«Τι σας φέρνει έμπνευση;». «Κάθε πότε γράφετε;». Αυτές είναι μερικές τυποποιημένες ερωτήσεις που θέτουν οι δημοσιογράφοι στους καλλιτέχνες. Η βασική τους έγνοια είναι να φωτίσουν τη λειτουργία της δημιουργικότητας και ιδανικά να μεταδώσουν στο κοινό τους μυστικά του εργαστηρίου.
Είναι τρελό αν το σκεφτείς! Πριν από την George Eliot δεν υπήρχε το Middlemarch, τώρα έχουμε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Το έφτιαξε αυτή. Το έβγαλε από το κεφάλι της. Πώς γίνεται; Η κλασική μουσική δεν είναι σαν να ’ρχεται από κάπου βαθιά μέσα στο σύμπαν; Πώς κάνουμε το χάος νότες; Πώς λειτουργούν όλ’ αυτά;
Είμαστε όλοι δημιουργικοί;
Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ ξέρω πώς ακριβώς λειτουργεί η δημιουργικότητα. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργικοί, και το φοβερό είναι ότι συμφωνεί μαζί μου ο Brian Eno. Ο Brian Eno, που η μουσική του είναι χάδι στις φλέβες του οργανισμού, υποστήριξε δημόσια ότι οι περικοπές στις δαπάνες για τα καλλιτεχνικά μαθήματα θα έχουν καταστρεπτικές συνέπειες (μια ολιγόλεπτη τοποθέτησή του εδώ). Τα καλλιτεχνικά μαθήματα σαρώνονται παντού. Αχρηστα, πετιούνται στον κάλαθο της εξοικονόμησης πόρων. Τα παιδιά ωθούνται να αξιοποιούν τον χρόνο τους, διδάσκονται από πολύ μικρά να μην «επιλέγουν» τη φιλοσοφία ή τη μουσική, αλλά πρακτικά μαθήματα που άμεσα θα τους φέρουν κοντά σε κάποιο χρήσιμο επάγγελμα (φυσικά αυτές οι «επιλογές» νέων ανθρώπων σχετίζονται με τις απανωτές οικονομικές κρίσεις, το κόστος της στέγης και τις προκλητικές εισοδηματικές ανισότητες).
Το πρωτοποριακό, το ζωντανό, το έξυπνο έχουν συνδεθεί με τις τεχνολογίες. Η μουσική παιδεία είναι σαν κάτι από το παρελθόν ή κάτι που πρέπει να κάνεις, για να πάρεις «πτυχία» και «διπλώματα». Πόσα παιδιά δεν έχουν υποφέρει σε κάποιο ωδείο ώστε να σιχαθούν τελικά ακόμη και τον ήχο του βιολιού χάρη σ’ αυτή την κάπως ανώμαλη λογική που σε θέλει ή σολίστ ή ορκωτό λογιστή, οτιδήποτε ενδιάμεσο είναι σχεδόν μπερδευτικό. Ομως, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων βρίσκονται κάπου σ’ αυτό το ενδιάμεσο.
Ας σταθούμε λίγο στην ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι όταν είναι μικροί ζωγραφίζουν, χορεύουν ή μαγεύονται από το κουκλοθέατρο. Δεν ονειρεύονται μια ζωή στη Γουόλ Στριτ, ούτε μία καριέρα στα λογιστικά. Αυτό ενδέχεται να έρθει μετά και, στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε καν αυτό πλήρως ασύμβατο με τη ζωή του καλλιτέχνη (ο Φερνάντο Πεσσόα έκανε βαρετή δουλειά γραφείου όπως και τόσοι άλλοι). Το θέμα είναι πως υπάρχει μια σπίθα μέσα στα μωρά που τους λέει να παίξουν με το μπλε ή την πλαστελίνη. Μήπως εάν στερείς συστηματικά από μεγάλες μάζες ανθρώπων την επαφή τους με τη δημιουργικότητα, τους στερείς κάτι σημαντικό;
Αρκεί να δει κανείς τη βία στα σχολεία και το πόσο μπερδεμένοι και δυστυχισμένοι είναι αρκετοί άνθρωποι που εκτελούν συστηματικά ολοήμερη ρομποτική δουλειά γραφείου. Το παιδάκι που παίζει με την πλαστελίνη μάλλον δεν θα γίνει γλύπτης (γιατί πόσοι γίνονται όντως γλύπτες/γλύπτριες σε κάθε γενιά;). Δεν σημαίνει, όμως, πως πρέπει να του ξεριζωθεί από νωρίς η ανάγκη να κοιτάζει την τέχνη και να την κατανοεί. Ας γυρίσουμε, όμως, στο πώς φτιάχνεται η τέχνη.
