Αγαπητή Α.,
Διαβάζω το πιο πρόσφατο βιβλίο σας Το Μακρύ Ταξίδι Της Μίας Μέσα Στην Αλλη (Πατάκης, 2025) στην αναμονή του αεροδρομίου, στο αεροπλάνο, το λεωφορείο και στο κρεβάτι μου. Αναρωτιέμαι εάν πρέπει να το χαρίσω δώρο στη μαμά μου για τη Γιορτή της Μητέρας ή εάν πρέπει επιτέλους να της κάνω δώρο μία κόρη ήσυχη σαν Παναγία. Οταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο σας, δεν είχα υψηλές προσδοκίες, επειδή είμαι από τις γυναίκες συγγραφείς που μισούν τις γυναίκες συγγραφείς (εάν δεν το ξέρατε, να το μάθετε τώρα). Ναι, με ενοχλούν οι γυναίκες με φιλοδοξίες και σε κάθε περίπτωση όσες μιλάνε πολύ. Τέλος πάντων, βιαζόμουν να γράψω αυτήν εδώ την επιστολή όπου θα σας κατηγορούσα για «αυτομυθοπλαστική σούπα» ή θα δήλωνα κουρασμένη από βιβλία για τη μητρότητα, θα έλεγα πως είστε κάτι σαν Devorah Levy στα χειρότερά της ή άλλες σκληρότητες. Δυστυχώς, το βιβλίο σας είναι πολύ καλό και είναι ολοδικό σας.
Η ανάγκη της γυναικείας φιλίας
Το Μακρύ Ταξίδι Της Μίας Μέσα Στην Αλλη ξεκινάει από τις αϋπνίες μίας γυναίκας στην εμμηνόπαυση. Απελπισμένη περιφέρεται στο σαλόνι, η σκόνη κάνει τούφες κάτω από τους καναπέδες. Ο καλλιτέχνης άντρας ροχαλίζει και είναι μελαγχολικός, κάτι μεταξύ Τζεπέτο, Χριστού και Σόρεν Κίρκεγκωρ. Η κόρη στα ξένα, brain drain φάση. Οι φίλες απογοητευτικές. Η αφηγήτρια νοσταλγεί τη θαλπωρή της γυναικείας φιλίας. Αυτό που κάθεσαι με τις ώρες και αδειάζεις τα εσώψυχά σου πάνω στην κολλητή.
Στην εμμηνόπαυση η αφηγήτρια πάσχει από «αυξημένες τιμές ανησυχίας». Μοναξιά. Μπορεί να φταίνε οι φίλες. Μπορεί να φταίει η αφηγήτρια, πονάει το ισχίο της, το μυαλό της «τραβάει τα μαλλιά του», δεν είναι κι η πιο ευχάριστη παρέα: με βαριέμαι κι έτσι δεν πολυβγαίνω. Αγαπητή Α., όλα τα παραπάνω μού προκάλεσαν οδύνη. Κι εμένα μου λείπουν οι φίλες μου και οι φίλοι που έχω χάσει. Μου λείπει να βρίσκομαι μαζί τους και να λέμε, να λέμε, να λέμε. Να μη φοβάμαι τι θα σκεφτούν, να μην προετοιμάζω λόγο και αντίλογο προτού τους συναντήσω. «Τι σημαίνει για σένα φιλία;» λέτε. Κι απαντάτε: «Να κάθεσαι σ’ έναν καναπέ με τη φίλη σου και να κάνετε ερωτήσεις η μία στην άλλη».
Στο αεροπλάνο που κουνιέται διαβάζω αυτή τη φράση και συγκινούμαι (μερικές φορές οι νυχτερινές πτήσεις με κάνουν μελοδραματική). Η Γερμανίδα δίπλα μου ταράζεται με το συναίσθημα, αναρωτιέται αν είμαι καλά σαν να με επιπλήττει. Με παίρνει ο ύπνος. Η αφηγήτρια του βιβλίου σας δεν κοιμάται. Στην αϋπνία της (ή μήπως να πω αγρυπνία) την επισκέπτεται η Παναγία και της λέει «θέλεις να γίνουμε φίλες;». Φοράει τιγρέ ρόμπα αγορασμένη από τη λαϊκή. Οπως όλες οι αληθινές φίλες, απευθύνεται στη φιλενάδα της άλουστη, ντυμένη στα χειρότερά της.
