Αγαπητή κυρία Καραπάνου,
Σας γράφω προκειμένου να διαμαρτυρηθώ για μία σειρά από λόγους.
Προκειμένου να συντάξω αυτήν την επιστολή ξεπερνώ εμπόδια χωρίς πρακτική σημασία. Αφενός, το γεγονός της γέννησής σας το 1946 και του θανάτου σας το 2008. Αφετέρου, το ενδεχόμενο να μη δείτε καν τούτη την επιστολή, γιατί μας χωρίζει μία άβυσσος διανοητικών και συγγραφικών δυνατοτήτων, κοινωνικής τάξης, καταγωγής, χωροχρόνου κ.λπ. Ωστόσο, ειλικρινά: θα ήθελα να σταματήσετε να με ενοχλείτε με το έργο σας.
Η Κασσάνδρα και ο Λύκος
Το 1976 εκδώσατε το βιβλίο σας Η Κασσάνδρα κι ο Λύκος. Εκτοτε διάφορες φορές πληροφορήθηκα ξώφαλτσα πως είστε μεγάλη συγγραφέας και το πίστεψα.. Από τότε ώς τώρα πληροφορούμουν ξώφαλτσα πως είστε μεγάλη συγγραφέας και το πίστευα. Είμαστε μικρή χώρα, αλλά δυο τρεις καλοί βγαίνουν πού και πού. Και δεν εννοώ τον Ομηρο. Μια Κυριακή μεσημέρι χωρίς να είναι κάποια επέτειος άρχισα να διαβάζω την Κασσάνδρα Και Τον Λύκο.
Δεν σας έκαναν σειρά στην τηλεόραση. Δεν σας έμαθα από τις λίστες με τα 3.000 καλύτερα βιβλία για απόψε το βράδυ. Βρήκα το βιβλίο σας στο σπίτι. Μού το ’χε φέρει μία φίλη που έχει γούστο στη λογοτεχνία και τα ξέρει όλα. Το έργο σας με χτύπησε στο κεφάλι και μου ’κοψε τα πόδια. Αχ, πόσο άβολα ένιωθα διαβάζοντας ένα ολόκληρο βιβλίο βγαλμένο από τα έγκατα της γης, από τον τρόμο της παιδικής ηλικίας.
Ο λύκος τρώει το μικρό γουρουνάκι
Σαν σε ιμπρεσιονιστικό πίνακα μάς δίνετε κομμάτια μίας παιδικής ηλικίας μέσα από σπασμένο καθρέφτη (θρυμματισμένη αρχή στη ζωή, δυσοίωνη, κάτι απ’ το οποίο πρέπει να επιβιώσεις). Μεγαλοαστικό σπίτι της Αθήνας. Σοφέρ, υπηρέτες, Παρίσι, Κολωνάκι, Βρετανίδες γκουβερνάντες και μία παιδική καρδιά όλο κακώσεις. Κολλώδεις, μπερδεμένες, ανησυχαστικές οι εικόνες από τη ζωή της μικρής Κασσάνδρας της φέρνουν σύγχυση. Η αφηγήτρια, το μικρό παιδάκι που λέει αυτά που κανείς δεν θέλει ν’ ακούσει, είναι σαν ν’ ανοίγει και να κλείνει τα μάτια του. Σκοτάδι, σκόρπιες εντυπώσεις, δαχτυλιές στον εγκέφαλο.
Ο παρενδυτικός οικονόμος, Πέτρος, που εκμεταλλεύεται τη μικρή Κασσάνδρα μόλις φύγει η γιαγιά. Η αλκοολική θεία που λέει τρομακτικά παραμύθια και λιποθυμάει. Ο πρέσβης, ο στρατηγός, οι γονείς-απόντες. Η αίσθηση ότι είσαι αφημένη και αβοήθητη σ’ έναν κόσμο που δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Το σύμπαν μεταφορών, φαντασιώσεων, παράνοιας, αθωότητας, σεξουαλικής κακοποίησης, απόρριψης και παιχνιδιού είναι οι πρώτες εντυπώσεις της Κασσάνδρας απ’ τη ζωή στο Κολωνάκι. Ο συνδυασμός οικειότητας και ανοικείωσης τσακίζει κόκαλα.
