Λίγες μέρες πριν από την Πρωτομαγιά, χαζεύοντας στο διαδίκτυο σκοντάφτω σε μία διαφήμιση ψυχολόγου/life coach. Μισείς τις Δευτέρες; Ακολούθα μας και ρώτα μας πώς να τ’ αλλάξεις όλα. Μπορώ να μαντέψω: μέσα από τεχνικές αναπνοής και ψυχοθεραπευτικές μεθόδους το γραφείο των ψυχολόγων θα σε μάθει να ξυπνάς μ’ ευγνωμοσύνη. Θα κάνεις πίνει τσάι και θα κάνεις γιόγκα, ανασούλες. Θα πηγαίνεις στη δουλειά –άλλος θα κλαίει, άλλος θα γαβγίζει, άλλος θα θέλει το κακό σου– αλλά τίποτα δεν θα σ’ αγγίζει. Το νερό με λεμόνι βοηθάει, ειδικά αν μέσα λιώνει ηρεμιστικό. Ή κάπως έτσι. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι το πρόβλημα με τη δουλειά σου είναι βλάβη βαθιά και καθόλου ιδιωτική.
Οι Ελληνες δουλεύουν περισσότερο
Ηξερες ότι δουλεύεις περισσότερο από άλλους Ευρωπαίους; Οι Ευρωπαίοι εργάζονται κατά μέσο όρο 36 ώρες την εβδομάδα (Overworked: Which European have the longest week?), αλλά εάν είσαι στην Ελλάδα μάλλον δουλεύεις πολύ περισσότερο. Ειδικά εάν είσαι ελεύθερος επαγγελματίας, σύμφωνα με τις στατιστικές της Eurostat. Υποθέτω εργάζεσαι τόσο σκληρά για να σου μείνει και κάτι, επειδή το κράτος σού ρουφάει ένα τεράστιο ποσό από τις αμοιβές σου. Φυσικά και υπάλληλος να είσαι ενδέχεται να εργάζεσαι τριπλοβάρδια, και αυτό να μη φαίνεται στη στατιστική.
Χώρια που είναι ανυπολόγιστες διάφορες μορφές εργασίας, όπως η συναισθηματική εργασία που καλείσαι να κάνεις όταν μεταβαίνεις στη δουλειά σου, λόγω φρικτής εργασιακής ηθικής στη χώρα («μασάζ» στα νεύρα του πληγωμένου εγωισμού της συναδέλφου, γλείψιμο, δολοπλοκία κ.λπ.). Στις εργατοώρες της στατιστικής δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της ζωής σου που δαπανάς κλαίγοντας στον ηλεκτρικό ούτε η ώρα που είσαι καθηλωμένη στην κίνηση – γενικώς η συγκεκριμένη στατιστική δεν συνυπολογίζει τα αναποτελεσματικά μέσα μεταφοράς. Κρίμα.
Φυσικά, το γεγονός ότι δουλεύεις περισσότερο απ’ ό,τι άνθρωποι στη Γερμανία ή την Αυστρία (How Much Time Per Week Do European Usually Work?, Eurostat) δεν σε κάνει πλουσιότερο, αλλά μάλλον δυστυχέστερο. Δεν πλουτίζει το κράτος όπου ζεις, επειδή δουλεύεις παραπάνω από τους Νορβηγούς. Ή ίσως πλουτίζει, αλλά αυτά τα χρήματα δεν διοχετεύονται πίσω σ’ εσένα με τη μορφή παροχών, αλλιώς θα το ήξερες, θα το είχες προσέξει.
Οι ατέλειωτες εργατοώρες τσακίζουν την υγεία σου και το γραφείο ψυχολόγων δεν μπορεί να κάνει πραγματικά πολλά γι’ αυτό – κανένα χάπι δεν είναι μαγικό. Θα σου πουν κάνε αυτό που θέλεις, αλλά η αλήθεια είναι πως η ικανότητά σου να «κάνεις αυτό που θέλεις» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβασή σου σε χρηματοδότηση. Το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα δεν λειτουργεί και πολύ καλά, μπορείς να το παρατηρήσεις από το επίπεδο των τραπεζικών υπηρεσιών ή κάνοντας μια αναδρομή στην οικονομική κρίση του 2010 (σε ποιους δόθηκαν χρήματα με τη μορφή δανείου; με τι κριτήρια; κ.λπ.). Ζητήματα «λοταρίας της τύχης» όπως ταλέντα, χαρίσματα, σκέτη τύχη, οικογενειακές γνωριμίες κ.λπ. θα καθορίσουν τη ζωή σου. Ετσι, μπορεί να δείχνεις λίγο πιο κατσούφης και λίγο λιγότερο ικανοποιημένος καθώς μεταβαίνεις στη μονότονη, πολύωρη εργασία σου στην οποία δεν βγάζεις και πολλά.
