Αγαπητέ,
Φανταστείτε το εξής σενάριο. Εξαλλος και ευρισκόμενος σε κατάσταση οδύνης από την οικονομική σας συνθήκη, αποφασίζετε «να κάνετε επιτέλους κάτι». Μια «συμβολική παρέμβαση» που θα τραβήξει τα βλέμματα στο πρόβλημά σας. Πηγαίνετε στην Πινακοθήκη και επιτίθεστε στις νεκρές φύσεις, στους πίνακες με τα φρούτα και τα πουλερικά, γιατί «αρκετά πια με την ακρίβεια».
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει έγκυρος λόγος προκειμένου να μπείτε στην πινακοθήκη σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Η Πολιτεία δεν θα έπρεπε να επικροτεί τον τραμπουκισμό, όμως, ισχυρίζομαι πως ακριβώς αυτό κάνει. Ας το δούμε από κοντά.
Θρησκεία κατά τέχνης
Η ελευθερία της τέχνης είναι απεριόριστη. Με απλά λόγια: δεν κρίνουμε το περιεχόμενο των έργων, υπό την έννοια ότι δεν δικαιούμαστε να ζητούμε απαγόρευσή τους, αποκαθήλωση, αλλοίωση. Κρίνουμε, φυσικά, όπως έχουμε ξαναπεί, σε επίπεδο καλλιτεχνικό, αισθητικό κ.λπ. Ετσι μπορούμε να αποχωρήσουμε επιδεικτικά από το έργο όπως κάνουν μίζεροι θεατρολάγνοι από τις παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου, πάνε, δηλαδή, ίσα ίσα για να μας πουν πόσο χάλια ήταν. Μα τόσα χρήματα για πέταμα έχουν;
Οπως και να ’χει, αγαπητέ μου, ας πούμε πως μεγάλο μέρος της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής είναι για πέταμα. Το θέμα δεν είναι τι μου αρέσει και τι όχι στην τέχνη, το θέμα είναι πώς δεν θα γίνω ένας μικρός δικτάτορας. Το θέμα είναι πώς θα προστατεύσουμε τα παιδιά που μεγαλώνουν τώρα όχι από την τέχνη (βάλτε και εισαγωγικά άμα θέλετε, δεν παρεξηγώ), αλλά από μία ιδέα περί αρρενωπότητας που περιλαμβάνει επιθέσεις και βία. Το θέμα είναι να τελειώνουμε με τον φόβο, γιατί οι συμπεριφορές λογοκρισίας παράγουν φόβο κι έπειτα –όπως τα ’χω υπολογίσει χοντρικά– δύο σημαντικές παρενέργειες.
Παρενέργεια πρώτη
Η συζήτηση μετατίθεται στα ρηχά. Σκανδαλιζόμαστε, φανατιζόμαστε και στο τέλος μία μερίδα του πληθυσμού παθαίνει ηθικό πανικό και είναι έτοιμη να παλουκώσει ό,τι δεν συμφωνεί με τα αισθητικά της κριτήρια. Φοβικές συμπεριφορές παρατηρούνται σε κάθε επίπεδο. Οι φανατισμένοι θρησκόληπτοι παρουσιάζονται σαν γκρουπούσκουλο νοσταλγών μιας εποχής χωρίς Σύνταγμα. Οι καλλιτέχνες δηλώνουν πως δεν φοβούνται, αλλά ποιος ξέρει εάν θα αυτολογοκριθούν προληπτικά την επόμενη φορά.
Παρενέργεια δεύτερη
Καθώς τα ακροδεξιά κόμματα δίνουν έκφραση στα χαμηλά ένστικτα ενός αρκετά απελπισμένου πληθυσμού, η εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων κλονίζεται κι άλλο. Η νηπιοποίηση συνεχίζεται. Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρίνουν οι ίδιοι ένα έργο, να το εντάξουν στο κοινωνικοπολιτικό του πλαίσιο, να το καταλάβουν, αλλά χρήζουν καθοδήγησης από ιερατεία λογοκριτών και από ηθικά έκπτωτους βουλευτές. Η αλήθεια είναι πως οποιαδήποτε επίθεση στην ελευθερία της τέχνης είναι επίθεση στην περιπλοκότητα.
