Διακοπές ήταν και πέρασαν, και τη θέση τους έχει λάβει η αυτομυθολόγηση με μορφή εικοσάδας φωτογραφιών στα κοινωνικά δίκτυα. Ανεξάρτητα από τον βαθμό εθισμού μας στο κινητό, αποκλείεται να μη θεωρούμε κάπως ψυχοπαθολογική συνθήκη την (εντελώς ντεμοντέ πια) ανάγκη για σέλφι στις διακοπές. Ομως, εξίσου περίεργη είναι και η κατακερματισμένη ανταλλαγή νέων μέσω των εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων. Σε μία αρχιτεκτονική προδιατυπωμένη απ’ τις μεγάλες εταιρείες κι εντός μιας προσυμφωνημένης, ακραίας, αμοιβαίας εποπτείας λέμε πού πήγαμε και πώς περάσαμε σαν να παίζουμε σε κάποιο τηλεπαιχνίδι με μόνο θέμα εμάς και την ασήμαντη ζωή μας. Πώς διαφέρει αυτό από τη θεραπευτική αφήγηση πλάι στη φωτιά στον καναπέ κάποιας φίλης μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι ή πώς διαφοροποιείται από την ιαματική επίδραση της λογοτεχνίας και του θεάτρου;
Ποιος είναι ο Μπιουνγκ Τσουλ Χαν;
Πολλοί, και εκτός Γερμανίας, συζητούν για τον Μπιουνγκ Τσουλ Χαν τώρα (ακούστε ένα σχετικό podcast στα αγγλικά εδώ). Είναι η σπάνια περίπτωση φιλοσόφου που πουλάει. Τα έργα του δεν έχουν αυτή την εξουθενωτική ακαδημαϊκή στεγνότητα. Δεν είναι στρυφνός. Τα βιβλία του είναι μικρά, με κοφτές φράσεις. Αναρριχώνται στα ευπώλητα.
Ο Τσουλ Χαν γεννήθηκε στη Σεούλ, όμως στη νεότητά του μετακόμισε στη Γερμανία, όπου σπούδασε φιλοσοφία και μελέτησε σε βάθος θρησκείες και λογοτεχνία. Εχει διδάξει στην Καρλσρούη και στο Βερολίνο, ενώ έχει ασχοληθεί με μία σειρά από δύσκολα πράγματα, βλ. τη φιλοσοφία του 19ου αιώνα ή τον Χάιντεγκερ – αυτά τα πράγματα μπορεί να σε ξεκάνουν. Ομως, ο Τσουλ Χαν φαίνεται να τα καταφέρνει μια χαρά. Ανάμεσα στα πολλά επιδραστικά βιβλία που έχει παραγάγει, ξεχωρίζω το Η Κρίση Της Αφήγησης, που είναι τόσο δα (στα ελληνικά, σε μετάφραση του Βασίλη Τσαλή, δεν ξεπερνά τις 130 σελίδες με μεγάλη γραμματοσειρά). Εκεί λέει ορισμένα σκληρά πράγματα για τον τρόπο που ζούμε.
Επικοινωνούμε υπερβολικά
Ο Τσουλ Χαν έχει την ποιητική αύρα του ανθρώπου που πηγαίνει μόνος του σ’ ένα καφέ, κάθεται στη γωνία και κοιτάζει γύρω προτού ανοίξει το βιβλίο του και παραγγείλει το ποτό του. Είναι μια πράξη σχεδόν σκανδαλώδης στη σύγχρονη εποχή, αφού πρέπει διαρκώς να εκτελείς τη μίζερη εργασία της εποπτείας των άλλων –που λειτουργούν απλώς σαν κάτοπτρα για τις δικές σου ονειροφαντασίες ή δυσαρέσκειες– μέσω του κινητού. Ο Τσουλ Χαν είναι ο παράξενος φίλος σου που δεν έχει σμαρτφόουν, που χάνεται από το ραντάρ δυο εβδομάδες για να πάει στα βουνά, για να διαβάσει πεθαμένους, καταθλιπτικούς γερμανόφωνους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ο Τσουλ Χαν είναι ο τύπος που πιστεύει πως για να πεις μια ιστορία θες χώρο και χρόνο, είναι δικός μας με λίγα λόγια, αφού κι εμείς εδώ έχουμε συμφωνήσει πως, εάν συνοψίσεις την Αννα Καρένινα σε λίγες λέξεις, κάτι χάνεται από την ίδια την Αννα Καρένινα, κάτι ουσιώδες που αφορά την αξία του έργου και τους λόγους για τους οποίους είμαστε αναγνώστες.
