Σήμερα θα μιλήσουμε για «χαμηλή» κουλτούρα. Γι αυτό που βλέπεις βράδυ στο κρεβάτι με το χέρι μέσα σ’ ένα μπολ σπιτικό ποπ κορν. Αυτού του είδους η διασκέδαση κυριαρχείται από πλατφόρμες τύπου Νέτφλιξ. Το Νέτφλιξ πουλάει κάτι διαφορετικό από αυτό που πουλάει το σινεμά. Στο σινεμά πας να δεις ταινία, να πιεις ποτό. Το Νέτφλιξ πουλάει την υπόσχεση μιας σπιτικής χαλάρωσης όπου δεν χρειάζεται να προσέχεις υπερβολικά κι όπου συνδέεσαι μ’ ένα παγκοσμιοποιημένο κοινό. Η τηλεόραση είναι και σαν οθόνη κινητού και σαν κάτι πραγματικά ανοιχτό στις εσχατιές του κόσμου (βλ. Κορέα, Κίνα).
Οταν η χώρα δεν «πιάνει το αστείο»
Το νετφλιξ έχει προκαλέσει έναν καταμερισμό εργασίας στην αγορά. Οι ελληνικές παραγωγές, ως επί το πλείστον, μοιάζει να έχουν αποφασίσει ότι δεν μπορούν ν’ ανταγωνιστούν σειρές τύπου Νέτφλιξ και να έχουν επιδοθεί σ’ ένα κυνήγι νοσταλγίας, καλτίλας, επιστροφής στο μελόδραμα, κυρίως απευθυνόμενες σε όσους ακόμη βλέπουν τηλεόραση που δεν είναι συνδεδεμένη στο διαδίκτυο. Το βασικό πρόβλημα με τις ελληνικές σειρές, όπως και με το θέατρο φυσικά, δεν είναι οι ηθοποιοί, αλλά τα σενάρια, οι διάλογοι, οι σκηνοθεσίες και η απίστευτα χαμηλής στάθμης σκέψη γύρω απ’ το τι μάς απασχολεί όντως τώρα.
Δεν υποτιμώ, φυσικά, όσα παράγει η χώρα, γιατί ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται στον πολιτισμό, την «χαμηλή» και «υψηλή» τέχνη, οποιοσδήποτε στην Ελλάδα είναι αρκετά ζόρικος. Ομως, αυτό δεν μπορεί να είναι αιώνια δικαιολογία, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά το επίπεδο των ιστοσελίδων, της κριτικής που δημοσιεύουν, το επίπεδο κάμποσων παραγωγών κλπ. κλπ.. Είμαι σίγουρη πως κάπου σε κάποιο δωμάτιο στα Ιλίσια ή την Κυψέλη γράφονται τα σενάρια που θα γίνουν έξυπνα, ανάλαφρα σίριαλ. Αλλά ως τότε παρατηρώ τη διαρκή καταφυγή στο αποπολιτικοποιημένο, επαρχιώτικου στυλ μελόδραμα την οποία αποδίδω σε μία παραίτηση/ευκολία.
Το έργο «πρέπει να έχει κορυφώσεις», το θέατρο «λύτρωση», η κάμερα πρέπει να δείχνει πλάτη, μετά δακρυσμένο πρόσωπο. Ολα πρέπει να είναι σοβαρά ή εντελώς γελοία, προϊόντα βγαλμένα από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό ή τρασίλες, κιτσαρία και επιθετική ρηχότητα. Στην αφήγηση μπορεί να συμβαίνει αρρώστια, φόνος, κηδεία και τελικά το αναγκαίο outing, όλα στην ίδια σεζόν. Οι γυναίκες είναι υπερβολικά συχνά μαμάδες/φροντίστριες ή σκοτεινά αντικείμενα του πόθου, πονηρές, δολοπλόκες. Αν εμφανιστεί κάποιος/κάποια γκέι το βασικό του/της θέμα θα είναι ότι είναι γκέι-δεν θα μάθουμε ποτέ άλλες προτιμήσεις (φαγητά, ταξίδια) δεν θα έχει πολιτική συγκρότηση. Πού κλικάρω για λίγη μεσογειακή ελαφρότητα;
Μαδρίτη
Το σίριαλ Βαλέρια (Valeria) είναι οι εξοφρενικά καλαίσθητες ιστορίες τεσσάρων νέων γυναικών που ζουν στη Μαδρίτη. Δεν έχουν και πολλά λεφτά, γιατί είναι στην Ισπανία και όχι στο Μανχάταν, είναι ανοικονόμητες στο ντύσιμο και τα λόγια, μένουν σε διαμερίσματα που μερικές φορές δεν μπορούν να θερμάνουν, διαβάζουν βιβλία, πίνουν ποτά, καταλάβατε. Το σίριαλ έχει κάτι που μάς λείπει σε παρόμοιου στυλ και επιπέδου σίριαλ: απενοχοποιεί τη γυναικεία χαρά σε κάθε έκφανσή της.