Παπαϊωάννου, Νικ Κέιβ κ.λπ.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου αποκάλυψε το μυστικό της επιτυχίας, που όλοι ξέρουμε, αλλά δεν θέλουμε να πιστέψουμε: δουλειά, δουλειά, δουλειά. Ναι, πού και πού, σου ’ρχεται καμιά καλή ιδέα, αλλά το κόλπο είναι να κάθεσαι στο γραφειάκι σου κάθε πρωί και να παλεύεις. Εχοντας ακούσει πολλές ωραίες ιδέες που στην πράξη δεν υλοποιήθηκαν ποτέ με άρτιο καλλιτεχνικό τρόπο, θα σας πω και κάτι ακόμη: όλοι έχουν ιδέες. Δεν γίνονται έργα.
Είναι μάλιστα αρκετά αποκαρδιωτικό να έχεις μια ωραία ιδέα, να τη δοκιμάζεις και να βγαίνει κάτι σαν κατσιασμένο κέικ χωρίς ζάχαρη. Αλλά κι αυτό είναι μες στο πρόγραμμα. Μετά από σαράντα μαραγκιασμένα, κακόσχημα κέικ, θα φτιάξεις κάτι που θα τρώγεται. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες πριν φτάσουν να κάνουν κάτι θεαματικό ξεκινούν από ταπεινά πράγματα. Πίσω από κάποια θεατρική παράσταση που σας εντυπωσίασε βρίσκεται κάποια ομάδα ανθρώπων που πέρασε πολύ χρόνο περπατώντας, σιωπώντας ή γράφοντας πράγματα στο λάπτοπ της. Ή να το πάρω αλλιώς: δεν είμαι κακή χορεύτρια, επειδή δεν έχω ιδέες για το πώς θα μπορούσε να είναι μια παράσταση χορού, αλλά επειδή ποτέ δεν χορεύω. Νομίζω ο Αριστοτέλης έχει μια φράση κάπου για το παίξιμο της κιθάρας, γίνεσαι καλός κιθαρωδός με το να παίζεις κιθάρα. Θα προσέθετα: όχι με το να κοιτάς τα μουσικά όργανα των άλλων και να μεμψιμοιρείς.
Μπορεί να φαντάζεται κανείς τη ζωή των δημιουργικών ανθρώπων σαν κάτι συναρπαστικό. Και σίγουρα είναι (υπάρχει μεγαλύτερη συγκίνηση από το ν’ ακούς Μπαχ και να πασχίζεις να γράψεις; Πάρα πολύ αμφιβάλλω). Ομως, δεν είναι η ημέρα του καλλιτέχνη αυτό που μπορεί να φαντάζεται κανείς όταν στη δουλειά γραφείου μπροστά από κάποιο εξέλ λέει «θα τα παρατήσω όλα να ξαναπιάσω το πιάνο, έχω να παίξω από το δημοτικό, αλλά ήμουν καλός, θα πήγαινα μπροστά». Χμ. Η αλήθεια είναι πως μάλλον οι εργατοώρες που απαιτούνται προκειμένου να σημειώσει κάποιος κάποια στοιχειώδη πρόοδο σε μια καριέρα στην κλασική μουσική δεν συγκρίνονται με τις εργατοώρες στη δουλειά γραφείου, και η δουλειά γραφείου έχει τις σιγουριές της.
