Γιατί θαυμάζουμε τους χειμερινούς κολυμβητές – εάν δεν τους θεωρούμε σκέτα λοξούς; Η παρουσία τους στο νερό έχει κάτι ρομαντικό: μαγιό και βρεγμένα μαλλιά, μια συννεφιασμένη ημέρα. Υστερα, τα μέρη κολύμβησης είναι πιο καταδεχτικά τον χειμώνα. Οι ηλικιωμένοι θριαμβεύουν ανενόχλητοι οποιοδήποτε πρωινό καθημερινής πλάι σε όγκους νερού που υπόσχονται λίγη απαλλαγή από τους μυϊκούς πόνους. Η κολύμβηση χωρίς ήλιο δεν χρειάζεται να είναι εξουθενωτικά διασκεδαστική. Παίζει τον ρόλο μιας μικρής τελετουργίας. Εξαγνισμός, κάθαρση, ανάταση, καθημερινή βάπτιση για έναν μη θρησκευόμενο κόσμο. Οταν σκέφτομαι πισίνες δεν σκέφτομαι τους πίνακες του Χόκνεϊ, ούτε τους ψεύτικους κήπους στις ταράτσες κακόγουστων, αποξενωτικών ξενοδοχείων, αλλά τη λαϊκή πολυτέλεια στα δημοτικά αθλητικά κέντρα.
Η θερμαινόμενη πισίνα στην Αθήνα
Δεν προσδοκούν το καλοκαίρι όσοι ξεντύνονται στ’ αποδυτήρια της δημόσιας πισίνας ένα οποιοδήποτε κρύο χειμερινό πρωινό. Εισερχόμενοι στο δημοτικό πάρκο, για να προσεγγίσουν την πισίνα, περνώντας μέσα από δέντρα και θάμνους, οι κολυμβητές ψάχνουν να δραπετεύσουν από τον χώρο, όχι τον καιρό: παραμένουν στην πόλη, όμως βαθιά μέσα στο δάσος των πολυκατοικιών αντικρίζουν ένα ήρεμο ξέφωτο με νερό και χαμηλή βλάστηση. Η λάμψη του νερού στον ήλιο καθώς φωτίζει η καινούργια ημέρα έχει κάτι από υπαίθριο εξαγνισμό.
Μερικά χειμερινά πρωινά ξυπνάω με την ιδέα μίας ζεστής πισίνας που αχνίζει μέσα στο πρωινό κρύο. Τότε πηγαίνω σ’ ένα αθλητικό κέντρο κοντά στο σπίτι (μ’ αρέσει η ονομασία, θυμίζει ημιναυαγισμένο σοσιαλιστικό εγχείρημα). Τρέχοντας αργά στη χωμάτινη διαδρομή που περιβάλλει την υπαίθρια δημοτική πισίνα της Καλλιθέας παρατηρώ τους κολυμβητές να ηρεμούν προκαταβολικά, όπως οι άνθρωποι που κάνουν μια προσευχή και έχουν ήδη αποφασίσει πως πιάνει. Για να περιγράψω την κατάσταση γύρω από την πισίνα χρειάζομαι την εξής φράση: «αυθαίρετη επιμονή σ’ ένα αλλού» (Emanuele Coccia, Philosophy Of The Home). Αυτό το «αλλού» ψάχνουν όσοι πλένονται προσεκτικά, τυλίγουν τα μαλλιά τους, φοράνε σκουφάκι και λαστιχένιες παντοφλίτσες.
Λαϊκή πολυτέλεια
Η δημόσια πισίνα είναι άχρηστη, επομένως πολυτελής. Ολη η τεχνολογία, η κατασκευή, η συντήρηση και η προσφορά της στο κοινό υπονοούν πως έχει νόημα η αδιάκοπη σπατάλη πόρων με σκοπό λίγα λεπτά γαλήνιας διαύγειας μετά το κολύμπι. Η δημόσια πισίνα είναι επαρκώς καλή ώστε να χρησιμοποιείται, τίποτα περισσότερο. Υπό αυτή την έννοια δεν μυρίζει μόνο χλώριο και απολυμαντικό, αλλά κι αποδοχή και λαϊκότητα. Εχει δυνατά μουσική όπως στα φθηνά γυμναστήρια, το νερό είναι θολό, ο πάτος μπορεί να έχει χώμα, η ατομική υγιεινή του ενός εξαρτάται από την ατομική υγιεινή των υπολοίπων.
Η κοινόχρηστη πισίνα είναι κάτι σαν σύμβολο πίστης προς τους γύρω μας. Μεταξύ των κολυμβητών δεν λέγεται τίποτα (είναι κάπως αγενές να μιλάς γυμνός, ελάχιστες συνθήκες το δικαιολογούν). Υπονοείται, όμως, ότι έπλυναν το σώμα τους πριν το εκθέσουν στον χώρο που θα μοιραστούν με άλλους μέσα σ’ ένα ρεύμα νερού που ανακυκλώνεται. Υπό τους καταπραϋντικούς ήχους των δημόσιων αθλητικών εγκαταστάσεων (τα σπορτέξ που τρίβονται στο παρκέ του γηπέδου μπάσκετ, οι ήσυχοι παφλασμοί στην πισίνα), οι αθλούμενοι λένε κάτι για την ικανότητά μας να ζούμε πλάι πλάι.
