Ντρέπομαι που θα το πω. Είχε δίκιο ο Φρίντμαν. Οπως κι αν το δεις –κυνικό γουρούνι, μεγάλος οικονομολόγος, αναπόφευκτη ύλη στο μάθημα των οικονομικών– είχε δίκιο. Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Ολα πρέπει να τα πληρώσεις. Δεν έζησε αρκετά, όμως, για να μας πει πώς αλλάζει το νόμισμα στην εποχή μας. Τέτοιες σκέψεις έκανα ανηφορίζοντας στο Κολωνάκι, για να πάω στη Γερμανική Εκκλησία Αθηνών, ψηλά στη Σίνα. Πέρασα το Γαλλικό Ινστιτούτο κι ανέβηκα τα σκαλάκια. Βράδυ καθημερινής. Στην εκκλησία δινόταν μία συναυλία με μουσική του μπαρόκ. Κι εγώ σκεφτόμουν τι είναι ναός.
Οσο ψηλά κι αν σηκώσει κανείς το βλέμμα στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας βρίσκει τα σύμβολα της κατανάλωσης. Καλέσματα για εμπειρίες. Τα σούπερ μάρκετ, τα μαγαζιά με τα κινητά ή τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, αυτά λάμπουν σαν ναοί στη μέση της νύχτας. Ενώ οι θρησκείες χωρίς ηθικό σύστημα, τύπου μανιακή εκγύμναση, με πείθουν ότι ναός μου είναι το σώμα μου. Πώς είναι, όμως, να πας τώρα στην εκκλησία;
Σιωπή
Εδώ και λίγα χρόνια μοιάζω μ’ εκείνους τους χαρακτήρες της Σάλι Ρούνεϊ που δεν ασπάζονται κάποια θρησκεία, αλλά που θέλουν να πιστέψουν στον Θεό και καταλήγουν στην εκκλησία όπου βάζουν τα κλάματα, καταρρέουν ή σκέφτονται φράσεις του Ευαγγελίου. Εγώ δεν κλαίω στις εκκλησίες. Στην εκκλησία γαληνεύω, όπως έχω να μάθει να κάνω από μικρή. Παίζει ρόλο που κι εγώ και η Σάλι είμαστε σ’ αυτήν την ηλικία. 30κάτι. Φεύγει ο φόβος της παιδικής ηλικίας. Η εκκλησία δεν είναι πια ένας τόπος άγονου φόβου, αλλά καλοδεχούμενο μυστήριο. Στα 30κάτι ξέρεις πια ότι αυτό που βρίσκεται έξω από την εκκλησία είναι πιο τρομακτικό. Μια πραγματικά απάνθρωπη συνθήκη όπου η φθορά, η απώλεια, η αγωνία, η ενοχή, η ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, θάβονται κάτω από στρώματα πληροφοριών.
Η Γερμανική Εκκλησία Αθηνών λειτούργησε σαν παυσίπονο. Μπαίνοντας στην αίθουσα, το μάτι, το μυαλό και σταδιακά όλο το σώμα γαλήνεψαν. Οι λευκοί τοίχοι, το βιτρό, τα λιτά ξύλινα καθίσματα. Η απουσία πληροφορίας. Και επιτέλους! Κάποιος χώρος όπου είναι κοινωνικώς επιβεβλημένο να μη θορυβείς. Μα πού αλλού μπορεί να το βρει κανείς αυτό; Στη δημόσια βιβλιοθήκη, φυσικά. Στην κοινή συνθήκη σιωπής και ευαλωτότητας που επικρατεί στη σκοτεινή αίθουσα του θεάτρου. Στα δημόσια πάρκα την ώρα της δύσης του ηλίου ή μια μέρα με κακοκαιρία, στο ίδιο πάλι μέρος, στα πόδια κάποιου αγάλματος, σ’ ένα παγκάκι. Στα νεκροταφεία, φυσικά. Τι συμβαίνει με τους δρόμους, όμως, και τα μεγάλα διαδικτυακά περιβάλλοντα;
Οι φτωχοί πληρώνουν (με την προσοχή τους)
Πότε είναι κανείς φτωχός; Υπάρχει πλήθος ορισμών. Στα πλούσια δυτικά κράτη, είσαι φτωχός όταν δεν μπορείς να αγοράσεις υγιεινό γεύμα για τον εαυτό σου και την οικογένειά σου. Οταν ζεις πατικωμένος ανάμεσα σε πολλά άλλα άτομα και τρέμεις μήπως χαλάσει το ψυγείο ή ο φούρνος. Οταν έχεις δύσβατα χρέη. Η φτώχεια συνδέεται με την υπερεργασία, τα χαλασμένα δόντια, τους μυϊκούς πόνους και τη ζωή κάπου πάρα πολύ μακριά από το κέντρο του Παρισιού ή του Βερολίνου. Εχει να κάνει με το να «προτιμάς» ένα πλαστικό μπέργκερ από τον σταθμό των τρένων, αντί για μία σαλάτα με πολλά συστατικά. Ισχυρίζομαι, όμως, ότι υπάρχει φτώχεια και στο πλαίσιο της οικονομίας της προσοχής και, όπως όλες οι φτώχειες, είναι κακό πράγμα, ύπουλο, που σε διαβρώνει. Στην οικονομία της προσοχής, η ικανότητα να συγκεντρώνεσαι είναι νόμισμα. Η φτώχεια για την οποία μιλάω, λοιπόν, έχει να κάνει και με το να υπονομεύεις διαρκώς την ικανότητα του μυαλού σου να σκέφτεται.
