσεις νοσταλγικές επιστολές για το πώς οι στερημένοι νοσταλγούσαν τη ζωηρή καλλιτεχνική ζωή της Βαρσοβίας, τις βιβλιοθήκες τους, τις βόλτες στα καφέ. Χωρίς να το πάρω χαμπάρι, κάθισα τόσες ώρες εκεί μέσα. Ακούστηκε η φωνή που μας καλούσε να αποχωρήσουμε.
Ετσι, αναγκάστηκα να περάσω γρήγορα τις τελευταίες αίθουσες που καταπιάνονται με το τώρα. Με ζητήματα μνήμης, αλλά και με το θέμα της Παλαιστίνης (προφανώς το μουσείο δεν έχει ενημερώσει το υλικό του για την τρέχουσα κατάσταση του κράτους του Ισραήλ, την ακροδεξιά στροφή, τις διεθνείς καταδίκες για γενοκτονία και εγκλήματα πολέμου, καθώς και τη διεθνή αναζωπύρωση του αντισημιτισμού). Οι Πολωνοί έχουν πάντως κάμποσες αίθουσες σ’ ένα τεράστιο μουσείο όπου μέσα από συνεντεύξεις με προσωπικότητες και ιστορικά ντοκουμέντα τίθεται το ερώτημα τι σημαίνει να είσαι Πολωνός, ποια είναι η Πολωνία στον 21ο αιώνα και ποια είναι η κοινότητα των Πολωνών Εβραίων σήμερα.
Πίσω στην πόλη
Η αλήθεια είναι ότι η Βαρσοβία είναι μια εντελώς σύγχρονη πόλη. Βγαίνοντας από το μουσείο στο πρώην γκέτο του μαρτυρίου, έβλεπες πια μόνο εξαιρετικά συντηρημένους χώρους πρασίνου. Αυτή η καταπραϋντική επίδραση των δέντρων και της χλόης. Είχε νυχτώσει και στα μαγαζιά έπινε νεαρόκοσμος – κάπως σαν Θεσσαλονίκη με απείρως πιο καθαρούς, φαρδείς δρόμους. Ή, μάλλον λάθος, η Θεσσαλονίκη δεν έχει κάτι αντίστοιχο. Δεν μπορείς να πας εκεί να μάθεις για τους Εβραίους, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Βαλκάνια, την καλλιτεχνική ζωή. Δεν έχει γίνει «το μέρος» όπου προσφεύγει κανείς για να μάθει. Σύγκριση ατυχής.
Στη Βαρσοβία, μπορούσες να ψηλαφίσεις την κομψότητα, το μεγαλείο και τη δημιουργική μελαγχολία που δεν σβήνει. Οι καθολικές εκκλησίες, οι ογκώδεις πανομοιότυπες πολυκατοικίες σε μίζερα χρώματα, τα θηριώδους ύψους και αισθητικής απομεινάρια του κομμουνιστικού καθεστώτος σε κεντρικά κτίρια και δρόμους, οι μικρές γειτονιές με την αισθητική βαθιάς Ανατολικής Ευρώπης, οι σιωπές και τα ανέκφραστα πρόσωπα των ανθρώπων, ο Σοπέν ανάμεσα σε τεράστιες διαφημίσεις για μάρκες addidas, puma, pepsi, οι πανταχού παρούσες εταιρείες τεχνολογίας, οι ουρανοξύστες, ο καινούργιος πλούτος, όλα μαζί συνέθεταν κάτι σαν αύρα της πόλης. Οταν συγκεντρωνόμουν σωστά, μου λέγανε μια ιστορία για την Ιστορία.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Τα έξοχα αφιερώματα του Τρίτου στον Μάνο Χατζιδάκι. Να διαβάζω για την Εθνική Αντίσταση. Το πόντκαστ The Rest Is History (εδώ). Τα βιβλία του Μαρκ Μαζάουερ. Τα μήλα με κανέλα και μέλι.
