Από τη μία, το «νεοφιλελεύθερο» σκέλος: ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου φτιάχνει πολιτικό κόμμα για να χειραγωγήσει τη νομοθεσία και να προωθήσει τους επιχειρηματικούς του σκοπούς. Από την άλλη, υπάρχει το λαϊκιστικό: ο Μασκ ισχυρίζεται πως θα δώσει πίσω στους Αμερικανούς την ελευθερία τους. Αυτή η υπόσχεση εφάπτεται στα κλασικά αφηγήματα των δημαγωγών, εκείνα που αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως καταπιεστική δυστοπία και προκρίνουν τον δημαγωγό ως σωτήρα. Είναι η μείξη αυτή που χαρίζει στον Μασκ κοινωνικά ερείσματα, παρά τις παλινωδίες και τον αυτοεξευτελισμό του· ο «λαός» διψάει τόσο για αντισυστημισμό και ψευδεπίγραφες επαγγελίες, που κλείνει τα μάτια στις πιο κραυγαλέες συνωμοσίες εις βάρος του.
Το αστείο και η ουσία
Είναι και η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ όμως μια άσκηση στην επίμονη άρνηση. Το εύκολο είναι να εστιαστεί κανείς στους ευτράπελους διαλόγους που διαρρέουν σε κανάλια και ιστοσελίδες· στην οικεία οσμή ελληνικής λαμογιάς που αποπνέουν, η οποία εύκολα ανακατεύεται με την παραδεδεγμένη δυσωδία των πολιτικών πραγμάτων, οδηγώντας στον εφησυχασμό ή στην παραίτηση. Το δύσκολο αλλά πολύ πιο επιτακτικό είναι να μελετήσουμε το γενικότερο σύστημα εγκληματικής διαφθοράς που είχε στηθεί για την ενθυλάκωση ευρωπαϊκού χρήματος: τις γραφειοκρατικές μεθόδους, τη νομοθεσία που διευκόλυνε την αυθαιρεσία και τον μηχανισμό στοχοποίησης, δίωξης και τιμωρίας όσων τολμούσαν να αντισταθούν στο κύκλωμα. Η έμφαση στην ουσία, ωστόσο, ενέχει τον κίνδυνο να «καρφωθούμε»: να εντοπίσουμε πολιτικό που ψηφίσαμε, κάποιον αδίκως ευεργετημένο συγγενή μας, μια νοοτροπία νομιμοποιημένης κλεψιάς με την οποία κατά βάθος δεν είμαστε εντελώς αντίθετοι.
Δεν έμεινε τίποτα
Στην Ελλάδα, νοοτροπίες είναι και οι περισσότερες (φερόμενες ως) ιδεολογίες. Αυτό προκύπτει κι από το αποτύπωμα που άφησε το «ηρωικό» Οχι του 2015, το οποίο κληθήκαμε να ψηλαφήσουμε αυτές τις ημέρες ένεκα της δεκαετούς επετείου. Δεν έμεινε τίποτα. Από τις διαπρύσιες διακηρύξεις, τα υστερικά άρθρα και την περιρρέουσα μαγκιά των αρνητών της πραγματικότητας, δεν έμεινε ούτε η άρνηση της πραγματικότητας· ούτε καν εκείνη η δήθεν περήφανη αψηφισιά για ό,τι κακό εγκυμονούσε το δόγμα της ρήξης. Οι χοροί στο Σύνταγμα εξαϋλώθηκαν και τη θέση τους σήμερα έχουν πάρει οι «νηφάλιες» αποτιμήσεις, δηλαδή τα απότοκα μιας ψευδομνήμης: δεν διατρέξαμε κίνδυνο, δεν συνέβη και τίποτα, όλα καλά!
Σχετικό σκάνδαλο
Αν το κριτήριο αξιολόγησης του κινδύνου είναι κομματικό, δεν μιλάμε για αξιολόγηση, αλλά για εργαλειοποίηση του κινδύνου. Η χλιαρή αντίδραση των Μέσων και της κοινής γνώμης στο περιστατικό εκβιασμού της Ζέττας Μακρή από δημοσιογράφο μπορεί να είναι η ενδεδειγμένη· μπορεί το γεγονός να είναι ανάξιο προσοχής και ακίνδυνο (ίσως μάλιστα ο κατηγορούμενος αθωωθεί). Αξίζει όμως να αναλογιστούμε πόσο αμελητέος θα ήταν ο καταγγελθείς εκβιασμός αν η καταγγέλλουσα ανήκε σε άλλο πολιτικό χώρο, σε έναν από εκείνους που έχουν το ταλέντο να ερμηνεύουν κάθε δυσάρεστο συμβάν ως κίνδυνο για τη δημοκρατία, ως ένδειξη μιας εκτεταμένης συνωμοσίας κ.λπ. Μερικές φορές, το σκάνδαλο εξαρτάται κυρίως από την ταυτότητα των πρωταγωνιστών του.
Το τέλος μιας σχέσης
Σε ό,τι αφορά την πρόσληψη της Ανγκελα Μέρκελ στην Ελλάδα, ταυτότητα είναι εν πολλοίς το στερεότυπο. Η πρώην καγκελάριος δείχνει να το γνωρίζει: η συντηρητική κυρία με τη σιδηρά πυγμή, τους χαμηλούς τόνους και την εξοργιστική απάθεια δεν εκτιμήθηκε ποτέ ως πολιτικό παράδειγμα (προς μίμηση ή αποφυγή) αλλά ως κοστούμι· η εικόνα ήταν αυτή που κατηύθυνε τις εντυπώσεις. Το τέλος της σχέσης Μέρκελ – Ελλάδας είναι ταιριαστό με την ποιότητα της σχέσης: η Μέρκελ δεν πιστεύει ότι χρωστάει συγγνώμη στους Ελληνες και οι Ελληνες έχουν σχεδόν ξεχάσει ποια είναι η Μέρκελ.