Η τραβηγμένη κουρτίνα της άγιας οικογένειας
Ο Πέτρος, που σερβίρει γεύματα πέντε πιάτων με γαλλικό όνομα και παίζει με τη μικρή, εμφανίζεται συχνά κοντά σε κουρτίνα ή μέσα σε μία ατμόσφαιρα μεγάλου, καταθλιπτικού οικογενειακού σαλονιού χωρίς θαλπωρή. Είναι ο οικονόμος ενός σπιτιού χωρίς πολλή ζωή (τέσσερα πατώματα μαθαίνουμε πως έχει η πολυτελής οικία). Τα μέλη της οικογένειας τα βλέπουν κυρίως οι ψυχίατροι, το εξωτερικό και η υψηλή κοινωνία Κολωνακίου και Παρισιού. Το σπίτι είναι τόσο ήσυχο και έρημο που ο Πέτρος μπορεί να «παίξει» με τη μικρή. Η μικρή παίζει διάφορα μες στο μυαλό της. Δεν πολυμιλάει. Ζωγραφίζει μαύρους ουρανούς.
Από νωρίς το βιβλίο μας εκπαιδεύει να φοβόμαστε την εμφάνιση του Πέτρου σαν να είναι η πρώτη φορά. Οπως όταν είσαι μικρή και κάτι χάλια γίνεται, αλλά δεν μπορείς να το συνδέσεις με προηγούμενες χάλια εμπειρίες ούτε να δεις ένα μοτίβο να σχηματίζεται. Κάθε φορά που εμφανίζεται ο Πέτρος ξέρουμε πως πρέπει να φοβηθούμε, αλλά δεν ξέρουμε γιατί. Περιμένουμε πως κάτι ανείπωτο θα συμβεί, αλλά δεν είμαστε σε θέση να εντάξουμε το ανείπωτο σε μία αλληλουχία γεγονότων. Ετσι το έργο ξεκινά με τη μαμά που αποστρέφει το βλέμμα και ολοκληρώνεται με τη γιαγιά που έχει αγοράσει μάσκα ύπνου και δεν βλέπει τίποτα.
Ενδιάμεσα, η σκηνοθεσία με τσάκισε. «Ο Πέτρος παραμονεύει πίσω απ’ την κουρτίνα. Ευτυχώς που κοιμάται τώρα» […] ή αλλού, «νύχτωσε. Από το παράθυρο της τραπεζαρίας κοιτάζω την οδό Ηροδότου… Βρέχει από χθες, ο δρόμος και οι άνθρωποι λαμπυρίζουν. Ο Πέτρος κλείνει τις κουρτίνες» ή αλλού «ο Πέτρος σκεπάζει τη λάμπα, το κομοδίνο, την ντουλάπα και τα παράθυρα με μαύρα μαντίλια». Η Κασσάνδρα είναι μόνη μέσα σ’ ένα δάσος με βαριές κουρτίνες, βελούδινα έπιπλα και αδιάφορους ενήλικες.
Αχ, Ελλαδούλα μου
Περιττό να πω ότι αρρώστησα διαβάζοντας την Κασσάνδρα και τον Λύκο. Το στομάχι μου χάλασε. Ενιωθα ανήμπορη, ένοχη και μικρή, όπως η Κασσάνδρα που αναλάμβανε σε προσχολική ηλικία όλη την ευθύνη για τον τρόπο που της φέρονταν οι μεγάλοι. Γραμμένη την είχαν. Μία κουκλίτσα για αποσυναρμολόγηση ή τσίμπημα. Εξοργίστηκα κυρία Καραπάνου, γιατί ήθελα να φαντάζομαι, όπως τόσοι χωριάτες, πως η εκλέπτυνση και η οικονομική επιφάνεια φέρνουν και το ήθος στον άνθρωπο.
Με πληγώσατε έτσι που μιλήσατε για την Ελλάδα μας, βάζοντας λόγια στο στόμα του κακοποιημένου παιδιού. Γράφετε στο κεφάλαιο «Εθνική Εορτή»: «Χθες το βράδυ η γιαγιά με πήγε στο στάδιο να δω την Ιστορία της Ελλάδος […] Μού άρεσε πολύ, μού θύμιζε τσίρκο […] αχ Ελλαδούλα μου, Ελλαδουλίτσα μου! Φώναξα για πολλή ώρα, κι ύστερα η Ιστορία της Ελλάδος τελείωσε, η Ελλάδα πήγε να κοιμηθεί κι εμείς γυρίσαμε στο σπίτι».
