Η σαρωτική εισδοχή στην Ελλάδα ληγμένων ιδεών από το εξωτερικό σχετικά με την αυτοφροντίδα και την αυτοαναφορικότητα μπορεί να εντοπιστεί στη συχνότητα με την οποία λέμε «τοξικός», «χειριστικός» κ.ά., καθώς και στη χειροπιαστή εμμονή που έχουν πια οι Ελληνες να μιλάνε για τα ψυχολογικά τους.
«Εχω να φροντίσω την ψυχική μου υγεία», λένε, αρκετές φορές τη μέρα, προκειμένου να διεκδικήσουν να μην τους φέρονται οι άλλοι άνθρωποι σαν σε σκουπίδια στον δρόμο. Παράλληλα, οι Ελληνες ανακαλύπτουν τη σαγήνη εκείνης της παλιάς αμερικανικής τεχνικής της αφήγησης όπου μιλάς σε πρώτο πρόσωπο για τον εαυτό σου και δείχνεις ευαλωτότητα. Το κάνουν στο διαδίκτυο, στις παρέες. Αρκετοί Ελληνες πάνε πια στον ψυχολόγο, που για δυσνόητους λόγους τον λένε Ψ.
Νέες λέξεις
«Εχει πρόβλημα ψυχικής υγείας», λένε τώρα διαρκώς οι Ελληνες, για να αναφερθούν σε αυτόν που άλλοτε θα ήταν ο τρελός του χωριού, όμως τώρα δεν υπάρχει χωριό, καφενείο που να ανέχεται ακόμη και τους πιο περίεργους. Σκέτη η πολιτική ορθότητα δεν θεραπεύει τη μοναξιά τού να έχεις τεθεί εκτός κοινωνικού ιστού ή ακόμη και εκτός γλώσσας/πραγματικότητας. Την αναδιατάσσει, θέτει τις λεκτικές προϋποθέσεις για κάποιον έλεγχο πάνω στα πράγματα. Η «ψυχική υγεία» είναι κάτι που μπορείς να «φροντίσεις».
Είναι μάλλον καλό που οι Ελληνες έχουν αλλάξει το λεξιλόγιό τους στο θέμα. Αλλά μέχρις εκεί. Το λεξιλόγιό τους έχει κάτι από την κεκτημένη ταχύτητα μιας εποχής που οι διαδικτυακοί ψυχίατροι είναι βάιραλ, δεν είναι, θέλω να πω, αναγκαστικά κάτι που από μόνο του βαθαίνει την κατανόηση. Χρειάζεται, ισχυρίζομαι, και η στροφή στο υλικό υπόβαθρο των πραγμάτων, αλλά και προσεκτική εξέταση της αρρωστημένης στάσης μας απέναντι στον πόνο.
Δουλειά, Ηλεκτρικός, θόρυβοι
Ας πούμε, δανειζόμενοι από τον Εκκλησιαστή, πως είναι καλό να βρίσκεις χαρά στον κόπο σου. Ας υποθέσουμε πως η απραξία, η τεμπελιά, φέρνουν ματαίωση. Πόσοι άνθρωποι στην Ελλάδα χαίρονται που θα πάνε στη δουλειά;
Οι εργαζόμενοι κερδίζουν πολύ λίγα. Οι μισθοί δεν έχουν σχέση με το κόστος ζωής. Η μέρα ενός υπαλλήλου μπορεί να περιλαμβάνει ηλεκτρικό, μερικές χαμένες ώρες στην κίνηση, περπάτημα ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάθε μέρα αυτό. Και πλάι σ’ αυτά περφόρμανς: να δείχνεις διαρκώς καλά, τον πόνο να τον σκοτώνεις μόλις γεννηθεί. Με φίλτρα, με χάπια. Οτιδήποτε σκοτεινό, υπαρξιακό, ικανό να φέρει τρόμο, να το παραμερίζεις. Μια κοινωνία χωρίς παραμύθια, ξόρκια, μαγικά, αλλά και με χαλαρωμένη τη σχέση της με τα βιβλία, με πλήρως ναυαγισμένη τη φιλοσοφία και τα πεδία γύρω από αυτήν.
