Αγαπητή Λουσία,
Οι περισσότεροι συγγραφείς είναι καμπούρηδες και γκρινιάρηδες. Ο αυτοοικτιρμός είναι το βασικό τους πρόβλημα. Μερικοί είναι και άσχημοι. Αν γεννήθηκαν παλιά, είναι συνήθως άντρες. Οταν φωτογραφίζονται βγαίνουν κατσούφηδες. Εσύ βγαίνεις σαν σταρ του σινεμά. Φωτογραφημένη στο Πουέρτο Βαγιάρτα, στο Ακαπούλκο, στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, έχεις κάτι αλλοπαρμένο, τα μάτια σου λάμπουν, γράφεις πλάι σ’ ένα μπιμπερό ή σ’ ένα μπέρμπον. Να πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Σου στέλνω γιατί θέλω να κλέψω την ελαφρότητά σου. Θέλω να μου πεις πώς έζησες σε τόσα μέρη. Πώς έγραψες τόσο καλά βιβλία. Και πώς να ζήσω ελεύθερη και ασόβαρη. Ευχαριστώ.
Γιατί είσαι τόσο αστεία συγγραφέας;
Η εισαγωγή μου στο έργο σου ήταν η συλλογή διηγημάτων Οδηγίες Για Οικιακές Βοηθούς. Αχ, ζήλευα πώς έγραφες. Το είχα καταπιεί εκείνο το βιβλίο. Μετά προσπάθησα να μην έχω εμμονή μαζί σου. Πέρασε ο καιρός. Σε μάθανε κι οι πέτρες. Αγόρασα ένα βιβλίο όπου μιλάς για μέρη. Λες εκεί μέσα για τα σπίτια όπου έζησες (η ζωή σου: 1936-2004). Σπίτια που άλλαξες (οι λόγοι: κρύο, χιονοστιβάδες, σου κάνανε έξωση, ερωτεύτηκες).
Την Κυριακή των γερμανικών εκλογών ήθελα ν’ αποκοπώ από την πραγματικότητα. Ακουσα κλασική μουσική στο ραδιόφωνο πολλές ώρες και ασχολιόμουνα μαζί σου. Ηπια καφέ φίλτρου και διάβασα το Καλωσόρισες Σπίτι, Αναμνήσεις, Επιλεγμένες Φωτογραφίες, Επιστολές (μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Στερέωμα). Απέκλεισα τον έξω κόσμο, είχε μουντίλα, κρύο. Το βιβλίο σου έμοιαζε με καλοσυντηρημένο φωτογραφικό άμπουμ. Τις φωτιγραφίες σου σε εξωτικά μέρη, αυτές κοίταζα.
Εσύ στη διάρκεια της ζωής σου μετακόμιζες συνέχεια. Λες για το σπίτι της Γκρίνουιτς Στριτ στη Νέα Υόρκη: «Τα Σαββατοκύριακα χωρίς θέρμανση μετά τις πέντε το απόγευμα. Τα παιδιά κοιμούνται με […] γάντια. Φοράω γάντια για να δακτυλογραφήσω». Μειονεκτήματα σε άλλα σπίτια περιλαμβάνουν τον εθισμό του συντρόφου σου στην ηρωίνη, την έξωση, τη μυρωδιά αλλαντικών, τον θόρυβο αεροπλάνων. Γιατί είσαι τόσο αστεία;
Ζούσε τη ζωή της στη Νέα Υόρκη
Τόσο πανέμορφη και απροκάλυπτα κουλ δηλώνεις: «Διαβάσαμε πολλά βιβλία εκείνο το χειμώνα. Ολα του Χάντσον και του Τόμας Χάρντι. Ολη μου τη ζωή το διάβασμα ήταν η παρηγοριά μου». Εχεις το μάτι σου στον Μπάντι [Μπερλίν], ενώ είσαι παντρεμένη με τον Ρέις [Νιούτον], με τον οποίο έχεις και παιδί. «Θα ξεκινούσαμε μια καινούργια ζωή στη Νέα Υόρκη. Στην αρχή ζούσαμε σ’ ένα γελοιωδώς μικρό διαμέρισμα-στούντιο στη 13η οδό στον πέμπτο όροφο. Ηταν φωτεινό και ηλιόλουστο με παράθυρα που έβγαζαν σε ταράτσες και αεραγωγούς […] Το πρώτο βράδυ κάθισα στο παράθυρο, μοναδική μου θέα μια μεταλλική σκάλα […] Ανθρωποι σε άλλα διαμερίσματα ούρλιαζαν ο ένας στον άλλον ή μιλούσαν μαλακά, γλυκά. Ημουν ενθουσιασμένη. Αυτό είναι ζωή. Αυτό είναι η Νέα Υόρκη!».
