Περίμενα τη Μεγάλη Παρασκευή πώς και πώς. Ζαλισμένη από τη νηστεία (ούτε σοκολατένιο αυγό δεν έκανε να φάω!) θα πήγαινα στην εκκλησία και εκεί επιτέλους θα συνέβαινε κάτι. Οχι μόνο λόγια όπως τις άλλες ημέρες. Ο ίδιος ο θεός θα ερχόταν στη μέση της Εκκλησίας. Θα άπλωναν το σώμα του Χριστού πάνω σε τραπέζι, και μάλιστα θα μπορούσα να περάσω από κάτω. Δεν χρειαζόταν να φοβάμαι, όπως στις κανονικές κηδείες.
Το σώμα που φιλούσα δεν έμοιαζε με τα σώματα των ηλικιωμένων που είχα δει να αργοσβήνουν σε σπίτια συγγενών. Δεν χρειαζόταν υποστήριξη με καλώδια, σωληνάκια και υπολογιστές. Ηταν πολύ μίνιμαλ θάνατος. Μοβ πανί ή εικόνα πνιγμένη στα λουλούδια. Ολη η εκκλησία μύριζε λουλούδι. Εγώ, εντελώς ασήμαντη και μικρή, μπορούσα να πάρω ένα μαγικό μοβ άνθος και να το φέρω σπίτι. Αργότερα θα συνέβαιναν ακόμη περισσότερα μαγικά πράγματα. Θα περπατούσαμε σιωπηλά και θα κρατούσαμε λαμπάδες, θ’ ακουγόταν μια καμπανούλα. Θα επικοινωνούσα απευθείας με τον θεό και θα λέγαμε ένα σωρό πράγματα εμείς οι δύο. Η εκκλησία θα τραγουδούσε ένα πένθιμο ανοιξιάτικο τραγούδι που έκανε τις τρίχες στην πλάτη μου να σηκώνονται. Ηθελα να κλάψω όποτε το άκουγα, αλλά από χαρά και αγαλλίαση.
Εκμηδένιση
Το μυθιστόρημα του Ουελμπέκ «Εκμηδένιση» δομείται γύρω από ασθένειες και σχίσματα. Η φθορά είναι μια απόσχιση από την κοινωνία. Η αποκοπή του αρρώστου από τους γύρω του και η σταδιακή κάθοδος προς το βασίλειο της σκιάς. Η «Εκμηδένιση» (2022) δεν είναι παραπλανητικός τίτλος. Παρακολουθούμε μια κατάπτωση: ο Paul βγαίνει εκτός. Από την επίσκεψη στον γιατρό κι έπειτα αποφασίζει να μην πάρει το μετρό, νιώθει «χώρια από τους άλλους». Η ασθένεια είχε γίνει κάτι σαν αισχρότητα, μία άσεμνη τάση που πρέπει να εξαλειφθεί.