Εκτός από τις άπειρες σκηνές σεξ μεταξύ πανέμορφων προσώπων διαφόρων σεξουαλικοτήτων που, οκέι, δεν παίρνουν και βραβείο πρωτοτυπίας, το σίριαλ κανονικοποιεί το να απολαμβάνεις το σώμα σου, το ντύσιμό σου, το μπολ με λαδερό churro που θα βουτήξεις στη νουτέλα, το καφέ της γειτονιάς όπου θα καθίσεις μόνη μ’ ένα βιβλίο. Διαμερίσματα με πολύχρωμες ταπετσαρίες, πολύχρωμους καναπέδες και πολλά φυτά, η Μαδρίτη με ήλιο και χιόνι, το φαγητό έξω, η ήσυχη χαρά μιας μπίρας στο πάρκο με τις φίλες. Ελαφρότητα και ελαφράδα. Σκέτη χαρά. Εμείς γιατί δεν εξάγουμε τέτοια;
Ταυτόχρονα, αυτές οι γυναίκες κυνηγούν τους στόχους τους-δεν είναι ρηχές χαζοβιόλες, ούτε μονοδιάστατες. Οπότε οι στόχοι τους διαφέρουν και ποικίλλουν (καριέρα, μωρό, ανεμελιά, καλλιτεχνική αναγνώριση κλπ.), σε αντίθεση με την δόμηση αρκετών ελληνικών παραγωγών όπου ο βασικός στόχος είναι να είσαι καλή μαμά/καλός γιος (γενικώς να ζεις, ανεξαρτήτως φύλου, τη ζωή σου σε αναφορά με τις προσδοκίες των άλλων, υπονομεύοντας έτσι την πιθανότητα αυτός ο λαός να χειραφετηθεί μαζικά από τα κόμπλεξ του). Αυτό παράγει χαρακτήρες που είναι ή τέρατα ή ρηχές εκδοχές «νέων», «γέρων», «επιτήδειων» κλπ. Ιχ.
Στο Βαλέρια οι στόχοι σε κάποιο επεισόδιο μπορεί να είναι απλώς ένα σαββατοκύριακο στην επαρχία όπου πίνει κανείς κόκκινο κρασί και κοιτάζει το τοπίο. Το ταμπού σπάει ξανά και ξανά: βλέπουμε γυναίκες που-απλώς- περνάνε καλά. Ολο το σίριαλ είναι αυτό: μερικές γυναίκες που περνάνε καλά. Στο ελληνικό θέατρο ή σίριαλ αυτό θα συνέβαινε μόνον «πριν από κάποια μεγάλη απόφαση» ή αφότου η γυναίκα θα ‘χε κάνει φόνο. Οχι πάντα. Αλλά αρκετά συχνά. Θα ‘χε θάψει το πτώμα και μετά θα επέτρεπε στον εαυτό της ένα κρασάκι. Θα ΄χε πει στο κοινό ένα μοιρολόι, γιατί τώρα πια αυτό επιβάλλεται. Ή τρας και γκλίτερ ή μαύρο λαχούρι, οτιδήποτε ενδιάμεσο το τρώει η αμφισημία και η αμφισημία λείπει από την πολιτιστική παραγωγή της χώρας σε βαθμό κακουργήματος. Η Καραπάνου τα ‘λεγε αυτά, δεν τα σκέφτηκα εγω. Δεν μού ‘κοβε τόσο.