Για να τα βγάλετε πέρα ο Ρέις παίζει μουσική σε στριπτιτζάδικα και γάμους στο Νιου Τζέρσι. Γίνεσαι ράφτρα. Στη διάρκεια της ζωής σου θα δουλέψεις σαν καθηγήτρια, καθαρίστρια, τηλεφωνήτρια, διοικητική υπάλληλος σε νοσοκομείο, για να μεγαλώσεις τους μικρούς. Γράφεις με στυλό σε τετράδια, ακους τζαζ, δημοφιλή τραγούδια. Βλέπεις ωραίες εκθέσεις. Ρόθκο. Τζακομέτι. Ρίτσαρντ Ντέιμπενκορν (κι εγώ τον λατρεύω, ειδικά αυτούς τους πίνακες με τη θάλασσα και γενικώς το μπλε).
Ακούτε τέλεια μουσική: Μάιλς, Μπιλ Εβανς με τον Σκοτ Λα Φάρο, Κολντρέιν, Θελόνιους Μονκ και άλλα. «Η ταράτσα ήταν η αυλή μας, με σχοινιά για μπουγάδα και κήπο, καρέκλες για να καθόμαστε και να κοιτάμε τα ρυμουλκά, τις φορτηγίδες, τα κομψά υπερωκεάνια». Πηγαίνεις στο μουσείο του Μπρούκλιν, στο Πλανητάριο, στο Γκούγκενχαϊμ. Υστερα ο Μπάντι –το πρόβλημα- εμφανίζεται μ’ ένα μπουκάλι μπράντι και εισιτήρια για το Ακαπούλκο. Μεταβαίνεις στο Ακαπούλκο, για να κάνεις τα επόμενα λάθη και να γελάσεις ανασηκώνοντας τον ώμο.
Η Λουσία στο Μεξικό, στην Αλμπουκέρκη και στο μαιευτήριο
Η λίστα με τα σπίτια συνεχίζεται στο Μεξικό. Οποιος νόμιζε ότι σε ξέρει από άλλα γραψίματά σου καταλαβαίνει μέσα απ’ αυτές τις αποσπασματικές καταγραφές ότι η ζωή σου ήταν περίπλοκη, όπως κάθε ζωή. «Παπαγάλοι σε καφενεία με ξύλινους ανεμιστήρες» […] «Το πρωί κατεβαίνουμε με το τελεφερίκ σε μια πισίνα με πράσινα πλακάκια, χωμένη στους βράχους δίπλα στον ωκεανό». (Πώς θα ’ταν να κολυμπάς πάνω απ’ τα πράσινα πλακάκια!).
Παίζετε Μονόπολη, τρώτε εντσιλάδας. Ο Μπάντι έχει αγάπη για: τα αεροπλάνα και την ηρωίνη. Εσένα σου αρέσει: να γυρνάς από ’δω κι από κει, να διαβαζογράφεις. Δεν φοβάσαι ακόμη τον εθισμό του Μπάντι, γιατί δεν έχεις ακόμη εθιστεί εσύ η ίδια στο αλκοόλ. «Ολοι νιώθαμε πως ήμασταν κομμάτι μιας συναρπαστικής εποχής, πολύ σημαντικής για την ποίηση, τη ζωγραφική και την τζαζ». Κάνεις παρέα με ηθοποιούς, μουσικούς, συγγραφείς και ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων. Γράφεις με το ποτό σου ή το μπιμπερό δίπλα. Κινείσαι με άνεση ανάμεσα στους αστέρες.
Μιλάς άψογα τα ισπανικά. Αλλωστε έχεις ανατραφεί στο Σαντιάγο της Χιλής, με υπηρετικό προσωπικό, χλιδή, ανέσεις και κακομαθημένους συμμαθητές. Εχεις σπουδάσει («Σπούδασα δημοσιογραφία κατά λάθος. Ηθελα να γίνω συγγραφέας, όχι δημοσιογράφος. Μου άρεσε ωστόσο η δουλειά της διόρθωσης»), έχεις ζήσει στη Μοντάνα, το Τέξας, το Αϊντάχο, το Νιου Μέξικο και πρώτη φορά φοβάσαι λίγο τη δεκαετία του ’60.
Ελαφρότητα
Στην Αλμπουκέρκη το 1962 φωτογραφίζεσαι αδυνατισμένη και πανέμορφη ως συνήθως. «Εδώ έμαθα τον φόβο», γράφεις. «Τον φόβο για τους εμπόρους ναρκωτικών, τις ψυχότροπες ουσίες, τον φόβο των τοξικομανών […] Μαζί με τον εθισμό έρχεται το κρύψιμο, το ψέμα, η καχυποψία». Πετάς. «Πετούσαμε ώς το Πουέρτο Βαγιάρτα, μια μικρή πόλη εντελώς απομονωμένη εκείνη την εποχή, χωρίς αυτοκινητόδρομο ή εμπορικές πτήσεις […] ανεβαίναμε προς την εγκαταλελειμμένη πόλη Μπονάντζα, για να δούμε το ηλιοβασίλεμα πάνω από την Αλμπουκέρκη […] κάναμε στροφή για ν’ ακολουθήσουμε τη διάχυση και την ανάμειξη των χρωμάτων ώς την Αριζόνα και επιστρέφαμε ακριβώς την ώρα του λυκόφωτος». Τι ζωή.