Οσο πιο πλούσιος είναι κανείς μπορεί να μετακινείται σε περιοχές όπου δεν του πουλάνε πράγματα. Μπορεί να προστατεύει τον εαυτό του από την αισθητική της μεγάλης αλυσίδας καφέ, το μυαλό του από τη διαρκή επίθεση ανώφελων ερεθισμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και στο διαδίκτυο. Μπορεί κανείς να κινείται σε επιμελημένα διαδικτυακά περιβάλλοντα, αλλά μόνον εάν «επιλέξει» να πληρώσει σε ευρώ. Αλλιώς, πηγαίνει στα «δωρεάν». Εκεί πληρώνει με το κεφάλι του. «Συναινεί» στον αχταρμά.
Μια μορφή φτώχειας εντελώς παραμελημένη: να τρως σάπιους πνευματικούς καρπούς. Κι όχι έναν έναν. Αλλά όλους μαζί. Από έναν μεγάλο σωρό με σκουπίδια που δεν τελειώνει ποτέ. Μάλιστα, αυτή η ατέλειωτη ροή κακάσχημης πληροφόρησης πρόκειται άμεσα να λάβει νέες διαστάσεις. Σας ενοχλεί ν’ ακούτε ραδιόφωνο και ξαφνικά ο παραγωγός να μπαίνει κακαρίζοντας σε «διαφημιστικό περιβάλλον», να γίνεται πλασιέ που σας πουλάει πράγματα; Σας κουράζει η γλώσσα της διαφήμισης όπου τα πιο ανθρώπινα συναισθήματα τρέπονται σε λόγους να αγοράσεις αποσμητικό, σοκολάτα ή ασφάλιση ζωής; Ε, όλ’ αυτά θα ενταθούν, γιατί οι τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης μπορούν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να καταστρώσουν την πιο σιχαμένη επικοινωνιακή καμπάνια και να γράψουν και τα σχετικά διαφημιστικά μηνύματα. Μπορούν να πουν το «έξυπνο σλόγκαν» και να παραγάγουν τις σχετικές φωτογραφίες. Να πάρουν τη γλώσσα και να ξεμπερδεύουν τελείως με το νόημά της, να την τρέψουν και αυτήν σε σήμα θορύβου, σε νανουριστική υπόσχεση πως υπάρχει κάτι ακόμη να αγοράσεις, μια ακόμη πίστα να ξεκλειδώσεις σ’ ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ.