Ακόμη και ο Νικ Κέιβ, που είναι το αρχέτυπο του σκοτεινού σταρ με ροπή στις ουσίες, είναι ένας άνθρωπος της ρουτίνας. Δουλεύει κάθε μέρα. Είναι τέρας πειθαρχίας (ακούστε εδώ). Τι μαθαίνουμε από τη ζωή του Νικ Κέιβ και τη σταθερή του παρουσία σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδο: Σε κανέναν δεν έρχονται μεγάλες ιδέες την ώρα του πέμπτου ποτού, διάβασε, όμως, συστηματικά πέντε ώρες για πέντε ημέρες, να δεις τι ιδέες θα σου ’ρθουν. Η δουλειά, η επανάληψη, η πίστη πως όλ’ αυτά θα οδηγήσουν κάπου, αυτά συνθέτουν την ψυχική σκευή του/της δημιουργού. Και η συνεχής παρουσία στο εργαστήριο.
Το εργαστήριο του/της καλλιτέχνη/καλλιτέχνιδος
Οι ψευδοκαλλιτέχνες βρίσκουν άπειρες δικαιολογίες για το πόσο χάλια πάει η δουλειά τους. Θα σου πουν πως δεν γράφουν, γιατί στο γραφείο τους έχει θόρυβο. Δεν ζωγραφίζουν γιατί το υπόγειό τους δεν έχει καλό φως. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει ιδανικό εργαστήριο. Μπορεί να γράφεις στον ηλεκτρικό. Στον πάγκο της κουζίνας. Στο παγκάκι του πάρκου.
Φυσικά, οι δημιουργικοί άνθρωποι ωφελούνται από έναν ασφαλή χώρο όπου μπορούν να στεγάσουν τους πειραματισμούς τους. Η δημιουργικότητα ανθεί στη σταθερότητα και την ασφάλεια, αντίθετα απ’ ό,τι νομίζουν πολλοί (ευτυχώς σ’ αυτούς δεν συγκαταλέγονται οι διαχειριστές κληροδοτημάτων, οι υπεύθυνες Ιδρυμάτων, οι χορηγοί υποτροφιών και οι «πατέρες» των συνταγματικών κειμένων). Γι’ αυτό, αν θέλεις πραγματικά να σκοτώσεις τη δημιουργικότητα, μπορείς να δημιουργήσεις συνθήκες ακραίας ανασφάλειας, για παράδειγμα διώκοντας ανθρώπους για όσα λένε.
Ομως και η αγορά των ακινήτων είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καλλιτεχνική δημιουργία, μια που για αρκετά καλλιτεχνικά επαγγέλματα το βασικό έξοδο είναι ο χώρος. Ετσι, πρώην γειτονιές καλλιτεχνών μπορεί να γίνουν παράδεισοι real estate, αντί για δημιουργικότητα θα μείνει η επιτελεστικότητα της δημιουργικότητας, μ’ άλλα λόγια αντί για ζωγράφους οι δρόμοι θα έχουν σχεδιαστές απούλητων ρούχων. Το εργαστήριο, λοιπόν, θα διαφέρει ανάλογα με το εάν το κράτος στηρίζει τις τέχνες, με το πώς κινούνται οι τιμές των ενοικίων, με το εάν οι ιδιώτες χρηματοδοτούν και αγοράζουν και φυσικά ανάλογα με τη ζήτηση των έργων και του ίδιου του δημιουργού.
Ματιές από την καθημερινότητα στο εργαστήριο ενός καλλιτέχνη που τα χει πια οπωσδήποτε καταφέρει μπορείτε να δείτε στο εξαιρετικό καθησυχαστικό Self-Portrait As A Coffee Pot . Εκεί θα δείτε τον Νοτιοαφρικανό εικαστικό William Kentridge να σηκώνεται κάθε πρωί, να πίνει τον καφέ του και να κλείνεται στο εργαστήριο, για να διαβάσει, να φιλοσοφήσει, να σκιτσάρει, να βάψει και να κάνει κολάζ.