Για την ακρίβεια (Wages And Labor Costs, Statistics Explained, ec.europa.eu), είσαι φθηνό –φθηνότατο– εργατικό δυναμικό. Οχι τόσο φθηνό όσο οι άνθρωποι στην Αλβανία ή την Κροατία, αλλά και πάλι. Κερδίζεις ουσιωδώς λιγότερα χρήματα από τους ανθρώπους στη Γερμανία ή τη Δανία, γιατί, σε αντίθεση με τις ιδέες των διαδικτυακών ινφλουένσερ και των «προπονητών του βίου», το πόσο καλά τα πας εσύ εξαρτάται και από το πώς τα πάει η χώρα. Το γεγονός ότι άρχισες να ποστάρεις τα βίντεό σου στα αγγλικά δεν σ’ απαλλάσσει από τις δυσλειτουργίες της πατρίδας σου.
Γι’ αυτό δαιμονίζομαι όταν γίνονται συζητήσεις, «συνέδρια», ομιλίες για τη «συμπερίληψη» (τι απαίσια λέξη!), τα δικαιώματα στην εργασία κ.λπ. Σ’ αυτές τις μαζώξεις όλοι μιλούν σαν να έχουν μεταφράσει το κείμενό τους, η σκιά των αγγλικών πέφτει πάνω στη γλώσσα τους που στραμπουλίζεται να μας πει για την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Απουσιάζει, όμως, ο ελέφαντας από το δωμάτιο: οι μισθοί, η ασφάλιση, η δανειοδότηση, η χρηματοδοτικές ροές, οι χορηγίες, τα λεφτά, με απλά λόγια. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν πάει στη δουλειά για να του πουν μπράβο που είναι γκέι ή για να κάνει φίλους. Λεφτά θέλει να βγάλει. Στην Ελλάδα είναι σαν η εργασία να επιτελεί άλλους κοινωνικούς σκοπούς ή σαν να έχει καθαγιαστεί, σαν να έχει αξία αυτή καθαυτήν, η εργασία για την εργασία, είναι σχεδόν ντροπή να ζητάς να πληρώνεσαι για τα πάντα!
Μην ξαναστείλεις ποτέ «ευγενική υπενθύμιση»
Δεν είναι πραγματικά απάνθρωπο να μπορούν να σε βρουν κάθε ώρα και στιγμή; Γιατί κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν και στέλνεις «ευγενική υπενθύμιση;». Οπως έχει δείξει ο Μ. Φίσερ (βλ. Η Ακύρωση Του Μέλλοντος) διάφορα όμορφα πράγματα χρειάζονται μία απόσυρση. Η καλλιτεχνική δημιουργία, η απόλαυση της μουσικής, η επαφή με έναν πίνακα. Για να σκεφτεί κανείς πραγματικά, χρειάζεται να μην τον βρίσκουν, αλλά και να μην είναι αυτός ο ίδιος ικανός να διακόψει τις σκέψεις του και να πιαστεί από το χερούλι του κινητού όταν αισθανθεί τον υπαρξιακό τρόμο ή την άγρια χαρά μπροστά σ’ έναν πίνακα του Caspar David Friedrich. Χρειάζεται ένας δημιουργικός ίλιγγος.
Δεν είναι αντιφατικό ότι, ενώ η επιτάχυνση της εργασίας πνίγει τους ανθρώπους με ειδοποιήσεις, αναπάντητα μηνύματα και γραφειοκρατία που φουσκώνει μόνη της, οι αργές δραστηριότητες γίνονται της μόδας. Οχι απλά είμαστε πρόθυμοι να ζυμώσουμε εμείς οι ίδιοι το ψωμί που θα φάμε ή να περπατήσουμε κανένα δίωρο Κυριακή πρωί, αλλά αποζητούμε οτιδήποτε θα ξαναφέρει τον χρόνο στο ανθρώπινο μέτρο, μαθήματα κεραμικής, δημιουργικό σχέδιο, πολύωρο θέατρο. Οι άνθρωποι αντιδρούν (ελάχιστα, παθητικά) στην επιτάχυνση. Το σύγχρονο εργατικό δίκαιο, όμως, και οι λογικές γύρω από την απασχόληση πρέπει να τα λάβουν υπόψη όλ’ αυτά.