Ενώ οι χρήστες στις ιδιωτικές πισίνες αντλούν ικανοποίηση από τον αποκλεισμό (ένα ξεκούραστο μοναχικό μπάνιο), οι χρήστες στη δημοτική πισίνα εκπαιδεύονται να αγνοούν τους γύρω τους και να αφήνονται στο ομιχλώδες τοπίο του θερμαινόμενου νερού, ανάμεσα σε κοιλιές, πλάτες με εγκαύματα, παντοφλίτσες και σάκους με αλλαξιές που δεν είναι δικές τους. Μαθαίνουν να στριμώχνουν τα προσωπικά τους αντικείμενα σε ντουλαπάκια, να σέβονται άλλους αθλούμενους.
Η δημόσια πισίνα, σκεπαστή ή υπαίθρια, έχει ανοιχτωσιά. Η αρχιτεκτονική της στοχεύει στο μεγαλείο και στη δοξασία της κοινής ζωής. Τα δημόσια κολυμβητήρια είναι σπάνια μέρη, αφού η αποστείρωση συνδυάζεται με το παιχνίδι, ο καθαρισμός με το ενθουσιώδες τρίψιμο πάνω σε επιφάνειες που έχει επιμεληθεί ο Δήμος Αθηναίων. Είναι ένα κοινωνικό γεγονός που έχει μέσα ήσυχο ερωτισμό και μία σειρά από ανταγωνισμούς. Υπ’ αυτή την έννοια δεν διαφέρει από άλλους δημόσιους χώρους άθλησης.
Αυτό που διαφοροποιεί τη δημόσια πισίνα είναι η καθαριότητα. Ολα συντείνουν προς τα κει. Οι μυρωδιές χλωρίνης. Η παρουσία φυλάκων ή προπονητών. Οι αυστηρές πινακίδες για την τήρηση των κανόνων. Η υποχρεωτική χρήση μαγιό, πετσέτας, ερμαρίου κ.λπ. Σε αντίθεση με το μπάνιο στη θάλασσα, όπου εμπιστεύεται κανείς τα στοιχεία της φύσης και αγκαλιάζει την ιδέα πως αυτά μας ξεπερνούν και άρα μας ξεπλένουν, στην περίπτωση της δημόσιας πισίνας εμπιστεύεται κανείς τη χημεία, τον δήμο, την τεχνολογία που διατηρεί καθαρή μία περίπλοκη δεξαμενή νερού και την ηθική της ατομικής υγιεινής άλλων αξιοπρεπών προσώπων.
Τα μπλε ή λευκά πλακάκια προκαλούν μία σύγχυση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Με το κεφάλι κάτω από το νερό αποκλείει κανείς την ακοή. Ο θόρυβος παύει να του επιτίθεται, τα νέα της ζωής στον κόσμο ακούγονται με σιγαστήρα, σχεδόν είναι σαν να κολυμπά κανείς σε μία δημόσια μπανιέρα και, όπως συμβαίνει και με το υπαίθριο διάβασμα, υπάρχει μια μικρή ανατριχίλα στη μεταφορά μίας πράξης που συνήθως εκτελείται ιδιωτικά στον δημόσιο χώρο. Από πολλές απόψεις το μπάνιο στη δημοτική πισίνα είναι ένας θρίαμβος της ζωής σε πόλη.
Πισίνα και νεωτερικότητα
Ο Coccia μιλώντας για τη νεωτερικότητα θρηνεί το τέλος της, αφού η διαδικασία μετάβασης από την οικιακή/ιδιωτική ζωή στη δημόσια/πολιτική μοιάζει να έχει αντιστραφεί στην εποχή μας. Δεν είναι ο δημόσιος χώρος το πεδίο του θριάμβου της θέλησης, αλλά ο ιδιωτικός. Σκεπτόμενος τον 20ό αιώνα γράφει: «Οι πόλεις είχαν απορροφήσει τη ζωή των αισθήσεων, για να τη διοχετεύσουν σε μουσεία, πολυκαταστήματα, πανοράματα και πανηγύρια. […] Αυτή η γιορτινή έκρηξη συναισθημάτων έχει σταδιακά κυλήσει προς το σπίτι», έχει εγκατασταθεί στην οικιακή σφαίρα. «Το σπίτι, ως φαίνεται, είναι το μέρος όπου πρέπει να συμβεί η αισθητική διέγερση. Εκεί ανακαλύπτουμε, εκεί γνωρίζουμε άλλους». Σκεπτόμενη ένα αντεπιχείρημα σ’ αυτά τα λόγια έφτασα να σκέφτομαι πισίνες.