Οι δυτικές κοινωνίες «είχαν αναγάγει κάθε ασθένεια» σε κάτι «ντροπιαστικό». Το πιο ντροπιαστικό απ’ όλα ήταν να πεθαίνεις. Αυτό κι αν αποτελούσε χοντροκοπιά. Διάφορα βιβλία «βελτιστοποίησης του εαυτού» έβρισκαν αναλογίες με τον κόσμο των πτηνών ή των θηλαστικών, για να σε πείσουν να πας σε μια γωνιά και να ψοφήσεις χωρίς να ενοχλείς τους γύρω σου. Ακόμα και η προσπάθεια των ηλικιωμένων να ζήσουν είχε κάτι βαθύτατα ντροπιαστικό, σαν ανωμαλία. Τα νιάτα πρέπει να παραταθούν κι ύστερα ο άνθρωπος ν’ αποσυρθεί. Οι ενήλικοι δεν είναι κακό να μοιάζουν και να φέρονται σαν νήπια, άλλωστε οι σύγχρονες υγιεινές τροφές προσιδιάζουν σε παιδικά γεύματα. Αν έχουν πνευματικές αναζητήσεις, υπάρχουν μαθήματα γιόγκα, χυμοί ευεξίας και ψυχοθεραπευτές που θα κάνουν τη ζωή του αυτόματου υποφερτή. Στη χειρότερη, μπορεί κανείς να ασπαστεί κάποια θρησκεία. Κι αλήθεια, γιατί όχι;
Η Θρησκεία
Τα μυθιστορήματα του Ουελμπέκ ξεδιπλώνονται με φόντο την απουσία πνευματικότητας και την υποχώρηση των θρησκειών. Μπερδεμένοι άνθρωποι, φορείς χάους, πιάνονται απ’ όπου τύχει: μια νέα μόδα στην υγιεινή διατροφή, μία νέα θρησκεία, ασιατικής έμπνευσης, μπορεί να κρύψει το έρεβος. Ο σεξοτουρισμός, η δουλειά, το μεγάλο διαμέρισμα στο ακριβό προάστιο του Παρισιού τραβάνε, καταπίνουν και μετά φτύνουν πίσω τους χαρακτήρες του Ουελμπέκ, που φαίνεται να γράφει εν μέσω μιας διαρκούς θανατοφοβίας – και πώς αλλιώς να έγραφε, εδώ που τα λέμε;
«Στα πρώτα έργα του Ουελμπέκ, το πνευματικό κενό που απορρέει από τον θάνατο του Θεού είναι διακριτά παρόν και συμβάλλει στη δημιουργία του μελαγχολικού τους φόντου» (Χ. Γροσδάνης, Θρησκεία, Επιθυμία και Ανομία στο «Αρνητικό Φορτίο, Δεκατρία Κείμενα Για Τον Μισέλ Ουελμπέκ»). Ο Ουελμπέκ ασχολείται με την «επιστροφή ή εκδίκηση του Θεού» (στο ίδιο). Λούζει με ειρωνεία τους πάντες – ειδικά τους οπαδούς διαφόρων υπερβολικά αφελών συστημάτων θέασης του κόσμου. Ταυτόχρονα, ζηλεύει και αποζητά, περιφρονεί και θέλει μια ανακούφιση σ’ αυτό που αποκρύπτει με τόση έγνοια η κοινωνία της κατανάλωσης και του ανταγωνισμού: θα πεθάνεις.
Εν ολίγοις, καταδύεται «στις πολλές και αντιφατικές όψεις της επιστροφής του θρησκευτικού συναισθήματος, το οποίο αποτελεί ταυτοχρόνως έκφραση δυσκολίας διαχείρισης του εαυτού, ανάγκης για αυτοπεριορισμό και για πνευματικότητα, καθώς και ενδεχόμενη απειλή για τις ελευθερίες» («Αρνητικό Φορτίο», σελ. 38).
Στην «Εκμηδένιση», η χριστιανή
Η συντηρητική Cecile έχει βρει κάτι σαν νόημα. Το κουράγιο της μπροστά στην ασθένεια αγαπημένων της προσώπων πηγάζει από μια πίστη στα πράγματα. Ενα αξιοπρεπές και μετρημένο άτομο που ξεσπά όταν βλέπει τον αδελφό της ν’ αρνείται τις θεραπείες που ενδέχεται να του εξασφαλίσουν τη ζωή: ήξερα ότι οι άντρες είναι δειλοί, λέει, αλλά δεν έχεις δικαίωμα να περιφρονείς έτσι τη ζωή. Η ιδέα πως η ζωή είναι δώρο κι όχι μια σειρά από εξευτελισμούς και διαψεύσεις είναι θρησκευτική. Οπως και η ιδέα πως η αγάπη είναι δόσιμο, χάσιμο του εαυτού μέσα στον άλλον, φροντίδα και παρουσία, κάτι που κάνει τα πάντα υποφερτά. Γι αυτό και η Cecile αποχωρώντας από το νοσοκομείο όπου ο αδελφός της παλεύει τον καρκίνο λέει: αν με χρειαστείς πέστο, θα τα παρατήσω όλα και θα ’ρθω. Τι άλλο είναι η αγάπη, αν όχι αυτό;
Η υπόσχεση της αγάπης
Ο χαρακτήρας της «Εκμηδένισης» ψάχνει, όπως όλοι μας, να συνδεθεί. Συνδέεται με κάποια βιβλία, ενώ περιφέρεται από νοσοκομείο σε θεραπευτήριο. Οι δυνάμεις της λογοτεχνίας είναι πανίσχυρες. Ενώ χύνουν στο σώμα του τη σταγόνα που ενδέχεται να τον κάνει να ζήσει, ο ασθενής βυθίζεται στις αφηγήσεις: ποια άλλη τέχνη το κάνει αυτό; Τι άλλο μπορεί στον κόσμο να παρηγορήσει τόσο βαθιά τον άνθρωπο που έχει σώμα; Η αγάπη είναι μια υπόσχεση που όντως αξίζει να δοθεί.
Καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας αποκόπτεται λόγω ασθενείας, ενώ ο κόσμος του μικραίνει τόσο πολύ που γίνεται μάχη σε επίπεδο κυττάρων, το ενδεχόμενο ν’ αγαπηθεί φέρνει παρηγοριά. Ο Πασκάλ είχε δίκιο σε όλα, σκοτάδι και έρεβος τυλίγουν τον άνθρωπο, όμως, υπάρχει κι η ικανότητα να ξεχνάς τον εαυτό σου, μέσα στα βιβλία ή στη μέση της αγάπης. Οι γυναίκες του βιβλίου, πίστες στην πίστη τους και γεμάτες φροντίδα, επιζούν – όχι τυχαίο.
Σ’ αυτό το βιβλίο ο Ουελμπέκ είναι «μαλακός» με όσες πιστεύουν, άλλωστε σε συνέντευξή του έχει πει: «Σε αυτό το στάδιο η αθεΐα δεν έχει πλέον τίποτε το χαρούμενο, το ηρωικό. Δεν συνοδεύεται από κανέναν αντικληρικαρισμό ούτε έχει πλέον τίποτε το στρατευμένο. Είναι κάτι το κρύο, το απελπισμένο, που βιώνεται σαν καθαρή ανικανότητα. Μια λευκή περιοχή, σκοτεινή όπου προχωράμε με δυσκολία, ένας οριστικός χειμώνας» («Αρνητικό Φορτίο», σελ. 49).
Σ’ αυτόν τον χειμώνα της αποστείρωσης της ζωής από κάθε πνευματικότητα, η ανάγκη του πνεύματος τρέπεται σε ανάγκη φυγής. Μας πουλάνε οτιδήποτε θα μπορούσε να μας κάνει να αισθανθούμε με επιτυχία δραπέτες από η ζωή μας – όμως όχι η λογοτεχνία, η λογοτεχνία δεν κάνει αυτό, η λογοτεχνία είναι βαθιά, διαρκής παρηγοριά.
Ψάχνοντας νόημα σ’ όλα τα λάθος μέρη, στον τουρισμό, στο new age, στην υπερκατανάλωση και την «πραγμάτωση μέσω της εργασίας» οι χαρακτήρες του Ουελμπέκ μυρίζουν απελπισία, όμως στην «Εκμηδένιση» η ειρωνεία ραγίζει και μπαίνει το φως της πίστης και της αγάπης. Δεν υπάρχει ελπίδα στην «Εκμηδένιση», η ελπίδα έχει πεθάνει από τον τίτλο και το οπισθόφυλλο ήδη. Υπάρχει όμως αγάπη.
Το σκάνδαλο της Μεγάλης Παρασκευής
Στην εποχή της αποτελεσματικότητας ο άνθρωπος που «δεν τον χρειαζόμαστε πια», αυτός που είναι για πέταμα, για να μιλήσω χοντρά, είναι μια σκανδαλώδης ύπαρξη. Η αισχρότητά του έγκειται στην απώλεια του ελέγχου: του τρέχουν τα σάλια, αφρόντιστος και σιχαμερός, θα βρει αγάπη μόνον στα χέρια της μετανάστριας που θα τον φροντίσει έναντι αμοιβής. Ετσι έχουν τα πράγματα.