Το μηδέν και το άπειρο
Γενικώς, σχεδόν τίποτα δεν τελειώνει, αφού σε μεγάλο βαθμό η καθημερινότητά μας καθορίζεται από μηχανήματα, λογισμικά και ροές πληροφόρησης που έχουν την αύρα του απείρου. Ουσιαστικά, καλείται να χρηματοδοτεί κανείς το πλάνο εξόδου του από τη φθηνή, αντιαισθητική πληροφόρηση που δεν τελειώνει, την έξοδό του από τον ατέρμονο βρόγχο, κοινώς τη λούπα. Για να απαλλαγεί από τον θόρυβο, καλείται να κάνει μία σειρά από επιλεγμένες τοποθετήσεις τόσο της προσοχής όσο και των χρημάτων του. Η επιλογή αυτή είναι σχεδόν ανέφικτη λόγω της διάδοσης της εθελόδουλης στάσης απέναντι στην τεχνολογία. Και, φυσικά, σχετίζεται με την έκθεση σε πολιτισμικό κεφάλαιο που έχει κανείς ήδη, με τη μόρφωση, τα ερεθίσματα κ.λπ. που διαθέτει λόγω σπουδών, κοινωνικής θέσης, ταλέντων, κλίσεων κ.λπ.
Η δυσαναλογία της επένδυσης υπέρ της βλακείας είναι συγκλονιστική. Σκέφτομαι τι χρηματοδότηση επιφυλάσσουν χώρες τύπου Ελλάδα στον πολιτισμό, αλλά και σε τι βαθμό έχουμε γαλουχηθεί στην αισθητική της διαφήμισης, στη γλώσσα που κάνει τα πάντα κάτι ανάλαφρο, προς πώληση, αθάνατο και ταυτόχρονα τελειωμένο πριν βγει ο χρόνος-αναλώσιμο. Σκέφτομαι τι ποσά δαπανώνται ώστε να διαφημιστεί ο τζόγος, ώστε να ‘ναι ελκυστική η αυτοπορνογραφία της σέλφι κ.λπ. Τι ενέργεια σπαταλιέται ώστε το μαγαζί της Apple να μοιάζει όντως με ναό.
Η οικονομία της προσοχής, όπως και άλλες οικονομίες, είναι άνιση. Ηδη δημιουργεί παγίδες φτώχειας. Ανθρώπους που δεν «ξέρουν κι από καλύτερα». Οπως οι πλούσιοι άνθρωποι κατοικούν σε σπίτια και γειτονιές με λιγότερο θόρυβο, περιβαλλόμενοι από ένα καταπραϋντικό περιβάλλον με δέντρα, ενώ οι φτωχοί μένουν πολλοί μαζί σε 45 τετραγωνικά, απολαμβάνοντας τη «μουσική» της λεωφόρου κάτω απ’ το σπίτι τους, έτσι και με τα ερεθίσματα, κάποιοι έχουν αφεθεί βορά του ΤikΤok, του YouTube και της πιο σάπιας «διανόησης» που σπέρνει μίσος και διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων (ας μην υποτιμούμε πια την ικανότητα της τεχνολογίας να κάνει τους ανθρώπους να μισιούνται). Μάλιστα, επειδή η κοινωνική κινητικότητα δεν πάει πολύ καλά στις μέρες μας, ενδέχεται να περάσει κανείς χρόνια ώσπου να καταλάβει πως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος ομορφιάς εκεί έξω, ένα μυαλό καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο, κρυμμένο κάπου πίσω απ’ όλη αυτή την επίθεση του διαφημιστικού μηνύματος. Ας γυρίσουμε σ’ αυτό με το οποίο ξεκινήσαμε. Τι είναι ναός; Μήπως είναι το μέρος όπου καθαρίζεται κανείς, ξεπλένεται και γαληνεύει; Το μέρος όπου δεν γίνονται αγοραπωλησίες; Το σημείο εξόδου από μια καθημερινότητα που ανελλιπώς θα περιλάβει 40 μέιλ για το ίδιο πράγμα;
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Η ταινία Animal, που είναι δωρεάν διαθέσιμη στο ertflix. Ασχολείται μ’ αυτούς που δουλεύουν σεζόν στα νησιά και έχει μια ωραία σκληρότητα. Το Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής της Αθήνας, που ήταν εξαίσιο. Το γεγονός ότι ο πολύ καλός σκηνοθέτης Γκοσλέν έχει φέτος παράσταση στην Αθήνα («Παρελθόν») βασισμένη σε κείμενα του Ρώσου διηγηματογράφου Λεονίντ Αντρέγιεφ. Δεν θα είμαι στην Αθήνα, θα το χάσω το έργο, αλλά λατρεύω τον Γκοσλέν και την ικανότητά του να φέρνει τη λογοτεχνία στη σκηνή, χωρίς να κακοποιεί τη λογοτεχνία και χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο θέατρο.
