Υπάρχει μία τάση/πρόκληση στο Διαδίκτυο όπου καλείσαι να ζήσεις όπως το 2000. Δεν είναι ακριβώς νοσταλγική, αφού πολλοί δεν έχουμε καν αναμνήσεις ή τέλος πάντων σοβαρές αναμνήσεις από την εποχή. «Τι πρέπει να κάνω;», ρωτάνε χρήστες σε διάφορα fora. «Λοιπόν, πρέπει να αγοράσεις cd, να βλέπεις ταινίες στο σινεμά ή στην τηλεόρασή σου και να ξεχάσεις το κινητό σου στο σπίτι μερικές φορές». Ακόμη, πρέπει ο χρόνος να κυλάει αργά και μερικές φορές να χάνεις την αίσθησή του, για παράδειγμα ξεφυλλίζοντας περιοδικά στις αναμονές. Πρέπει να ανακτήσεις την εντύπωση ενός πορώδους χρόνου, με λίγα λόγια να γίνεις επιλεκτικά αναλογική/ός.
Στο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου Η απόδειξη της αθωότητάς μου εντόπισα την ίδια τάση: σ’ ένα σημείο οι νεαρές αφηγήτριες παραδέχονται πως νοσταλγούν μια εποχή που δεν έχουν ζήσει. Μία φανταστική Εδέμ όπου οι άνθρωποι δεν σε βρίσκουν όποτε τους καπνίσει και οι φίλοι σου είναι δίπλα σου – σωματικά! Ξαπλώνετε μαζί σ’ ένα κρεβάτι και ξεφυλλίζετε κόμικς τρώγοντας πατατάκια.
Ολ’ αυτά συνδέονται νομίζω με κάποια αποτυχία (όχι απαραίτητα ατομική) να φανταστεί κανείς ένα καλύτερο μέλλον. Και είναι και μία αντίσταση στο brainrot (στο σάπισμα, στην αποβλάκωση που προκαλείται από την υπερβολική κατανάλωση «περιεχομένου»). Το να περιορίσει κανείς την έκθεσή του στο Διαδίκτυο αποζητώντας τον χαμένο χρόνο, μου φαίνεται απολύτως λογικό. Μία από τις δέκα εντολές της τάσης είναι: έχεις ίντερνετ μόνο στον σταθερό σου υπολογιστή ή τις ώρες της εργασίας σου. Η λογική δεν είναι να βλέπεις ιαπωνικές ομελέτες και γάτες που τραγουδάνε την ώρα της δουλειάς, αλλά να μάθεις εκ νέου να συνδέεις τον υπολογιστή με τη δουλειά κι έπειτα να τον κλείνεις, να υπάρχει ένα τέλος σε όλο αυτό. Μια τελεία.
Ποιο παιδί γεννημένο από το 1990κάτι και μετά δεν έχει σκεφτεί ότι όσο σκληρή και απάνθρωπη κι αν ήταν η εργασία στα εργοστάσια τουλάχιστον κάποια στιγμή τελείωνε; Εγώ το σκέφτομαι συνέχεια, και το πιο τρομακτικό είναι ότι μερικές φορές κανείς δεν με αναγκάζει να παραμένω σε ψηφιακούς χώρους-εργοστάσια, το κάνω μόνη μου, μόνη μου αρνούμαι να χτυπήσω την κάρτα, να περάσω την έξοδο του εργοστασίου-Διαδικτύου και να ζήσω τη ζωή μου. Ας πούμε πως ο σκοπός μας αυτό το καλοκαίρι είναι να δημιουργηθεί μες στον εγκέφαλό μας χώρος για νέα ερεθίσματα και αργή σκέψη.
Το σάπισμα και η δυστυχία
Το σάπισμα κάνει πραγματικά κακό. Οι άνθρωποι που σαπίζουν στο κινητό γίνονται βαρετοί και κάτι σαν ασέξουαλ – ή τέλος πάντων θέλουμε εμείς να γίνουμε ασέξουαλ μαζί τους, γιατί δεν υπάρχει πιο ξενερωτικό και απομαγευτικό πράγμα απ’ το να περνάς χρόνο με κάποιον που έχει μάτια μόνο για το σμαρτφόουν και φτωχό, ρηχό, συρρικνωμένο πεδίο προσοχής. Το σάπισμα σε κάνει μόνο, σε κάνει χειρότερο στη δουλειά (γιατί είσαι προβλέψιμος, ασυντόνιστος κι έχεις στερέψει από επιρροές). Κυρίως, σε κάνει δυστυχισμένο. Τι να κάνουμε, λοιπόν, να τα κόψουμε όλα;
Οχι φυσικά! Διάφοροι οπαδοί του «αργού Ιντερνετ» δεν έχουν πρόβλημα με το YouTube, διότι, μεταξύ άλλων, είναι η πλατφόρμα που σου επιτρέπει πραγματικά να συγκεντρωθείς σε κάτι, ακούγοντας για παράδειγμα απερίσπαστος/απερίσπαστη κλασική μουσική σε κάποιο από τα υψηλής στάθμης κανάλια ή παρακολουθώντας μαθήματα και συζητήσεις. Μπορεί κανείς να εκπαιδεύσει την πλατφόρμα μέσω των επιλογών του ώστε να ακούει πράγματα για την Ιλιάδα και τον Κίρκεγκωρ. Οι ιαπωνικές ομελέτες και το σπα σκύλων δεν είναι οι μόνες επιλογές. Και, στην πραγματικότητα, δεν είναι οι πιο ελκυστικές ούτε αυτές που σε βάθος χρόνου θα σού δώσουν όντως κάτι.
