Πατεράδες και παιδιά στην Αγγλία του ’90
Ο 76χρονος Πίτερ Χάμιλ, ο οποίος θα βρίσκεται στην Αθήνα αυτές τις μέρες για δύο sold out συναυλίες στο Ωδείο Αθηνών, είναι ένας από τους καλλιτέχνες της δεκαετίας του ’70 που έχουν κερδίσει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του ελληνικού κοινού. Το κοινό αυτό παλιότερα τον παρακολουθούσε στις μουσικές, φιλοσοφικές και υπαρξιακές του περιπέτειες και αναζητήσεις με κομμένη την ανάσα. Τόσο δικό του τον ένιωθε.
Υπήρξε βασικό μέλος και τραγουδιστής του συγκροτήματος των Van Deer Graaf Generator, ενός από τα πιο εκλεκτικά και αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα του προγκρέσιβ ροκ στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70. Το γκρουπ ήταν τολμηρό μουσικά και γι’ αυτό αντιεμπορικό. Η ιστορία λέει, ότι όταν κάποια στιγμή έκοψαν το Generator από το όνομά τους, το έκαναν για λόγους οικονομίας.
Ο Πίτερ Χαμιλ ήταν ένας αντιστάρ στον οποίο το ελληνικό κοινό επιφύλαξε εκδηλώσεις θαυμασμού και λατρείας αντίστοιχες με αυτές που επιφυλάσσει στους ροκ σταρς. Και στη δεκαετία του ’80 ήταν ένα κοινό μεγάλο ποσοτικά. Ο Πίτερ Χάμιλ είναι ένας από τους πιο καλλιεργημένους μουσικούς που έχω γνωρίσει. Διαβασμένος όσο ελάχιστοι, με γνώσεις που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από φιλοσοφία, ποίηση, ψυχολογία, ιστορία και φυσικά μουσική, είναι ένας άνθρωπος που οι συζητήσεις μαζί του ήταν πάντα απολαυστικές. Μπορούσες να μιλήσεις μαζί του για τις επαναστατικές θεωρίες του Καρλ Γιουνγκ σχετικά με τις βασικές ψυχολογικές λειτουργίες, την ποίηση του Ουίλιαμ Μπλέικ, την αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα και ταυτόχρονα να σου προτείνει και τα τρία καλύτερα ουίσκι να δοκιμάσεις. Σπαρτιατικά λιτός στην παρουσία του και στην καθημερινότητά του χωρίς τίποτα υπερβολικό και εξεζητημένο επάνω του.
Ο ίδιος και η οικογένειά του ζoυν εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο πανέμορφο και απόλυτα βρετανικό Μπαθ. Γείτονας του είναι ο άλλος μεγάλος Πίτερ της ίδιας περιόδου, ο Γκάμπριελ αλλά και η οικογένεια ενός σπουδαίου μουσικού που έφυγε νωρίς από τη ζωή, του μπασίστα και τραγουδιστή των Thin Lizzy, Φιλ Λάινοτ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μου είχε αφηγηθεί μία ιστορία από την προσωπική του ζωή για να μου εξηγήσει ότι το προοδευτικό και το συντηρητικό είναι έννοιες πολύ ρευστές. Η κόρη του Χάμιλ και η κόρη του Λάινοτ ήταν συμμαθήτριες στην ίδια τάξη του Γυμνασίου. Οταν ήταν 16 ετών η τάξη τους αποφάσισε να πάει ομαδικά σε ένα διήμερο ροκ φεστιβάλ που γινόταν μακριά από την πόλη τους σε μια απόσταση περίπου μίας ώρας. Οταν ζήτησαν την άδεια από την οικογένειά τους αλλά και χρήματα για να συμμετάσχουν στο διήμερο, πήραν αρνητική απάντηση από τους γονείς τους. Μάλιστα ήταν και τα μοναδικά παιδιά από την τάξη που δεν πήγαν σ’ αυτό το φεστιβάλ. Οταν ρώτησαν τους γονείς τους τον λόγο που είναι αρνητικοί, αφού με το παρελθόν που είχαν θα έπρεπε να ξέρουν τι συμβαίνει σε αυτά τα φεστιβάλ, η απάντηση που πήραν από τους δύο θρυλικούς ρόκερ ήταν: «Ακριβώς επειδή ξέρουμε, γι’ αυτό και δεν θα πάτε»!