Ο Τσουλ Χαν είναι ο τύπος που όταν πάει μουσείο δεν παίρνει audio guide. Είναι ο άνθρωπος που θεωρεί πως η πληροφορία δεν συνεπάγεται απαραιτήτως τη γνώση, αντιθέτως, η υπερβολική έκθεση στην πληροφορία μπορεί να μπλοκάρει τη σκέψη ή την αισθητική απόλαυση της θέασης κάποιου πίνακα. Καταναλώνοντας αμέτρητα δελτία ειδήσεων, π.χ., δεν σημαίνει πως αναπτύσσουμε πολιτική σκέψη. Ο Τσουλ Χαν είναι ο τύπος που φεύγει τελευταίος απ’ το αναγνωστήριο, για να γράψει στην Κρίση Της Αφήγησης με αναφορές στον Μπένγιαμιν και τον Μπρεχτ πως φτωχύναμε.
Ζούμε φτωχά, γιατί «δεν αφηγούμαστε πια ιστορίες. Αντιθέτως, επικοινωνούμε υπερβολικά. Αναρτούμε, κοινοποιούμε και βάζουμε like. Η τελετουργική περισυλλογή, που εγκρίνει το συλλογικό περιεχόμενο της συνείδησης, δίνει τη θέση της στη φρενίτιδα της επικοινωνίας και της πληροφορίας». Είναι ο φίλος που θα σε καλέσει σπίτι του για ποτό και θα προτείνει να σιωπήσετε και να ακούσετε κάποιο κουαρτέτο εγχόρδων. Είναι ο άνθρωπος που υποστηρίζει πως χάνουμε την ενότητά μας και όσα μας συνδέουν, επειδή κατακρεουργούμε τις ιστορίες μας ή παύουμε να τις πλάθουμε και να τις χαρίζουμε στους άλλους.
«Τι σκέφτεστε τώρα;»
Οσοι λέμε ιστορίες ξέρουμε πως η διαδικασία μοιάζει πολύ με το να φτιάχνεις ψωμάκια. Χρειάζονται λίγο χρόνο για να φουσκώσουν, να ξεροψηθούν, να «καθίσουν» και να πάρουν το σχήμα τους. Η υπερταχύτητα της μετάδοσης πληροφοριών (π.χ. η δημιουργία ενός βίντεο που συνοψίζει όλα τα μέρη όπου πήγες διακοπές μαζί με σέλφι σου σ’ αυτά) είναι μία διαδικασία εντελώς διαφορετική από το πλάσιμο των ιστοριών.
Ο Τσουλ Χαν ισχυρίζεται πως οι ιστορίες είναι θεραπευτικές, πράγμα που ήδη γνωρίζουμε από τα ομηρικά έπη και το αρχαίο θέατρο. Παράλληλα, μας συνέχουν. Τονώνουν την ενότητα, δημιουργούν κοινότητα, σκεφτείτε, για παράδειγμα, πώς οι οικογένειες συνδέονται όταν τρώνε και λένε ιστορίες απ’ όσα ευτράπελα τους έχουν τύχει. Αυτές οι αφηγήσεις ξεκινάνε μ’ ένα «θυμάσαι τότε που…» και ακολουθεί μία πλήρως στρεβλή ανάμνηση που θεραπεύει, που τρέπει τη δύσκολη εκείνη περασμένη στιγμή σε κάτι που λες στα αγαπημένα σου πρόσωπα, για να δεθείτε. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την απάνθρωπη μηχανική μνήμη του κινητού που σου θυμίζει ακριβώς πόσα σπυράκια είχες στο Λύκειο ή που σε κάνει να νιώθεις την αυτοπροσωπογραφία σου ως θανατογραφία, αφού οι διαρκείς σέλφι απλώς καταγράφουν τη φθορά σου, δεν την υπερνικούν κι ούτε καν την ξεγελούν. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αφήγηση ιστοριών ή με το συλλογικό αποτέλεσμα μίας θεατρικής παράστασης, ενέργειες που αναδιατάσσουν τον χρόνο κι άρα συντρίβουν τη φθορά.