Εχω βρεθεί σε συζητήσεις με φίλες που θέλουν να «μοιραστούν» (αχ) το πρόβλημα ψυχικής υγείας τους. Το πρόβλημα, όμως, συνήθως είναι ο τραπεζικός λογαριασμός. Αυτός ο διψήφιος, τριψήφιος ή μηδενικός λογαριασμός. Κι ύστερα, είναι όλες αυτές οι παγίδες φτώχειας, εθισμού και κουρελιασμένων νεύρων στις οποίες μπορεί να πέσει κανείς: η δύσκολη οικονομική συνθήκη τροφοδοτεί τον εθισμό και μετά το ένα φέρνει το άλλο. H παλιά, δοκιμασμένη τακτική για τον έλεγχο των εθισμών του πληθυσμού (εργασία, προκοπή) είναι αποτελεσματική ώσπου δεν είναι. Αποδεδειγμένα (βλ. Deaths of Despair, Princeton University Press), οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τους εθισμούς τους για να αντέχουν την εργασία που δεν τους ικανοποιεί ή για να αντέχουν να είναι εκτός «ενεργού ζωής», πλούσιοι αργόσχολοι. Η κρίση ψυχικής υγείας/εξαρτήσεων στην Ελλάδα είναι και αποτέλεσμα μίας φορολογικής/ασφαλιστικής πολιτικής που συρρικνώνει το πεδίο για πρωτοβουλίες/κινήσεις στα μεσαία στρώματα. Ετσι, αντιμετωπίζει κανείς πολλαπλές απώλειες της ελευθερίας του, με μέγιστη την απώλεια ελέγχου και χρόνου που φέρνει ο εθισμός.
Φυσικά, δεν είναι μόνον οι υπάλληλοι των λίγων ευρώ που πρέπει να επιδίδονται σε περφόρμανς μεγάλης ζωής γιατί το απαιτεί η ευτυχιοκρατία του 2025. Εύποροι άνθρωποι μπορεί να μη βρίσκουν διέξοδο πουθενά και να στραφούν στις ουσίες, όπως αποδεικνύει η κλισέ απεικόνιση ηδονιστικών, αχαλίνωτων πλουσίων στο σινεμά και το θέατρο, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς εάν βρεθεί (κατά λάθος) στα πάρτι τους, αλλά και όπως το δείχνει ξεκάθαρα το παράδειγμα του Σωτήρη, σε αυτήν εδώ την απολύτως συγκλονιστική συνέντευξη με έναν εθισμένο που σπάει το στερεότυπο για τους χρήστες ναρκωτικών. Πάντως, σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα στην Ελλάδα είναι πιθανότερο να αναφέρουν κατάθλιψη.
Οταν σού τρέχουνε τα σάλια για μια ζωή που δεν είναι η δική σου
Ο φιλόσοφος Μαρκ Φίσερ μιλούσε για ιδιωτικοποίηση του άγχους. Για την ψευδαίσθηση ότι η ψυχική υγεία είναι ζήτημα ατομικό, ή, στην περίπτωση της Ελλάδας, οικογενειακό, αφού η ελληνική οικογένεια υποκαθιστά την έλλειψη υπηρεσιών υγείας. Ομως, η ψυχική υγεία σχετίζεται με την ποιότητα του αέρα, την πρόσβαση σε καλά νοσοκομεία, δομές, ειδικούς. Με μια απασχόληση που φέρνει χαρά και κάποτε τελειώνει. Με την έκθεση σε αυτά που δίνουν νόημα στη ζωή, τους πίνακες, τα καλά βιβλία, τη φύση. Ολ’ αυτά έχουν παραμεληθεί στη χώρα, εάν δεν έχουν συστηματικά υποβαθμιστεί για χρόνια.
Γι’ αυτό οι ινφλουένσερ είναι σιχαμεροί. Επειδή με τις αποπροσανατολιστικές τους μπαρούφες ενδέχεται να υπονοούν πως η καλή διάθεση είναι θέμα απόφασης. Εν μέρει είναι, αλλά πάντα βοηθάει να έχεις και μερικές χιλιάδες στο πλάι, πολιτισμικό κεφάλαιο, κάποιον ν’ αγαπάς. Τα κοινωνικά δίκτυα δημιουργούν μία παραμορφωτική ιδέα για το πώς μοιάζει η ζωή ενός καλλιτέχνη, ενός επιτυχημένου ανθρώπου, ενός πλουσίου, μιας επιχειρηματία. Ετσι, κουρελιάζουν την ψυχική υγεία τόσων ανθρώπων. Υπονοείται πως αρκεί να τρως με τα κατάλληλα άτομα και να ντύνεσαι καλά, για να σαρώσεις στο πεδίο της τέχνης και της επιχειρηματικότητας. Παρακμή.