Η περιπλοκότητα θα διατηρηθεί με κάθε κόστος
Λόγω της επίθεσης στην Πινακοθήκη, ο κόσμος μοιράστηκε πάλι στους υπέρ και στους κατά, στους έτσι και αλλιώς, αλλά, όπως σου έχω ξαναπεί, οι άνθρωποι είμαστε απείρως περίπλοκα πράγματα. Το αλγοριθμικό υπόστρωμα της διαδικτυακής επικοινωνίας και το απίστευτα χαμηλό επίπεδο μεγάλου μέρους του πολιτικού και μιντιακού προσωπικού της χώρας έχει ως αποτέλεσμα αυτή τη στάθμη διαλόγου που βλέπεις: αμορφωσιά και νεύρα.
Ετσι, ο «μέσος Χριστιανός» δεν υπάρχει, αλλά δημιουργείται: μία γελοιογραφική περίπτωση ατόμου που τη μία μέρα σπάει έργα τέχνης και την άλλη καλεί σε συνέδριο κατά της άμβλωσης. Ο «μέσος καλλιτέχνης» δεν υπάρχει, αλλά εφευρίσκεται: κάποιος ψυχανώμαλος που ζωγραφίζει βλαπτικά σκίτσα που θίγουν όσους τα κοιτούν. Παλαιοχριστιανοί (γνωστοί θαμώνες χώρων τέχνης) κοκκινίζουν. Καλλιτέχνες χωρίς έργο τοποθετούνται: δεν θα μας φιμώσετε. Μου θυμίζει όταν ήμασταν μεγαλοέφηβα και πηγαίναμε με φίλους στα Μετέωρα κυρίως για να αρνηθούμε να υπακούσουμε στους κανόνες ένδυσης και συμπεριφοράς της μονής. Θέλαμε να σκανδαλίσουμε κάποιον, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος μας να επικοινωνούμε με τον περίγυρό μας. Ημασταν δεκαεπτά.
Εμπιστοσύνη
Αγαπητέ μου, η θρησκεία και η τέχνη μού αρέσουν γιατί υπονοούν πως η πνευματικότητα είναι ανάγκη, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει σαν να ’ναι γάτα, τρώγοντας υγιεινά γεύματα και αθλούμενος. Πως η απόλυτη αποτελεσματικότητα, η αφαίρεση των «περιττών» ερωτημάτων (τα υπαρξιακά) φέρνει τη δυστυχία. Πιστεύω πως μπορούμε να μιλάμε ακόμη κι αν ασπαζόμαστε άλλες εικόνες. Κι αν δεν μιλάμε μπορούμε να συνυπάρχουμε από μακριά. Η χώρα περνάει μια κρίση εμπιστοσύνης που σιγά σιγά διαχέεται στον απλό κόσμο. Δυσπιστεί ο ένας για το τι είναι ο διπλανός του. Η άρνηση ενηλικίωσης γίνεται θεσμική.
Εξ ου και η αληθινή σημασία «της ανάγκης προστασίας των παιδιών» όταν λογοκρίνονται τηλεοπτικά σόου, βιβλία, περιοδικά, ταινίες και πίνακες. Στην πραγματικότητα ο πληθυσμός της Ελλάδας δεν λογαριάζεται για ενήλικος πληθυσμός. Τα νήπια πρέπει να τα προστατεύει κανείς, να μην τα εκθέτει στα ερεθίσματα. Η ενηλικίωση περιλαμβάνει την έκθεση στην περιπλοκότητα.