Αρρενωπότητα
Το θέμα είναι πώς μέσα από πολιτιστικά προϊόντα που βλέπουν χιλιάδες άνθρωποι κάθε βράδυ σπίτι τους, σε διαφορετικά πολιτιστικά συγκείμενα, διαμορφώνεται το πλαίσιο να σκεφτεί κανείς γύρω από την αναπαράσταση της γυναικείας εμπειρίας. Για παράδειγμα, βλέποντας πρώτη φορά στο απολύτως «εμπορικό» σίριαλ Βαλέρια μια γυναίκα να χρησιμοποιεί, χωρίς να γίνεται θέμα, την αντλία άντλησης μητρικού γάλακτος αναρωτήθηκα γιατί δεν το βλέπω συχνότερα. Πώς ταίζουν τα μωρά τους όλες αυτές οι εργαζόμενες γυναίκες στα άλλα σίριαλ; Τι μάς κρύβει είτε η συμβολική, αφαιρετική αναπαράσταση της μητρότητας, είτε η γυαλιστερή, διαφημιστική, λαιφστάιλ εκδοχή (γυναίκα που τα προλαβαίνει όλα κλπ).
Ενα απολύτως εμπορικό σίριαλ μπορεί να μιλάει για όλ’ αυτά και να το κάνει με χαρά και χρώμα. Το κοινό δεν είναι τόσο ανόητο όσο μερικές φορές φαντάζονται οι δημιουργοί των εγχώριων θεαμάτων. Το μινι-σίριαλ Adolescence δεν έχασε θεατές που έθεσε σ’ ένα τεράστιο διεθνές κοινό το ζήτημα των σωματικών προτύπων για τ’ αγόρια, της βίας που τους ασκείται, της ανείπωτης βίας που ασκούν αυτά. Δεν έχασε το σίριαλ παρουσιάζοντας τους άνδρες της εργατικής τάξης ως μπερδεμένες προσωπικότητες που δεν ξέρουν πώς να φερθούν ή πως να έχουν συναισθήματα-χαμένοι κάπου μεταξύ γυμναστηρίου και αγώνα για την επιβίωση. Το adolescence δεν υποτίμησε το κοινό της πλατφόρμας (το οποίο άλλωστε μεταβάλλεται διαρκώς, συγκροτείται εκ νέου, και είναι απρόβλεπτο). Πούλησε κάτι απλό, αλλά το έφτιαξε με τον καλύτερο τρόπο και διατηρώντας στην πλοκή την αμφισημία και την αφαιρετικότητα.
Τι ανάγκη καλύπτουν όλ’ αυτά;
Υπάρχει μια ανάγκη να δει κανείς κάτι που δεν είναι υψηλό, αλλά ούτε και πραγματικά σιχαμερό. Ανάγκη που σχετίζεται με τις εργασιακές συνθήκες και με το πώς έχει κανονικοποιηθεί η αφύσικη απαίτηση για Multitasking (κάνει κανείς πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ενώ ένα μέηλ, μία κλήση μπορεί να σε βρει οπουδήποτε σαν βέλος).
Σε αυτές τις συνθήκες αναδύεται μία ανάγκη όπου κάποιος θέλει να σπαταλήσει την ώρα του. Να είναι αντιπαραγωγικός, να «καεί», να κάνει λάθη, ενώ ταυτόχρονα δεν επιθυμεί και κάτι αληθινά βδελυρό ή κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την παραγωγικότητα της επόμενης μέρας (π.χ. ένα ξεγυρισμένο χανγκόβερ). Είναι όταν θέλεις να φας το μπέργκερ, όχι, όμως και κάτι που θα σε πειράξει (έχετε ποτέ την αίσθηση όταν διαβάζετε κακίες και αισχρότητες στο διαδίκτυο παρασυρμένοι από τους αλγορίθμους, πως κάνετε κάτι σιχαμερό, σαν να αγγίζετε φίδι;). Νομίζω η τοπική βιομηχανία του θεάματος δεν έχει αντιληφθεί αυτήν την ανάγκη για κάτι ενδιάμεσο. Για την ώρα.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Τα οπωροφόρα δέντρα μέρες με ήλιο. Η ποίηση της Δανάης Σιώζιου στην ποιητική της συλλογή Επιστολές. Και ειδικά εκείνος ο στίχος που λέει «οφείλει κανείς να έχει πίστη και ταυτόχρονα να προχωρά».