Γιατί οι καλλιτέχνες κάνουν παρέα μεταξύ τους και μένουν μαζί;
Για λόγους κόστους και πίστης. Διάφορες διάσημες ομάδες στο θέατρο ή στα εικαστικά έχουν κατά καιρούς συνυπάρξει σε κάποιον χώρο. Γιατί; Ενας καλός λόγος είναι η φτώχεια στα πρώτα βήματα. Πρέπει να πληρώνεις το νοίκι και να αγοράζεις βρώσιμα πράγματα, ενώ ακόμη κανείς δεν προτίθεται να χρηματοδοτήσει τις προσπάθειές σου. Ετσι, δημιουργούνται κοινότητες.
Ενας άλλος λόγος είναι η πίστη. Προκειμένου να μην ξενερώνεις κάθε πρωί που κάποιος σε ρωτάει «γιατί κάνεις μπλε ανθρωπάκια στον πίνακά σου;» ή «όλη μέρα θα διαβάζεις; Δεν θες να βγεις;», μπορεί ν’ αποφασίσεις να μείνεις με ομοϊδεάτες σου που μοιράζονται την προσήλωσή σου στη δημιουργική μοναχικότητα και στις βασικές αρχές του εξπρεσιονισμού. Λίγο – πολύ όπως οι πιστοί κάποιας θρησκείας που επιλέγουν τον κοινοβιακό, μοναστικό βίο, είναι μια τεράστια σπατάλη ενέργειας να εξηγείς τι κάνεις, ειδικά εάν ακόμη δεν έχεις κάποια στοιχειώδη αναγνώριση.
Η Susan Sontag διαβάζει
Σε μία περίοδο της ζωής μου που τα ’χα λίγο χαμένα, άντλησα υπομονή και πίστη από τα ημερολόγια της Susan Sontag (1933-2004). Η Sontag πέρασε όλη τη ζωή της σαν μεταπτυχιακή φοιτήτρια σ’ ένα αέναο πρόγραμμα εκμάθησης των πάντων που είχε η ίδια δημιουργήσει και επιβάλει στον εαυτό της. Τα ημερολόγιά της είναι λίστες από βιβλία, ταινίες και λόγια μουσική. Εκανε αμέτρητα ταξίδια, συχνά, για να δει κάποια παράσταση ή κάποιον δρόμο. Κι ύστερα μαζεμένη στο μικρό της δωματιάκι έψαχνε να ξύσει την κρούστα των πραγμάτων.
Ακόμη και ασθενής έκανε σκέψεις για την αρρώστια, έψαχνε τα έργα που θα προσέφεραν το κατάλληλο πρίσμα. Στη μακρά λίστα με τις αγαπημένες μου τελειομανείς διανοούμενες που βασάνιζαν τον εαυτό τους και κράδαιναν μαστίγιο, η Sontag φιγουράρει ψηλά (αλλά φυσικά δεν είναι Simone Weil). Πονάει το μυαλό μου στη σκέψη των έργων που κατανάλωσε το τέρας. Οποτε βαριέμαι ή νιώθω κουρασμένη σκέφτομαι τη Susan Sontag και ξεσηκώνομαι να μάθω πράγματα. Τη φαντάζομαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της στη Νέα Υόρκη να τρώει μυθιστόρημα και μετά τοστ.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Τ’ αντιισταμινικά και το τσάι πιπερόριζα/πορτοκάλι. Τ’ αυτιά των σκύλων. Η ιδέα πως μπορεί κανείς να περιβάλλει τον εαυτό του με πράγματα που θεωρεί σημαντικά. Εκείνος ο στίχος που λέει «σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια».