Ή λέτε αλλού, καταφέροντας πλήγμα και συντριπτικό κάταγμα, στην εικόνα της άγιας οικογένειας: «Ετσι μασκαρεμένη κατεβαίνω τις σκάλες, σιγά, για να μην ξυπνήσει η οικογένεια» […] «Φανή, όλοι κοιμούνται. Φανή, φοβάμαι». Με χίλιους τρόπους μπορεί να ερμηνεύσει κανείς αυτούς τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας. Μπορεί να διαβάσει κανείς το έργο όπως θέλει, η Καραπάνου λάτρευε το διφορούμενο και το αμφίσημο και θεωρούσε πως έλειπε από τα ελληνικά γράμματα (αληθές). Ενα κλειδί όμως ίσως είναι η ένδυση σαν μάσκα ή παραίσθηση και το κάλυμμα πάνω σε σκοτεινά, βαριά έπιπλα, σώματα κ.λπ. Το μικρό παραβιασμένο κορίτσι νιώθει «μασκαρεμένο», ενώ διαρκώς κάνει αστεία, αναρωτιέται αν φταίει, χαίρεται. Μπορεί να αποδώσει κανείς το τραύμα καλύτερα σε τόσες λίγες λέξεις: μια σύγχυση συναισθημάτων και να νιώθεις μακριά, πολύ μακριά από το ίδιο σου το σώμα, μασκαράς.
Η λογοτεχνία όταν με αρρωσταίνει
Μερικές φορές μπαίνω σε μία τρύπα σκοτεινή διαβάζοντας. Το είχα πάθει πρόσφατα ξαναδιαβάζοντας τη Βουή Και τη Μανία του Φώκνερ, μικρή το ’χα πάθει με την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων –με είχε μπερδέψει εκείνη η ιστορία. Οπως κι εσείς, είχα υπερβολικά ζωηρή φαντασία όταν ήμουν παιδί και μιλούσα μόνο μεταφορικά που εγώ νόμιζα πως είναι κυριολεκτικά. Το βιβλίο σας μου έφερε στον νου έναν προβληματισμό που αναπτύσσεται σ’ ένα έργο του νομπελίστα Τζ.Μ. Κούτσι, το Ελίζαμπεθ Κοστέλο.
Στο έργο αυτό, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο διαβάζει ένα βιβλίο που την αρρωσταίνει. Στα βάθη κάποιου υπογείου της συλλογικής ψυχής μας ξετυλίγονται κάποια βασανιστήρια και ο συγγραφέας του βιβλίου τα καταγράφει. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο νιώθει άρρωστη: «Αρρωστη απ’ αυτό που διάβασε, άρρωστη από το θέαμα, άρρωστη από τον εαυτό της, άρρωστη σ’ έναν κόσμο όπου γίνονται τέτοια πράγματα, έσπρωξε μακριά το βιβλίο και κάθισε με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια […] τέτοια πράγματα δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν και εφόσον έχουν συμβεί πρέπει να μην έρχονται στο φως, αλλά να καλύπτονται, να κρύβονται για πάντα στα έγκατα της γης, όπως όσα γίνονται στα σφαγεία του κόσμου, εάν θέλει κανείς να μη χάσει τα λογικά του». Το επιχείρημα που αναπτύσσεται ουσιαστικά λέει ότι οι υπερβολικά ρυπαρές στιγμές μας δεν πρέπει να αποτελούν θέμα της λογοτεχνίας, γιατί μόνο στην ανάγνωσή τους βρωμιζόμαστε.
Φυσικά, η λογοτεχνία έχει βρει τρόπους μέσα από σιωπές, λοξές ματιές κ.λπ. να πει ακόμη και το ανείπωτο, όπως η παιδεραστία ή η αδιαφορία για το ίδιο σου το παιδί. Βγάζει από τα έγκατα της γης τα υλικά της ζωής ακόμη κι όταν είναι λασπερά και βρωμάνε. Αυτό καθιστά τόσο οικείο και ανοίκειο το έργο σας που έχει την ερεβώδη σκοτεινιά των μεγάλων συγγραφέων και που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε διάφορες χώρες και γλώσσες. Είναι από τα πιο άβολα και απλά μυθιστορήματα που διάβασα ποτέ στα ελληνικά. Θα ήθελα να σας ζητήσω να βγείτε από το μυαλό μου. Να σταματήσετε να με στοιχειώνετε με τις λέξεις σας.
Το βιβλίο σας πραγματικά με τάραξε. Αγαπητή, φοβάμαι πως συλλαμβάνει κάτι πολύ βαθύ και αληθινό για τη ζωή, την Ελλάδα, τη δεκαετία του ’90 και την οικογένεια χωρίς θαλπωρή. Αγαπητή κυρία, σας γράφω, αλλά δεν σας απευθύνομαι πραγματικά. Θα ήθελα κι άλλοι να εκτεθούν στην ευαισθησία, την απλότητα, το ταλέντο σας ή τη σκέψη σας, για να μάθουν.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Το φως της Αθήνας Φεβρουάριο μήνα. Η οδός Καλλιδρομίου, τις καθημερινές. Οι ακατάδεχτες γάτες στο βιβλιοπωλείο Λεξικοπωλείο στο Παγκράτι.