Αλλοι τρόποι: μπορείς να έχεις κάποιο πραγματικά χάλια κινητό που σου κάνει δύσκολη τη χρήση. Εάν δεν έχεις τέλεια κάμερα ή δεδομένα, θα σου κοπεί και η όρεξη να φωτογραφίζεις ψυχαναγκαστικά τα πάντα. Ισως τότε τα δεις. Βοηθάει απείρως να ορίζεις κάποια συγκεκριμένη ώρα που αλληλεπιδράς, απαντάς ή ποστάρεις. Αυτή η ώρα δεν πρέπει να είναι η χρυσή σου ώρα – π.χ. το πρωί, γιατί όλη τη μέρα θα την περάσεις στα ρηχά. Θυμάμαι το περσινό καλοκαίρι με τι συγκίνηση είχα βυθιστεί στον κόσμο της Αϊρις Μέρντοχ.
Ηταν ένα καλοκαίρι γεμάτο υποχρεώσεις. Είχα πιαστεί από την Αϊρις Μέρντοχ για σωσίβιο. Ολες οι δυσκολίες και η κούραση του καλοκαιριού έχουν σβηστεί από τη μνήμη και θυμάμαι πώς διάβαζα το «Θάλασσα, Θάλασσα» κάτω από το κλιματιστικό με παγωμένο καφέ. Είναι μια τακτική επιβίωσης. Δεν χρειάζεται να πας στην Ανάφη ή στη Γαύδο. Και στην πιο ταπεινή αυλή ή στο δωμάτιο με τον ανεμιστήρα να βουίζει μπορείς να νιώσεις έκσταση.
Αποβλάκωση
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο (του 2015) στο medium του Maxwell Anderson. Περιέχει μια είδηση που είχε τότε σοκάρει: οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν διαβάζουν ολόκληρα άρθρα, μόνον τίτλους! Λίγα χρόνια μετά (χωρίς να ισχυρίζομαι πως υπάρχουν γραμμικές αιτιακές συνδέσεις) βλέπουμε πώς πήγε αυτή η προσκόλληση στη ρηχότητα. Μία δημοκρατία που σαγήνευε έχει γίνει σόου με στοιχεία καλτ θρίλερ. Ο χειρισμός, η υποδούλωση, η γραφειοκρατικοποίηση της ζωής, όλη αυτή η αίσθηση ανημπόριας από το σάπισμα δεν συγκρίνονται με τίποτα. Τώρα, σήμερα, η σχέση μας με την τεχνολογία είναι σε κρίσιμη καμπή.
Αν πέθαινες αύριο, θα ήθελες να ξέρεις για τα πιο φθηνά τζιν και τις πιο λιπαρές ενυδατικές ή να έχεις ζήσει μια πλούσια ζωή πλάι σε βιβλία και πίνακες; Θα ήθελες όταν ταξιδεύεις να σκέφτεσαι «τι θα πει ο κόσμος;» ή να ταξιδεύεις για την πάρτη σου και να τα έχεις όλα γραμμένα; Μπορεί να μη θες να ταξιδέψεις καν, αλλά αυτό δεν κάνει να το πεις, θα σου πετάξουν πέτρες. Το θέμα είναι τι θες πραγματικά; Ισως όλο αυτό το μάταιο σκρολάρισμα να έχει να κάνει με την αποφυγή αυτού ακριβώς του ερωτήματος.
Μεγαλώνοντας σε μια εποχή που διάφορες νόρμες ή πηγές νοηματοδότησης έχουν χάσει τη λάμψη τους (εργασία, οικογένεια, θρησκεία, πολιτική), δεν ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε από τη ζωή μας. Και μπορείς διαρκώς να αναβάλεις την απάντηση. Αν ζούσες όντως το 2000, έπαιρνες δάνεια χωρίς πολλή σκέψη και ανέθρεφες παιδιά και, αν όλα ήταν κόλαση, ήταν τουλάχιστον μια κόλαση που τη μοιραζόσουν με άλλους. Τώρα τι; Ισως για να μας φύγει το brainrot να πρέπει να παραδεχθούμε ότι η αποβλάκωση συνιστά μία συλλογική παράδοση στην αναβλητικότητα. Ισως να πρέπει όντως να δούμε τι θέλουμε να κάνουμε στη ζωή αντί να κοιτάμε δελφίνια με μπότες. Και ίσως όπως οι ηρωίδες στο βιβλίο του Κόου να πρέπει να περάσουμε το καλοκαίρι ασκώντας αυτό το κατασυκοφαντημένο εργαλείο: τη φαντασία. Η φαντασία σώζει ζωές, μιλάω εκ πείρας.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Τα θερινά σινεμά και όλη η διαδικασία της μετάβασης σε αυτά. Η απόλυτη, άνευ όρων παράδοση στην ταινία. Το κυλικείο, το ποπ κορν και η παγωμένη μπίρα. Το ενδυναμωτικό βιβλίο «Σύνδεση», η γυναικεία αναζήτηση της αγάπης της Bell Hooks που βρήκα τυχαία στην Πολιτεία ένα ήσυχο πρωινό που μπήκα, για να μυρίσω βιβλιοπωλείο. Οι ταινίες του Ερίκ Ρομέρ, σχεδόν όλες.