Υπερβολική εξατομίκευση
Ο Τσουλ Χαν ισχυρίζεται πως οι κοινωνίες μας αποσταθεροποιούνται, μεταξύ άλλων, επειδή ασχολούμαστε υπερβολικά πολύ μ’ εμάς. Οι άνθρωποι «εξατομικεύονται υπερβολικά» μέσω αφηγημάτων του στυλ αυτοβελτίωση. Τα αφηγήματα δεν είναι ίδια με τις ιστορίες. Οι ιστορίες έχουν μέσα τους κάτι από το μεγαλείο του συλλογικού. Ενα ποίημα, για παράδειγμα, όταν πετυχαίνει τον στόχο σε κάνει να νιώθεις μια βαθιά, ήσυχη, αβίαστη σύνδεση με τον κόσμο. «Η ψηφιοποίηση οξύνει την ένδεια επαφής», σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ενώ «η αυξανόμενη συνδεσιμότητα απομονώνει». Είμαστε δικτυωμένοι, δεν είμαστε, όμως, συνδεδεμένοι.
Ή, εάν επιδιώκουμε όντως τη σύνδεση, καθώς κυλάμε μέσα στη ζωή, αντιλαμβανόμαστε ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά απ’ το να στέλνεις μερικές σκόρπιες καρδούλες ή ένα «γεια, τι κάνεις, είδα το story σου». Ακόμα και η ίδια η δική μας ιστορία, η αφήγηση για εμάς, μ’ εμάς μέσα σε μία προοπτική δημιουργικής και ευτυχούς πορείας στη ζωή, απαιτεί φαντασία, σιωπές, χώρο, χρόνο, απόσυρση, απόσταση και πλάνο. Επειδή το smartphone δημιουργεί την ψευδαίσθηση της απόλυτης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με τον Τσουλ Χαν, απλώς προσθέτει άγχος και απομόνωση. Οι Αλλοι υποβιβάζονται σε «αναλώσιμα αντικείμενα» κι όταν δεν μας απαντούν ή δεν ασχολούνται μαζί μας, σε αντικείμενο εμμονής, παραληρήματος κ.λπ. σε κάτι που ελάχιστα σχετίζεται με τη ζωή τους ως προσώπων.
Ετσι, αν είστε σαν εμένα και νιώθετε μεγάλη αμηχανία αυτές τις μέρες που έχουν κάτι από ψυχαναγκαστική «επανασύνδεση» και μεγάλες δόσεις ψευδο-επαφής μέσω smartphone, ίσως θα σας ενδιέφερε να ψάξετε τον Μπιουνγκ Τσουλ Χαν. Το ύφος του δεν είναι ιδιαίτερα γοητευτικό, ωστόσο διαθέτει συναρπαστικές ιδέες – με τις οποίες, φυσικά, άνετα μπορεί να διαφωνήσει κανείς. Προσωπικά, διαβάζοντάς τον νιώθω λιγότερο μόνη στην ιδέα πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με τον τρόπο που ζούμε ή δομούμε την καθημερινότητά μας γύρω από παρεμβατικές τεχνολογίες εποπτείας, ειδικά, εάν υποτεθεί, πως στη ζωή θέλουμε την ευτυχία κι όχι το αυτομαστίγωμα. Το γράψιμό του έχει κάτι από τη ζωή στην καλύβα του φιλοσόφου, χωρίς να γίνεται παρανοϊκό, μισανθρωπικό ή δυσάρεστο.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Το γεγονός ότι βρήκα στο youtube τις παμπάλαιες τηλεοπτικές εκπομπές του Bryan Magee (δείτε, ενδεικτικά, εδώ) όπου συζητούν θέματα φιλοσοφίας με απεύθυνση στο ευρύ κοινό διατηρώντας ένα υψηλό επίπεδο. Αδύνατο να μην αισθανθεί κανείς μια νοσταλγία για μια πολιτισμένη συζήτηση τέτοιου του είδους στη βραδινή τηλεόραση. Η εκπομπή Ο ήχος της Νύχτας στο Τρίτο Πρόγραμμα. Οσοι ποδηλατούν από και προς τη δουλειά. Ο τρόπος που μυρίζουν τα καινούρια τετράδια, σημειωματάρια κ.λπ.