Θα ήθελα να σηζητάμε για τις σύγχρονες τάσεις στην ιερή μουσική, για το πολιτικό video art, για το θέατρο. Θα ήθελα να μην ασχολούμαστε με τη βία, αλλά η βία μάς κυκλώνει και μας αναγκάζει ν’ ασχοληθούμε μαζί της. Ετσι, συρρικνώνει τα πράγματα σ’ ένα βασικό αμυντικό επίπεδο: αντί να σου στέλνω μια επιστολή όπου θα σε προτρέπω να διαβάσεις Ντοστογιέφσκι, γιατί θα σου αρέσει, κάθομαι και σου γράφω τα βασικά: σε μία εποχή που αντί για μεθόδους γνώσης του κόσμου καλλιεργούμε skills/δεξιότητες και εργοστάσια απονομής διπλωμάτων, η τέχνη είναι από τα λίγα «άχρηστα» πράγματα που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε την ανθρώπινη συνθήκη.
Κατάλογος απολεσθέντων
Η επιλογή της ελληνικής Πολιτείας είναι το σκοτάδι. Το σχολείο ροκανίζει συστηματικά οποιαδήποτε ώρα και διάθεση για ιστορία της τέχνης ή για έκθεση σε έργα τέχνης που απαιτούν πλαισίωση και συζήτηση όταν παρουσιάζονται σε παιδιά. Η επαφή των παιδιών με την τέχνη είναι μια συνισταμένη των προνομίων των γονιών τους ή της απουσίας τέτοιων: με άλλα λόγια τα παιδάκια εκτίθενται άνισα στα έργα τέχνης, ανάλογα με τη μόρφωση και την οικονομική επιφάνεια, τις διασυνδέσεις και τον τόπο κατοικίας των γονέων. Και, φυσικά, τα πολιτικά κόμματα μιλούν για πολιτισμό, αλλά σπανίως επενδύουν σε αυτόν ή στις συνθήκες (κυρίως υλικές, εδώ που τα λέμε) παραγωγής του.
Να σου δώσω μερικά παραδείγματα λογοκρισίας: το 2007 κατασχέθηκε στην Art Athina έργο της Εύας Στεφανή, επειδή ήταν τάχα άσεμνο, αντίθετο στα χρηστά ήθη. Βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί από τις σχολικές βιβλιοθήκες, γιατί τάχα είχε πορνογραφικό περιεχόμενο. Το 1957 πίνακας του Τσαρούχη με ναύτη και, προφανώς, ομοερωτικούς υπαινιγμούς είχε προκαλέσει αντιδράσεις του Ναυτικού. Ενώ η διδασκαλία του Καβάφη ή της Σαπφούς δεν μπορεί να παραληφθεί τελείως από τα σχολεία, γιατί είναι τεράστιοι ποιητές, απαλείφεται, όμως, κάθε αναφορά στον ομοερωτισμό (βλ. Πολιτική Ορθότητα, Σπ. Βλαχόπουλος σελ. 112-113). Ολ’ αυτά ιατρικοποιούν, απολυμαίνουν και καθαρίζουν την τέχνη όχι από τα βλαπτικά της στοιχεία, αλλά απ’ αυτά που την κάνουν τέχνη.
Πριν νομίσεις ότι μόνο στην Ελλάδα δεν στέκουν καλά οι θρησκόληπτοι, στη μήτρα της σύγχρονης ακροδεξιάς, την Αμερική, δασκάλα απολύθηκε, επειδή έδειξε στους μαθητές μαρμάρινο αναγεννησιακό γλυπτό του Michelangelo που παρουσίαζε γυμνό τον Δαβίδ (όλ’ αυτά σε μία εποχή που τα παιδάκια περνούν κάμποσες ώρες τη μέρα στο Διαδίκτυο καταναλώνοντας περιεχόμενο που τα κάνει να αισθάνονται απαίσια για το σώμα τους, το σεξ κ.λπ.). Αναρωτιέμαι γιατί επιτρέπονται οι απεικονίσεις του Ιησού όπως τις έχουμε συνηθίσει στον σταυρό, τα –με σύγχρονους όρους– «κουίρ» στοιχεία στον Σαίξπηρ, οι «ανωμαλίες» στην αρχαία ελληνική τραγωδία και αυτό το μεγάλο γκέι πάρτι μεταξύ φιλοσόφων, το Συμπόσιο του Πλάτωνα.