Η αλήθεια είναι πως οι εργασιακές συνθήκες καθορίζουν και τη σχέση μας με τον πολιτισμό. Μεγάλες μάζες του πληθυσμού βαριούνται κι έτσι γίνονται βαρετές. Τρέπονται στο είδος του ανθρώπου που στη δουλειά μιλάει για διακοπές και στις διακοπές για δουλειά, ανίκανος να καλμάρει το νευρικό του σύστημα. Οι εργαζόμενοι δυσκολεύονται να έρθουν σε επαφή με έργα του πολιτισμού και να το ευχαριστηθούν. Απασχολούνται μονότονα, σε κάτι που δεν τους αφορά, σε δουλειές που τις κάνουν για τα λεφτά και συχνά είναι μάταιες, αηδιαστικά γραφειοκρατικές (βλ. Graeber, Bullshit Jobs). Νιώθουν ότι αυτό που κάνουν δεν οδηγεί σε κάτι συγκεκριμένο – π.χ. στην παραγωγή ενός τραπεζιού/ενός ταψιού με κουλουράκια. Πελαγώνουν. Δουλειές που σε κάνουν να νιώθεις ότι συμβάλλεις σε κάτι (π.χ.δάσκαλος)
Δεν είναι λοιπόν μόνον κουρασμένη η «κοινωνία του burnout» (βλ. σχετικά Byung Chul Han), αλλά και χωρίς φαντασία, βαρετή, μονοδιάστατη, γεμάτη άχρηστες συγκρίσεις. Ολο αυτό το κάψιμο/έλλειμμα δημιουργικής φαντασίας μπορεί να το ψηλαφίσει κανείς στον αέρα, σ’ αυτή την κρίση νοήματος που καθόλου άσχετη δεν είναι με την ανικανότητα των ανθρώπων να κρατήσουν λίγες ώρες στο πλάι για ν’ ακούσουν Σοπέν και να διαβάσουν Τολστόι.
Πτυχή αυτής της συνθήκης είναι και ο υπερτουρισμός – με γκρουπ μάλιστα, προκειμένου να νιώθει κανείς όταν ταξιδεύει σαν να εργάζεται (υπάρχει πρόγραμμα, ιεραρχία, ο ανθρωπότυπος του ξεναγού σε πούλμαν). Οι άνθρωποι ταξιδεύουν πολύ για πολλούς λόγους, αλλά κι επειδή θέλουν –με την πρώτη ευκαιρία– να βρεθούν μακριά από εκεί όπου υποτίθεται πως είναι. Εξω από το γραφείο, φυσικά, κουβαλάνε το γραφείο στα εσώψυχά τους.
Η επιτομή της εργασιακής συνθήκης στην Ελλάδα είναι οι ραδιοφωνικές εκπομπές όπου κάποιος παραγωγός με σχεδόν μαστουρωμένο ύφος μάς πληροφορεί για το πότε είναι επιτέλους η επόμενη αργία, μας λέει να κάνουμε κουράγιο κι ας είναι Δευτέρα ή μας υπόσχεται πως θα κερδίσουμε κάτι. Μια συναυλία, ένα ταξίδι, αυτό που επιτέλους θα μας πάρει από εκεί που είμαστε. Ετσι, όταν ο καιρός φτιάχνει, παρατηρούνται περίεργα φαινόμενα: ξεκούραση τύπου κάμπινγκ ή «προορισμοί» για διακοπές σε κατσάβραχο για κατσίκες, γιόγκα για ανθρώπους που έχουν συνολικά ξενερώσει με το δράμα της ύπαρξης και ασκήσεις δραματοθεραπείας για όσους θέλουν να νιώσουν επιτέλους κάτι μ’ αυτό το σύστημα που έχει ανοσοποιηθεί. Ο συνδυασμός οικονομικής δυσκολίας μαζί με τις πιέσεις να δείξεις ότι ζεις τα «καλύτερά σου χρόνια» εξουθενώνει.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Το βιβλίο «Ο Πολωνός» του νομπελίστα J.M. Coetzee, που το διάβασα σε μια μέρα πίνοντας καφέ στον ήλιο. Η μυρωδιά τού εσπρέσο το πρωί. Οι άνθρωποι που αλληλεπιδρούν με ευγένεια στο Διαδίκτυο, θέλει λίγο χαρακτήρα να μιλάς σωστά απευθυνόμενος/η σ’ ανθρώπους που δεν ξέρεις προσωπικά και που, μάλλον, δεν θα συναντήσεις.