Η μαμά είναι ευάλωτη
«Πώς να με πάρει ο ύπνος αν φοβάμαι για όλους όσους αγαπώ και σχεδιάζω πώς θα τους στηρίξω λες και είμαι σκαλωσιά;», αναρωτιέται η αφηγήτρια στην αϋπνία της μέσα. «Η κόρη ζει σε άλλη χώρα, δεν τηλεφωνεί να μάθει αν η μαμά της ζει ή πέθανε, η μαμά τής γράφει και δεν απαντά, της στέλνει το ωραιότερο ποίημα του κόσμου και δεν απαντά […] η μαμά έγινε σαν τη μαμά της, γκρινιάρα, απαιτητική, βασίλισσα του δράματος, δεν χρειάζεται να πάει την κόρη στα αγγλικά ή στην παιδική χαρά, δεν έχει δικαιολογίες για το χάσιμο του χρόνου, ο χρόνος δεν είναι χρήμα ούτε πλανήτης, ο χρόνος είναι κόρη».
Οι μαμάδες έχουν συναισθήματα, ανάγκες, προσωπικότητα. Αουτς! Η αφηγήτρια βλέπει παντού γύρω της Παναγίες κι ολόκληρες στρατιές απλήρωτων εργατών που κρατάνε τη ζακέτα, το μπιμπερό, την περηφάνια τους, ενώ το μικρό παίζει και εξεγείρεται. Η μαμά νιώθει απόρριψη σαν να είναι ο πιο ριγμένος γκόμενος του κόσμου. Η κόρη χτυπιέται στο κλαμπ ή στο ταινιάκι μικρού μήκους – ζει τη ζωή της, τι να κάνει; Να καθίσει να γεμίσει την άδεια φωλιά; Μα όχι βέβαια, λέει η αφηγήτρια, απλώς δεν είναι εύκολο να είσαι «η φοβισμένη μητέρα της ατρόμητης κόρης».
Τι θα πει προστασία; αναρωτιέται η μαμά-αφηγήτρια. Πώς νιώθει άραγε η μάνα που χάνει το παιδί της; (Μαμά πλιζ, μη βάλεις τέτοια ενότητα στο βιβλίο, είπε η κόρη). Πώς νιώθει η μαμά της Μυρτώς Παπαδομιχαλάκη που, δεκαπέντε ετών, βιάστηκε στην Πάρο όταν πήγε παραπέρα ν’ ακούσει μουσική σ’ ένα βραχάκι (η συγγραφέας βάζει τη σχετική ενότητα στο βιβλίο). Τι σημαίνει προστασία; Τι έχει να μας πει η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη; Οι μητέρες των προσφύγων; Η Παναγία η Βρεφοκρατούσα; Η αλήθεια είναι, αγαπητή Α., πως κανείς δεν θέλει να μπει στη θέση αυτών των γυναικών. Εχει και η λογοτεχνία τα όριά της!
Μια κοινωνία που θα σκεφτόταν μαμαδίστικα θα ήταν φροντιστική και ευάλωτη, θα βασιζόταν στην ανάγκη και όχι στην πυγμή, στο νοιάξιμο, όχι στη διάκριση και την απομόνωση των ανθρώπων. Αυτό που θέλω να σας πω είναι πως είστε εκτός τόπου και χρόνου. Αλλες αξίες προτάσσονται. Μου αρέσετε, όμως, έτσι τρυφερή κι ευάλωτη που είστε όταν γίνεστε η μαμά που την απορρίπτει η κόρη – πιστεύω υπάρχουν διάφορες φροϋδικές εξηγήσεις γι’ αυτό, αλλά μ’ αφήνουν αδιάφορη.
