Η πολυσυζητημένη «Emilia Perez» απέσπασε περισσότερες υποψηφιότητες Οσκαρ από την ταινία «Godfather» (13 έναντι 11), περισσότερες από το «Pulp Fiction» (13-7), περισσότερες κι από το «Taxi Driver» (13-4). Αυτό θα ήταν ένα αδιάφορο γεγονός (τα χρόνια περνούν, τα μεγαλεία και η δόξα αλλάζουν ιδιοκτήτες), αν δεν επρόκειτο για μία ταινία αφοπλιστικά κακή, γυρισμένη θα έλεγε κανείς στο πόδι, ερασιτεχνικά και άτεχνα. Από τα τραγουδιστικά μέρη με τους παιδαριώδεις στίχους μέχρι το ερμηνευτικό στυλ σαπουνόπερας, τις σπαστές προφορές και το αφελές σενάριο (οι Μεξικανοί είναι έξαλλοι με τα παρωχημένα
στερεότυπα και την αβαθή ματιά του σκηνοθέτη-σεναριογράφου στο πολιτισμικό και πολιτικό προφίλ της χώρας) καθίσταται σαφές ότι η ταινία έχει μόνο ένα ατού και μία σκοπιμότητα: τον μειονοτικό της χαρακτήρα (η πρωταγωνίστρια είναι τρανς) και τη θέση της ως αναχώματος στην επέλαση του Τραμπ. Το Χόλιγουντ δίνει μια χαμένη μάχη με απρόσφορα μέσα.
Χαμένο δάσος
Χαμένη μάχη είναι και η αδιάκοπη ψηφιακή συζήτηση για τα φύλα, τον αριθμό τους και τις τυπικές ή άτυπες κατηγορίες τους. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι ακούνε· οι περισσότεροι, ασφαλείς και αδιάλλακτοι μες στις ιδεοληπτικές τους βεβαιότητες, απλώς μιλάνε με την ελπίδα η κοσμοθεωρία τους να γίνει καθεστώς. Κάθε πλευρά, πάντως, και η υπέρμαχος της δυαδικότητας και η φανατική της πολλαπλότητας χάνει, με τρομακτική ευκολία το δάσος: σημασία δεν έχει η τυποποίηση, αλλά το βίωμα της καθημερινότητας. Ας διαμορφώσουμε κράτος και κοινωνία με υψηλά επίπεδα ανοχής στο ανόμοιο και το «περίεργο», κι ας μη συμφωνήσουμε ποτέ στις τυπολογίες και τα semantics.
Διχασμός και αγανάκτηση
Στην Ελλάδα, ο διχασμός είναι πάνω απ’ όλα συνήθεια. Ξεκινάμε διχασμένοι κι έπειτα βρίσκουμε τον λόγο. Οι μαζικές διαδηλώσεις για το δυστύχημα των Τεμπών και η βαθιά απαξίωση του πολιτικού συστήματος είναι παράγωγα μιας διαίρεσης που η κυβέρνηση πρώτη πραγματοποίησε: εμείς και οι άλλοι, οι ψύχραιμοι πολιτικοί και ο υστερικός λαός, οι «χρόνιες παθογένειες» και οι πολίτες που δεν τις αντιλαμβάνονται. Αν από την αρχή της τραγωδίας δεν είχαν τεθεί οι βάσεις της κυβερνητικής αποστασιοποίησης (από την παραδοχή του λάθους, από την ανάληψη της ευθύνης, από τη διευκόλυνση της απονομής της δικαιοσύνης), η σημερινή αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική δεν θα είχε ανακτήσει τα «αγανακτισμένα» χαρακτηριστικά της.
Το φάσμα της απαξίας
Τα πολιτικά βάρη της Ν.Δ. καλό είναι να μην τα θεωρήσουν προσωπικές τους ευλογίες οι ανταγωνιστές της. Μπορεί να μη φαίνεται τώρα ή κάποιοι να μην το βλέπουν λόγω των χιλιομέτρων που τους χωρίζουν από την εξουσία, αλλά η καχυποψία των πολιτών εκτείνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα και δεν εδράζεται τόσο σε ιδεολογικές παραμέτρους όσο στην αποδεδειγμένη ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού συνολικά. Υπάρχει λόγος που οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δεν κολακεύουν το ΠΑΣΟΚ και οι (κεντρο)αριστεροί σχηματισμοί εξακολουθούν να μην πείθουν. Οι ευκαιρίες δόθηκαν και χάθηκαν.
Σαν τη Σάττι
Τα κόμματα εξουσίας βλέπουν τον εαυτό τους εν πολλοίς όπως η Μαρίνα Σάττι τον δικό της στο νέο της βιντεοκλίπ: ως θύμα επιθέσεων, ως στόχο των εχθρικών μέσων ενημέρωσης, ως αδικημένο παιδί του οποίου η εξυπνάδα και οι θυσίες δεν γίνονται κατανοητές από τα αδαή πλήθη. Οι εποχές που αυτό το είδος πώρωσης και ναρκισσισμού μεταγγιζόταν και στο κοινό έχουν περάσει. Τα πράγματα είναι σήμερα πολύ διαφορετικά: ας κάνει ο καθένας τη δουλειά του όπως πρέπει, ας αναλάβει το κόστος του δημόσιου χαρακτήρα της δουλειάς αυτής κι ας απομυθοποιήσει το είδωλό του. Στην Ιστορία βέβαια μένουν και το ψώνιο και το έργο, αλλά το καθένα με διαφορετικό τρόπο.