Το 1962 γεννάς πάλι. Τρίτος γιος, Ντέιβιντ. «Ο Μπάντι έπρεπε να μ’ αφήσει στο νοσοκομείο για να πάει σπίτι να πάρει τη δόση του, οπότε ήταν το δεύτερο παιδί μου που γεννήθηκε “χωρίς άντρα να μου κρατάει το χέρι”». Το κείμενο συνοδεύουν φωτογραφίες απ’ όλ’ αυτά τα σπίτια, τα μέρη, απ’ όλ’ αυτά τα μωρά. Εσύ με τους γιους σου διαρκώς νέα και όμορφη. Οι άντρες που τρέμουν να μπουν στο μαιευτήριο μόνοι τους στις φωτογραφίες, μεθυσμένοι, όμορφοι, χαλαρωμένοι μπροστά από βιβλιοθήκες, δίπλα σε πισίνες, κατεβασμένοι στο status του πρώην εραστή.
Μωρά
Η ιστορία με τα μωρά ξεκίνησε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1956. Το πρώτο μωρό, ο Μαρκ, είχε πατέρα τον Πολ (λαθραναγνώστη της επιστολής, μπορείς να παραιτηθείς από την προσπάθεια χαρτογράφησης των ερωτικών σχέσεων της Λουσία η γυναίκα έζησε ελεύθερη ζωή). «Κάναμε το πρώτο μας παιδί για να μην επιστρατευθεί ο Πολ». Ο Πολ ήταν καλλιτέχνης και σε παράτησε με το βρέφος. Η ικανότητά σου να αφηγείσαι και να επιβιώνεις με σοκάρει, λες, π.χ., γι’ αυτή του τη συμπεριφορά: «Ο Πολ είπε ότι η μόνη λύση ήταν να φύγει και έφυγε. Είχε μια υποτροφία, έναν χορηγό, μια βίλα κι ένα χυτήριο στη Φλωρεντία και μια καινούργια φιλενάδα με ίσια μύτη […]δεκαέξι ολόκληρα χρόνια πέρασαν ώσπου να τον ξαναδούμε» […]. «Το δύσκολο μιας και υπήρχαν δυο μωρά που ακόμη φορούσαν πάνες, ήταν ότι δεν είχαμε τρεχούμενο νερό» […]. Εσένα βέβαια αλλού γύρναγε ο νους σου. «Μιλούσαμε και γελούσαμε για ώρες, πίνοντας κρασί Gallo. […] περνούσαν πολλοί συγγραφείς και μουσικοί, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο Τζακ Κέρουακ, ο Τζέρι Μάλιγκαν, ο Ντικ Τουάρτζικ […]». Εδώ που τα λέμε, ώρες ώρες γράφεις καλύτερα από δαύτους.
Ολ’ αυτά τα παίρνεις ανάλαφρα. Το πρώτο που κάνεις όταν σε παρατάει ο Πολ, που βασική του αγωνία ήταν να «διευθετεί τα μέρη του σώματός» σου, είναι ν’ απαλλαγείς απ’ την ψηλομύτικη, καλλιτεχνική αισθητική του ξεθάβοντας την πολύχρωμη κουρελού που αγαπούσες, για να την κάνεις ριχτάρι. Κοιτάς να αναθρέψεις τα μωρά. Η ζωή σου είναι μια διαρκής κίνηση απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι αντίστροφα. Τις ξύλινες καλύβες στα βουνά μ’ ένα πτυσσόμενο κρεβάτι, διαδέχονται οι βίλες με υπηρέτες και πολλά δωμάτια. Εξωση και κατσαρίδες. Ευτυχία και χαρά. Γράψιμο, γράψιμο, γράψιμο. Μπορώ να σε φανταστώ να καπνίζεις, να πίνεις μπέρμπον και να μου λες «καλά δεν έγινε και τίποτα, απλώς έζησα». Θα ήθελα να σου στείλω αυτό το γράμμα, αλλά δεν ξέρω πού.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Η συνέντευξη του Νικ Κέιβ στην υπερβολικά καλαίσθητη και ξεκούραστη εκπομπή Fashion Neurosis. Να διαβάζω χαλαρωτικά, εύκολα βιβλία πού και πού. Συγκεκριμένα το I’m A Fan της Sheena Patel, που είναι σέξι, αρρωστημένο και κάπως γλιτσερό. «Κορυφαίο» στην κατηγορία που δεν έχει κορυφή, μιλένιαλς σε μόνιμη κρίση.