Και μαζί με την παρακμή έρχεται η ξιπασιά. Κάθε πρωί που δεν σε βρίσκει στο Μπαλί είναι χαμένο. Κάθε μέρα που δεν μας χαιρετάς από την μπίζνες κλας της Κατάρ Εϊργουέις καθ’ οδόν για Ντουμπάι είναι μια συντριβή. Η ξιπασιά είναι διαβρωτική, γιατί υπονομεύει την πρόσληψη της καθημερινής σου εμπειρίας. Σε κάνει να συγκρίνεις τη ζωή σου με κάποιο φάντασμα ζωής και να τη βρίσκεις ανάξια να τη ζεις. Ζούμε σε μια κουλτούρα όπου πρέπει να είσαι διαρκώς επιτυχημένος, σε ποιο πεδίο όμως; Ακόμη και στην ομορφιά, δεν αρκεί να ’σαι αδύνατος, πρέπει να είσαι σαν ηρωινομανής ή χαπακωμένος με ένα μείγμα οζεμπίκ/ζάναξ. Εναλλακτικά, μπορείς να είσαι επιτελεστικά ηττημένος. Ανθρωπος που ανάγει σε στοιχείο της προσωπικότητάς του την παραίτηση και αντλεί ναρκισσιστική ικανοποίηση απ’ το να βρίσκεται εκτός. Ολ’ αυτά είναι κάπως νοσηρά, αλλά μόνο μία άρρωστη κοινωνία θα μπορούσε να μιλάει τόσο πολύ για ψυχική υγεία πασχίζοντας να ονοματίσει ό,τι της διαφεύγει.
Εθισμοί
Δεν είναι τυχαίο που στη χώρα μας καταναλώνονται τέτοιες ποσότητες χαπιών, σκόνης, αλκοόλ και «περιεχομένου». Στα στοιχηματζίδικα έχει ουρές. Το ονλάιν καζίνο περνάει μέρες δόξας. Οι άνθρωποι σκρολάρουν στα κινητά ακόμη κι ενώ οδηγούν, ενώ για τα παιδιά θα αναληφθούν πια κρατικές πρωτοβουλίες, γιατί το παραξήλωσαν. Μπορείς να την ψηλαφίσεις την κατάντια του συγκεκριμένου εθισμού στις συζητήσεις με μεγαλύτερους ανθρώπους, που πια μπερδεύουν το αληθές με την ψευδή είδηση, αλλά και στο γεγονός ότι διάφοροι νέοι άνθρωποι δηλώνουν εχθροί της τεχνολογίας. Το συμμερίζομαι. Ο νεο-λουδιτισμός έχει τη βάση του στην επιθυμία να μην νιώθεις ολομόναχος σε μια ψηφιακή έρημο.
Η υψηλή χρήση ναρκωτικών που καταγράφεται στους νέους ανθρώπους δείχνει την εσωτερίκευση μιας γενικής μελαγχολίας. Η αυτοβλάβη παίρνει τη θέση της ακυρωμένης προοπτικής. Πόσοι φοιτητές συνδέονται πραγματικά μέσω της σχολής τους με κάποιο μέλλον που όντως το επιθυμούν; Πόσοι πιστεύουν ακόμη στο Πανεπιστήμιο και δεν το κάνουν «για το χαρτί» – φράση που χρησιμοποιούν και όσοι εκτίουν ποινή φυλάκισης; Η Ελλάδα έχει μία εντελώς ανώμαλη ιδέα για τη μόρφωση που κάπως τελειώνει στα 19, δηλαδή όταν είσαι μωρό και ενδεχομένως δεν μπορείς να καταλάβεις τα έργα του πολιτισμού, γιατί δεν τα χρειάζεσαι. Η χώρα έχει γραφειοκρατικοποιήσει πλήρως και αναποτελεσματικά την απόκτηση δεξιοτήτων. Μια ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής «χαρτιών» που δεν ξέρω πού οδηγούν, ίσως στη δυστυχία ή στο μπέρδεμα.
Ετσι, πιέζεται κανείς να τερματίσει τις πίστες πανελλαδικές-Πανεπιστήμιο, για να βρεθεί, στην αρχή της ενήλικης ζωής του στην κατάθλιψη, τη ματαίωση και την κοκαΐνη. Τι είναι, όμως, τα ναρκωτικά; Αυτό που κάνει τον θόρυβο να σταματάει. Διέξοδος από την επιτάχυνση. Παύση. Χημική απονεύρωση. Παυσίλυπο. Ο,τι πρέπει, λοιπόν, για ανθρώπους που πονάνε, αλλά αρνούνται την ύπαρξη του πόνου κι ας είναι απ’ τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος.
Πράγματα Που Με Κάνουν Να Πιστεύω Στην Ανθρωπότητα Αυτήν Την Εβδομάδα
Το μουσείο (και οικία) Freud στη Βιέννη, μία από τις ανακαλύψεις του φετινού καλοκαιριού. Η μυρωδιά της γούνας του σκύλου μου. Τα βιβλία του Λάσλο Κρασναχορκάι. Οι ταινίες του Μπέλα Ταρ. Να είναι χειμώνας, Κυριακή μεσημέρι και να βλέπω αυτές τις ταινίες τυλιγμένη με την κουβέρτα μου.
