Τα αρνητικά διαδικτυακά σχόλια καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων. Από την «απλή» λεκτικοποίηση της απόρριψης μέχρι τον διαδικτυακό εκφοβισμό (cyberbullying). Ολα, όμως, έχουν μέσα τους κάτι που τα κάνει γλιστερά, ρυπαρά κι ελκυστικά. Ολοι έχουμε αφεθεί να εκτεθούμε σε αρνητικό σχολιασμό. Μπορεί να έχουμε δαπανήσει εργατοώρες σκεπτόμενες φανταστικούς διαλόγους μ’ ανθρώπους που μας επιτίθενται. Μπορεί να καταναλώνουμε ενέργεια για να τους αγνοούμε ή να τους κατανοούμε. Κι απ’ την πλευρά τους, όσοι το κάνουν, όσοι ρυπαίνουν το Διαδίκτυο με τις χοντράδες τους, φαίνεται να μην νιώθουν και στα καλύτερά τους. Είναι εκατέρωθεν κάτι σαν αυτοβλάβη, ένα τάισμα της ανθρώπινης επιθυμίας να γεμίσεις το σώμα σου με γαριδάκια ή καπνό ώσπου να βγεις νοκ άουτ.
Η σχιζοφρενική σχέση μεταξύ «διασήμων» και «ανωνύμων»
Τα αρνητικά σχόλια ενέχουν ένα σπάσιμο του ταμπού. Είναι δημόσια, αλλά παράγονται και καταναλώνονται ιδιωτικά (συχνά κάτω από την κουβέρτα σε συνθήκες υπαρξιακού στρες). Παράλληλα, αυτός που τα φτιάχνει μπορεί να βρίσκεται πίσω από πέπλο ανωνυμίας, ειδικά συγκρινόμενος με το πρόσωπο που γίνεται αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού. Αυτή η συνθήκη κάνει το cyberbullying τόσο επιδραστικό. Σύμφωνα με μελετητές του cyberbullying, η ανωνυμία, ως ουσιώδες συστατικό της πράξης, επιτρέπει στον ανώνυμο σχολιαστή ν’ αφήνει πολλαπλά ίχνη χολής σε διάφορα σημεία, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, χωρίς οπωσδήποτε να υποστεί κάποιου είδους σοβαρή συνέπεια.
Η επιθετικότητα στο Διαδίκτυο δημιουργεί διάφορες δυναμικές που προκαλούν σύγχυση, π.χ. η πράξη δεν έχει σαφή αρχή και τέλος, λόγο, ο θύτης δεν έχει πρόσωπο, μπορεί να μοιάζει δικαιολογημένος εκφραστής του λαού ή καλοπροαίρετος που απλώς δεν «το ’χει» με τις λέξεις. Ως πράξη μπερδευτική, η επιθετικότητα ροκανίζει τη φαιά μας ουσία. Θύτης και θύμα μπορεί να εναλλάσσονται στους ρόλους τους λόγω της ικανότητας άμεσης «εκδίκησης» μέσω ανταποδοτικού κακοποιητικού σχολίου.
Επειδή το Ιντερνετ ειδικά όταν πρωτοξεκίνησε είχε μια ενέργεια «από τα κάτω», δεν είναι περίεργο να διαβάζει κανείς διαδικτυακές αναρτήσεις που αποδομούν το mainstream ή τους «διασήμους». Γρήγορα περνάει, όμως, κανείς στην υπερβολική αποδόμηση, που είναι πανεύκολη ,αφού πλέον το ερώτημα «ποιος μιλάει;» δεν έχει και μεγάλη βαρύτητα.
Ετσι, δεν είναι σπάνιο κάτω από προωθητικές ενέργειες δημιουργών ή αναρτήσεις που αφορούν τη δουλειά κάποιου να βρει κανείς σχόλια που αποδομούν τα πάντα. Οι άπειρες ώρες δουλειάς γύρω από ένα μουσικό κομμάτι δεν πιάνουν μία μπροστά στην άποψη του χολωμένου χρήστη ότι ο καλλιτέχνης πλέον απλά εξευτελίζεται. Δεν είναι σπάνιο να πέσει κανείς και πάνω σε λέξεις που απανθρωποποιούν, που μεταχειρίζονται ένα πρόσωπο σαν να μην είναι πρόσωπο, αλλά περιεχόμενο που πρέπει να αξιολογηθεί, να βαθμολογηθεί και τελικά ν’ απορριφθεί. «Ξέρω ότι δεν θα διαγράψεις το σχόλιο μου, γιατί θέλεις το engagement (την εμπλοκή μου), γι’ αυτό άκου βρωμερό σκουπίδι κ.λπ. κ.λπ.» διάβασα τις προάλλες κάτω από ένα βιντεάκι που θεωρούσα απολύτως αθώο: ένας νεαρός άνδρας έκανε συνταγές με λίγο λάδι.
