Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοσυγκρατήσει από την τελευταία βαρυσήμαντη παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα στα πολιτικά πράγματα. Την ομοιότητά της με την αντίστοιχη παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή προ ολίγων μηνών; Το ρωσοφιλικό (στην πραγματικότητα, πουτινοφιλικό) πνεύμα που μεταμφιέζεται σε ορθολογισμό και realpolitik νοοτροπία; (Τι ειρωνεία ο ιδεαλιστής Τσίπρας να μας μιλάει για ρεαλιστικούς συμβιβασμούς!). Ισως είναι από μόνη της η κλασική του κουτοπονηριά και αλαζονεία, η ανενδοίαστη τάση του να προσφέρει αφειδώς λεκτικές σαλάτες γεμάτες αντιφάσεις, εκείνη που χρήζει ειδικής μνείας: για να μην ξεχνάμε από τι ξεμπλέξαμε και με τι είναι πιθανό να ξαναμπλέξουμε αν αφεθούμε εκ νέου στα θέλγητρα του λαϊκισμού.
Καλοί δικτάτορες
Ο Τσίπρας μιλάει για τη Ρωσία σαν να μην πρόκειται για ένα ανελεύθερο καθεστώς. Λες και η αντίθεση προς αυτή και η στήριξη προς την Ουκρανία είναι ζήτημα τακτικής και όχι ζήτημα δημοκρατίας. Γιατί τα χαλάσαμε με ένα τόσο ειρηνικό κράτος, ενώ θα μπορούσαμε να είχαμε διαχειριστεί διπλωματικά τη σχέση μας μαζί του; Ποια σχέση, αλήθεια; Μάλλον εκείνη που ο Τσίπρας ονειρευόταν και όταν έψαχνε εξωμνημονιακό χρήμα. Ξέρει όμως τι κάνει. Ξέρει πως οι δημοκρατικές ευαισθησίες του κοινού του είναι ως επί το πλείστον παραστασιακοί ακκισμοί και τίποτα παραπάνω. Ετσι εξηγείται και η σιωπή της Αριστεράς ενώπιον της δίωξης Ιμάμογλου από τον Ερντογάν. Ο ολοκληρωτισμός ενοχλεί μόνο στον βαθμό που μπορεί να ταυτιστεί με τη (δημοκρατική) Δύση· κατά τ’ άλλα κρίνεται από ανεκτός έως και χρήσιμος.
Τέλμα
Τα μη ικανοποιητικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ανεπαρκώς αρχηγική φιγούρα του Ανδρουλάκη. Το πρόβλημα αφορά το ευρύτερο τέλμα της Αριστεράς και επηρεάζει το ΠΑΣΟΚ στον βαθμό που η παράταξη εξακολουθεί, έστω κατά ορισμένο μέρος, να ταυτίζεται με αυτήν. Οσοι τα βάζουν με τον Ανδρουλάκη, ας αναρωτηθούν καλύτερα ποια είναι η γενικότερη κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα· πού έχει φέρει τον κόσμο ο τραμπισμός, ποιες ανάγκες του αδυνατεί να καλύψει ο λεγόμενος «προοδευτικός χώρος», πώς αντιμετωπίζουν οι ψηφοφόροι τις πολιτικές δυνάμεις που ανθίστανται στις ακρότητες. Είναι το ανδρουλακικό στιλ το πρόβλημα ή η αδυναμία της (κεντρο)αριστεράς να δώσει απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα;
Αυτοέρωτες
Αυτό που «πουλάει» τώρα στην αγορά της ψήφου είναι αυτό που πουλούσε πάντα: ένα μείγμα θράσους, μεγαλαυχίας και παραμυθιού. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν βλέπει τη ραγδαία άνοδο του κόμματός της ως μυστήριο, αλλά ως φυσιολογική εξέλιξη, επιβεβαιώνoντας έτσι ότι για να ανέβεις ψηλά σε δύσκολους καιρούς πρέπει πρώτος εσύ να πιστέψεις ότι η θέση σού αξίζει. Πρέπει να σε πείθει το ίδιο σου το θράσος. Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας πήγε μάλιστα την αυτοπεποίθηση αρκετά βήματα πιο πέρα· δεν είναι απλώς περήφανη για τη θέση της, αλλά καχύποπτη σχετικά με τη θέση των άλλων: «Εμείς έχουμε μεγάλη επιφύλαξη αν είναι πρώτη η Ν.Δ.»
Εισαγγελική ντροπή
Η υπερβολική πίστη στο μεγαλείο της σκέψης σου προωθεί μεν τη φιλοδοξία σου, αλλά σε φέρνει πολύ κοντά στην αυτογελοιοποίηση. Οσα διαρρέουν από τη δίκη Φιλιππίδη σχετικά με τη συμπεριφορά των δικαστικών παραγόντων, όσα σκανδαλώδη φέρεται να ακούνε μάρτυρες και καταγγέλλουσες από την έδρα, εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους δικαστικούς λειτουργούς και δικαιολογούν απόλυτα τη δυσπιστία των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη. Αναρωτιέται, λένε, ο εισαγγελέας αν η στύση του φερόμενου ως βιαστή είναι δική του υπόθεση· αν η διέγερση του κατηγορούμενου συνιστά απόδειξη πως κάποια τον εξώθησε στον ερεθισμό. Εμείς, από την άλλη, γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος ότι η στύση είναι σαν την ανοησία: από ένα σημείο κι έπειτα, την ευθύνη της φέρει μόνο ο φορέας της.