Α, και μιας που είμαι στον Πλάτωνα, η Πολιτεία περιλαμβάνει κάτι σαν –με σύγχρονους όρους– ρατσιστικό παραλήρημα σε σχέση με το ενδεχόμενο να μην είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά (δεν είμαστε όλοι από χρυσάφι κ.λπ.), ενώ μία αλληγορία μέσα στο έργο μοιάζει πολύ με τη χριστιανική ημέρα της Κρίσης – πράγμα που θα μπορούσε να ανοίξει μία όντως ενδιαφέρουσα συζήτηση για το τι γίνεται με την ψυχή και τον θάνατο.
Οι αισχρές νομικές στρεβλώσεις, οι ακραίες ερμηνείες της ήδη προβληματικής αόριστης έννοιας «χρηστά ήθη» συνιστούν ένα πισωγύρισμα του νου που δεν οδηγεί πουθενά, μας βάζουν να μιλάμε για τους κανόνες του παιχνιδιού της συνύπαρξης και όχι για την ουσία, το ζουμί, ενώ κι εγώ κι εσύ αναρωτιόμαστε, φοβόμαστε, θαυμάζουμε και απορούμε και γι’ αυτό οδηγούμαστε στη θρησκευτική σκέψη, την τέχνη ή και στην πίστη.
Εγώ, αγαπητέ μου, θέλω να επιστρέψουν στη συζήτηση θέματα παλιακά που αφορούν το νόημα, την ψυχή, την υπόσχεση μιας ζωής χωρίς θάνατο, με αγάπη, συγχώρεση και καλοσύνη. Αυτή η συζήτηση είναι πνευματική και όχι νομική, επομένως βαθύτερη, γιατί στοχεύει στα μύχια της ψυχής του ανθρώπου, όχι στην εξωτερική του συμπεριφορά. Ευχαρίστως να την κάνουμε, όχι όμως να καθόμαστε να συζητάμε αν ένας πίνακας μπορεί να δείχνει τραγόμορφο Αγιο.
Σου διαβάζω από το πρόσφατο βιβλίο ενός καθηγητή μου Δημοσίου Δικαίου στη Νομική, του κυρίου Βλαχόπουλου: «Εάν οποιοσδήποτε θεωρεί ότι προσβάλλεται από κάποιο έργο, ας μην το δει και ας μην το διαβάσει. Δεν μπορεί, όμως, να έχει συνταγματική αξίωση να μην το δουν και να μην το διαβάσουν οι άλλοι» (Πολιτική Ορθότητα ή Σύγχρονη Λογοκρισία; εκδόσεις Ευρασία, σελ. 144).
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Το ξεβολευτικό μήνυμα (δείτε το εδώ) του διεθνούς κύρους σκηνοθέτη Θόδωρου Τερζόπουλου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου που αναμεταδόθηκε παντού. «Μπορεί το θέατρο ν’ αφουγκραστεί το SOS που εκπέμπει η εποχή μας σ’ έναν κόσμο με φτωχοποιημένους πολίτες;» διερωτήθηκε. Είναι κάπως ξεκούραστη αυτή η (ακόμα και άβολη ώρες ώρες) παρρησία των μεγάλων. Η ιδέα πως κάποιοι άνθρωποι όταν έχουν ένα βήμα και κάποιο στάνταρ παγκόσμιο κοινό δεν ψάχνουν πώς να μην πουν πράγματα, αλλά πώς να πουν.