Μια έρημος με εκατομμύρια χρήστες
Τ’ αρνητικά σχόλια στο Διαδίκτυο είναι απλώς άλλη μία εκδήλωση της παγερής μοναξιάς της εποχής. Μόνοι στη μέση της νύχτας σχολιάζουμε και μας σχολιάζουν. Κοιτάμε τι λένε για εμάς και λέμε και εμείς. Διαβάζουμε σκρίνσοτ φίλων που θέλουν να μας ενημερώσουν ποιος μας κακολογεί πού. Ανοίγουμε ιδιωτική συνομιλία, κακολογούμε και εμείς. Την άλλη μέρα ξεσπάει καβγάς κάποιου με κάποιον, για λίγα δευτερόλεπτα παίρνουμε μια δόση από το ναρκωτικό που μας χαλάει.
Απλώνουμε το χέρι να επικοινωνήσουμε, να πούμε κάτι, και η χειρονομία μένει μισή, γίνεται σχόλιο, φατσούλα, αντίδραση, γιατί έχουμε ξεχάσει να εμπιστευόμαστε τη λέξη. Ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός τόσων ανθρώπων στην εποχή μας έχει να κάνει και με αυτήν ακριβώς την κατάρρευση του διαλόγου ή της πίστης των ανθρώπων σε αυτόν. Με την κατάρρευση της πίστης σ’ εκείνη την παλιά ιδέα πως εάν βάλεις τις λέξεις στη σειρά, μ’ ευγένεια και κάποιου είδους σεβασμό προς τον άλλον, αυτός θα καταλάβει. Μερικά βράδια στο Ιντερνετ σκέφτομαι πως δεν υπάρχουν και πολλά μέρη τόσο γεμάτα κόσμο κι όμως τόσο ερημικά.
Ποπ Σταρ, Κόμικς, Adolescence
Δεν είναι μόνον η Μαρίνα Σάττι που, ιδιοφυώς, έχει κάνει τον πόνο της τραγούδι. Αμέτρητοι καλλιτέχνες καταπιάνονται με την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση που έχουν δεχθεί από ανώνυμους του Διαδικτύου, ειδικά εάν είναι γυναίκες. Σ’ ένα κόμικ που διάβασα πρόσφατα (τσεκάρετέ το εδώ) επιχειρείται να δειχθεί η μεταπανδημική μοναξιά.
Οταν ζαλισμένη από την υπερπροσφορά αξιόλογων έργων στο κομιξάδικο, είδα στο οπισθόφυλλο τη φράση «post-2020 sense of isolation» (η αίσθηση της απομόνωσης που έχουμε από το 2020 και μετά), πλήρωσα το αντίτιμο και αμέσως έριξα το βιβλίο στην τσάντα. Σ’ ένα σημείο του κόμικ η καλλιτέχνις-πρωταγωνίστρια δίνει διαδικτυακή συνέντευξη και τα πάει μέτρια.
Επειτα, σε μια στιγμή αδυναμίας (μετά από κάμποσα μπουκάλια κρασί), κάνει αυτό που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ: τσεκάρει σχόλια κάτω από τη συνέντευξή της. «Ερασιτεχνικό», «ανοησίες των cis-γυναικών», «όλο αυτό το προνόμιο με κάνει να τρέμω», «ελπίζω να βρει τον ειδικό ψυχικής υγείας που χρειάζεται», «έβγαλα 10k πουλώντας Bitcoin κάνε κλικ εδώ». Μπορείτε να φανταστείτε πώς νιώθει κάποιος που ξεφλουδίζει την ψυχή του στη δουλειά όταν παίρνει σχόλιο «αυτοαναφορική μιζέρια».
Αυτός είναι ο κόσμος μας από το 2020 και μετά; Μάλλον ναι. Σπανίως, αλλά σε δόσεις επαρκείς, εμφανίζονται άνθρωποι καλοί και ευγενικοί που μας θυμίζουν πώς πρωτοξεκίνησε το Διαδίκτυο: ως μια υπόσχεση πως θα φτιάξουμε νέες κοινότητες, για να μοιραζόμαστε όσα ξέρουμε και όσα μας κάνουν όντως να τρέμουμε τις νύχτες. Κατά τ’ άλλα ζούμε σε συνθήκη υπερεντατικοποίησης της σύγκρισης, η οποία δημιουργεί ένα κοκτέιλ περίπλοκων συναισθημάτων. Τ’ αυθαίρετα συμπεράσματα και οι ανεπούλωτες πληγές θρυμματίζουν τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο όσων δεν έχουν μορφώσει εσωτερικά καταφύγια. Νομίζω εκεί, εν μέρει, οφείλεται και η τεράστια επιτυχία της σειράς Adolescence. Είχαμε πραγματικά ανάγκη να δούμε να οπτικοποιείται όλο αυτό το κακό που κατά βάθος πιστεύουμε ότι μας κάνει η hi tech κόλαση που έχουμε δημιουργήσει.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Ο Ολλανδός συγγραφέας Marieke Lucas Rijneveld (1991) που είναι σαν τον άγγιξε ο Θεός, τόσο ταλέντο και τόση χάρη. Η ιδέα πως το ξεπέρασμα του πόνου περνάει μέσα απ’ τον πόνο, στο (δύσκολο από άποψη θέματος) βιβλίο του Υπέροχη Αγαπημένη Μου. Οι γούνες των σκύλων τέτοια εποχή. Η μυρωδιά σιτρονέλας όταν κάνουν τη βόλτα τους το βράδυ. Οι εθελοντές.