Οι πισίνες είναι μέρη δημώδους, καθολικής διέγερσης των αισθήσεων. Οπως οι σταθμοί του μετρό, οι στοές, τα πολυσύχναστα καφέ και οι μεγάλες λεωφόροι, οι πισίνες μεταδίδουν τη μητροπολιτική αίσθηση. Είναι μία μικρο-κοινότητα (ναι, μπορεί να το πει κανείς «ετεροτοπία» υποθέτω) σχεδόν ανοιχτή στους πάντες, αρκεί να καταθέσουν τα πειστήρια της καθαριότητάς τους. Αυτή την αίσθηση αποδοχής εντόπισε ο Γιόσεφ Ροτ. Μέσα στη ματιά του τα δημόσια λουτρά της Φριντριχστράσε συνδέθηκαν με τους παρίες του Βερολίνου.
Τριγυρνώντας ξένος και αποξενωμένος, μονίμως εξόριστος, πλάνητας και πότης, θαμώνας των καφέ και των ξενοδοχείων, διωγμένος από τη μεγάλη πόλη (τη Βιέννη, το Βερολίνο και το Παρίσι), γράφοντας για τη μητροπολιτική ζωή, ο Ροτ λέει πως τα λουτρά είναι μέρη για τους καθαρούς αλλά/και μέρη όπου συχνάζουν οι άστεγοι κι οι άνθρωποι που θέλουν να πλυθούν, να βγάλουν τη νύχτα χωρίς να παγώσουν, να ξενυχτήσουν. Στα δημόσια λουτρά τής θηριώδους μητρόπολης, στα πάρκα, στα καφέ που δεν κλειδώνουν ο Ροτ είδε την πιθανότητα ενός ασύλου (A Stranger In Berlin, On Joseph Roth’s Berlin Discourse, Sabine Hake).
Η δημόσια πισίνα στη Σοβιετική Ρωσία
Το 1931 οι Σοβιετικοί ανατίναξαν την εκκλησία του Ιησού Σωτήρος στη Μόσχα προκειμένου να φτιάξουν κομμουνιστικό μνημείο. Τα σχέδια ήταν μεγαλόπνοα. Θα ήταν το μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο. Θα ζύγιζε κάμποσους τόνους. Θα είχε άγαλμα του Λένιν. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη. Στο σημείο δημιουργήθηκε το μεγαλύτερο κολυμβητήριο στην ΕΣΣΔ (δείτε το εδώ ). Δύο φορές το μέγεθος ενός γηπέδου ποδοσφαίρου. Το νερό θερμαινόταν όλη τη χρονιά. Φαντάσου να είσαι κουρασμένη εργάτρια και να μεταβαίνεις στα λουτρά για λίγη γαλήνη, ενώ το τοπίο καλύπτεται από πυκνή ομίχλη και γύρω σου αναπτύσσεται η τρομακτική σοβιετική αρχιτεκτονική και στρώματα πολικού ψύχους. Το μέρος λειτουργούσε και ως σημείο συνάντησης του πληθυσμού της Μόσχας. Μιλούσανε; Και, αν ναι, τι λέγανε;
Μπάνιο στη Λίμνη Υδραργύρου
«Τον Ιούλιο του 1990, όταν ο πιο ζεστός μήνας στην πενηντατριάχρονη ιστορία του Κίροφσκ συνέπεσε με την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, οι ηλικιωμένοι άρχισαν να κολυμπάνε στη Λίμνη Υδραργύρου. Μαζεύονταν τα πρωινά στις χαλικόστρωτες όχθες, με τα γκρίζα τους μαλλιά μέσα σε πλαστικά σκουφάκια για το ντους, κι έμεναν με τα εσώρουχα. Οταν σήκωναν τα χέρια , οι τρικέφαλοι κρέμονταν απ’ τα κόκαλα». […]
«”Γιατί κολυμπάτε εδώ”; ρώτησα μια μπάμπουσκα [δηλαδή γιαγιούλα]. Στεκόταν δίπλα σε μια σκουριασμένη πινακίδα που απαγόρευε το κολύμπι. […] Τα καστανά της μάτια δέχθηκαν το θολό είδωλό μου. Η γενιά της έζησε στην κόλαση, για να μπορέσουμε εμείς να μεγαλώσουμε στο καθαρτήριο.[…] Ισως αυτό που ήθελε να μου πει ήταν πως, αφού είχε επιζήσει του Στάλιν, του Τείχους του Βερολίνου και της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, λίγο βρώμικο νερό δεν μπορούσε να τη σκοτώσει. Αντί για όλα αυτά, κοίταξε τη σκουριασμένη πινακίδα. “Εχω περάσει ό,τι έχω περάσει, αυτό θα φοβηθώ;”». Ο Τσάρος Της Αγάπης Και Της Τέκνο του Anthony Marra (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, Ικαρος).
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις κατά της νεοναζιστικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία στη Γερμανία.