Ομως, μέσα σ’ ‘ολα αυτά, βρίσκω τη συστηματική απόκρυψη του γεγονότος του θανάτου μία απόλυτα σκληρή, απάνθρωπη, αν μου επιτρέπετε, συνθήκη του σύγχρονου κόσμου. Οχι μόνο γιατί η επίγνωση θανάτου είναι πηγή δημιουργικότητας, αλλά και γιατί μ’ έναν τρόπο κάνει τους ανθρώπους να ζυγίζουν αλλιώς τα πράγματα στη ζωή. Υπό αυτή την έννοια, ο Ουελμπέκ είναι συγκινητικά ακριβής όταν δείχνει πώς ο θάνατος έχει γίνει κάτι σχεδόν επαίσχυντο σ’ έναν αποστειρωμένο, ιατρικοποιημένο και νευρωσικά «υγιή» κόσμο.
Η φθορά είναι ταμπού. Αλλωστε η φθορά είναι ασυμβίβαστη με τη λογική της διαρκούς κατανάλωσης. Ποιος θα ξοδέψει χιλιάδες ευρώ σε υπηρεσίες αντιγήρανσης; Πώς θα πειστούν άνθρωποι στα τριάντα τους να κάνουν προσθήκη ή βαφή μαλλιών, στα δεκαεπτά να βάλουν κρέμα; Αμέτρητες καθημερινές τελετουργίες (ντύσιμο, αγορά φαγητού, επιλογή business class κ.λπ.) διαχωρίζουν τους ανθρώπους, αλλά ο μέγιστος διαχωρισμός είναι ο κόσμος των ζωντανών απ’ αυτόν των εκμηδενισμένων.
Ο κόσμος των ανθρώπων που τρώνε φράουλες και φιλιούνται και κοιτάζουν τα φρέσκα φύλλα, σε αντίθεση με τον κόσμο των αποστραγγισμένων από κάθε χαρά, όπως στην περίπτωση του Aurelien της «Εκμηδένισης» που αυτοκτονεί από ντροπή για την ξιπασμένη, τοξική χαζοβιόλα που έχει παντρευτεί. Ομως ολ’ αυτά δεν κάνει να τα συνειδητοποιείς. Τα καλύπτει ένα πέπλο συλλογικής απόκρυψης.
Γι’ αυτό αγαπώ τη Μ. Παρασκευή. Εχει κάτι σκανδαλώδες για τα σύγχρονα δεδομένα: το πένθος, η φθορά, ο θάνατος κι η πίστη στο θαύμα της ζωής κάθονται καταμεσής της κοινωνικής συναναστροφής για μια ημέρα, ενώ τριγύρω συνεχίζεται ασίγαστη η άνοιξη και ακούγονται, τραγουδισμένοι συλλογικά, μερικοί αδυσώπητα καλοί στίχοι.
Η Μ. Παρασκευή θέτει στο μέσο της κοινωνικής ζωής αυτό που κανονικά αποκρύπτεται. Ο ίδιος ο Θεός παραχώνεται στα λουλούδια. Θα πεθάνεις και στο κεφάλι σου θα ρίξουν χώμα ουρλιάζει ο Ουελμπέκ. Μα πώς το ξεχνούν τόσοι άνθρωποι τόσο συχνά; Δεν είναι δύσκολο. Στα κεντρικά σημεία των πόλεων βρίσκει κανείς καταστήματα ρούχων, νυχάδικα και τράπεζες. Ανοίγοντας το κινητό (γιατί;) έρχεται αντιμέτωπος με μία άχαρη γραφειοκρατία απρόσωπων προσωπικών επαφών. Μαθαίνει έτσι τι είναι σημαντικό και πειθαρχεί.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Το γκράφικ νόβελ η Διάκριση της Τιφέν Ριβιέρ. Τα νέα φύλλα, η χλωροφύλλη. Οι θεϊκές μουσικές στο αφιέρωμα «Ιερός Μινιμαλισμός» στην εκπομπή Αδράξτε Τον Ηχο του Τρίτου Προγράμματος.