Βιβλίο, μωρό ή σιωπηλή Παναγιά
Κάνετε αστεία εσείς κι η φίλη σας η Παναγία – τι πάτε και σκαλίζετε! Γέλασα με το πονεμένο σας ισχίο, τις αϋπνίες σας, όλο το δράμα της εμμηνόπαυσης – μα θα μου πεις, δεν υπάρχει τίποτα αστείο στην εμμηνόπαυση. Αυτό ακριβώς έψαχνα κι εύρισκα στο βιβλίο σας: χιούμορ ως τακτική επιβίωσης, παλιά γυναικωνίτικη συνταγή.
Οι γυναίκες ακούνε εδώ και αιώνες πως πρέπει να κάνουνε μωρά ή να γράφουνε βιβλία – ένα από τα δύο. Να είναι Ρόζα Λούξεμπουργκ ή Παναγία σιωπηλή και χαμηλοβλεπούσα. Εσείς δείχνετε πως μπορείς να κάνεις και τα δύο. Να νιώθεις εξίσου ευάλωτη, εκτεθειμένη κι αποτυγχάνουσα σε δύο και τρία πεδία. Κι ενώ η Λουσία Μπερλίν έπρεπε να γράφει με μωρά να μπουσουλάνε γύρω της, εσείς στέλνετε σε συγγραφικά residencies, τους λέτε ότι είστε κουρασμένη, ότι θέλετε επιχορήγηση, δωμάτιο συγγραφέα, ότι δεν έχετε όπως ο Κέρουακ τη μαμά σας να σας στύβει τον χυμό.
Εσείς είστε άλλο. Είστε παιχνιδιάρα συγγραφέας και δεν σας παίρνουν πάντα στα residencies. Εχετε χιούμορ. People’s pleaser, θέλετε ν’ αρέσετε στο κοινό. Με την τιγρέ ρόμπα σκάτε στα γέλια και μετά από λίγες σελίδες αναρωτιέστε, σε δοκιμιακό πια στυλ, «ποιο είναι το άλυτο πρόβλημα που ενσαρκώνει η Παναγία; Η μητρότητα; Η καταναγκαστική αγιότητα που φέρνει η ηλικία; Ο χρόνος που σε ποδοπατά σαν άλογο;». Αουτς!
Ξεχύνεστε σαν φεμινιστικό μανιφέστο που καταργεί τον εαυτό του, λέτε κάτι κι ύστερα το αναιρείτε, είστε κοριτσίστικη, γριά, μικρούλα, κόρη, αδερφή, μανούλα, διανοούμενη, γλωσσού («τ’ αγόρια ήθελαν σεξ κατευθείαν. Αυτό δεν το ξέραμε εκ πείρας, το έλεγε η μαμά. Γιατί ήταν κακό; Κι εγώ ήθελα σεξ κατευθείαν όταν κατάλαβα τι ήταν το σεξ»). Είστε καταπιεστική, όπως όλες οι μαμάδες που μεγαλώνουν στην άδεια τους φωλιά, το χέρι, μονίμως προτεταμένο, ερωτικό κάλεσμα για την κόρη («Κάτι δεν πάει καλά. Η μάνα αδειάζει ένα καρότσι πονεμένα κόκαλα πάνω σ’ ένα εικοσάχρονο κορίτσι»), τα ’χετε πάρει κρανίο με Λακάν, Φρόυντ κι όλους τους αναλυτές της μήτρας, ξεδιπλώνετε τη συγκίνησή σας και τη διπλώνετε πάλι πίσω, σαν κουβερτούλα.
Επιτέλους, κάτι αστείο και βαθύ στη θεματική μαμά-κόρη, αλλά όχι σε στυλ αρχαία τραγωδία συν τελετουργικός φόνος στην Αυλίδα. Πάτε να πείτε για το ταξίδι της μιας γυναίκας μέσα στην άλλη, αλλά λέτε πολλά παραπάνω κι αυτό το ξέρετε ήδη. Δεν ήθελα όντως να σας παραπονεθώ, η επιστολή μου είναι αδέξια κρυμμένος θαυμασμός και αίτημα φιλίας.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Οι τουρίστες που τρώνε όρθιοι παγωτό, φωτογραφίζουν γάτες και αγοράζουν παντελώς άχρηστα σουβενίρ. Το μυθιστόρημα περί (σκληρής) μητρότητας Σκοτώσου, Αγάπη. Τα φροντισμένα μπαλκόνια με πολλές γλάστρες.