True story!
We Shall Overcome
Πώς και πόσο επηρεάζει η νομοθεσία την κοινωνία και τη συμπεριφορά της; Μήπως πριν κάτι νομοθετηθεί έχει υπάρξει ήδη στην κοινωνία σαν κομμάτι των αναγκών και της καθημερινότητας; Μήπως το βίωμα μιας κοινωνίας γίνεται νομοθέτημα ή ισχύει το αντίστροφο; Μήπως η συνήθεια κερδίζει τους νόμους; Αυτά σκεφτόμουν τις προάλλες βγαίνοντας από το θέατρο Θησείον έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος». Το έργο υποστηρίζεται από έναν ερμηνευτικό θρίαμβο του Αργύρη Ξάφη ο οποίος παραδίδει ένα καταιγιστικό μονόλογο υποδυόμενος έξι διαφορετικά πρόσωπα της ιστορίας. Η ιστορία αφορά έναν έφηβο, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την αγροτική περιοχή της Καταλονίας, που βρίσκεται νεκρός στη μέση του πουθενά. Με αφορμή αυτό το γεγονός ξεδιπλώνεται η παθογένεια της κλειστής κοινωνίας σε μια επαρχιακή πόλη. Παιδεραστία, ομοφοβία, καταπιεσμένες ζωές και ένοχα μυστικά. Θα μπορούσε να είναι σε οποιαδήποτε μικρή επαρχιακή πόλη της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου.
Τα σκέφτομαι αυτά με μια διαφορετική οπτική καθώς ζούμε τις μεγάλες αλλαγές τόσο στην κοινωνία όσο και στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί όπου ο νέος πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ, μέσα σε μόλις ένα εικοσιτετράωρο κατήργησε με νόμο οποιαδήποτε πρόνοια είχε νομοθετηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση για τα άτομα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες των δύο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού. Σκεφτόμουν ότι όλες αυτές οι αλλαγές που είδαμε ήδη αλλά και αυτές που θα ακολουθήσουν ξεθεμελιώνουν ό,τι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα για τον δυτικό πολιτισμό. Και σκεφτόμουν πώς θα επιδράσουν στην κοινωνία και στην τέχνη. Μετά, είδα την Τζόαν Μπαέζ σε μια συνέντευξή της πριν από οκτώ χρόνια που έλεγε: «Ποτέ δεν υπήρξα αφελής στη ζωή μου, ούτε στη δεκαετία του ’60 ούτε και ποτέ άλλοτε. Οταν τραγουδούσα μαζί με εκατομμύρια άλλους σε ολόκληρο τον κόσμο το “We Shall Overcome”, ήξερα ότι αυτό μπορεί να μην αφορά και να μη συμβεί καν στα δικά μου χρόνια, στη δική μου ζωή».
Και ησύχασα!
Οταν η ζωή του ενός γίνεται η ιστορία όλων
Από το περασμένο καλοκαίρι και το βιβλίο του Χρήστου Βακαλόπουλου, «Η γραμμή του ορίζοντος», είχα να δω κόσμο να κρατάει ένα βιβλίο στα χέρια του και να συζητάει γι’ αυτό. Το βιβλίο αυτό το κρατούσαν στα χέρια τους κυρίως νέα παιδιά, 25-30 χρόνων, που ήθελαν να ανακαλύψουν την ηρωίδα του Βακαλόπουλου, τη Ρέα Φραντζή. Ηθελαν ακόμα να μάθουν τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ανθεκτική στο πέρασμα του χρόνου, τόσο σημερινή.
Σήμερα στα χέρια πολλών βλέπω το βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου, την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Στην περίπτωση αυτή δεν είναι η νέα γενιά που το κρατάει στα χέρια της και θέλει να ανακαλύψει έναν μελλοντικό ήρωα, αλλά οι γενιές που ακολουθούν τον Διονύση στη διαδρομή του. Δεν ξέρω πώς, αλλά νιώθω εδώ και καιρό ότι έπεσε πολλή νοσταλγία στην ατμόσφαιρα.
Μόλις πριν από λίγο τέλειωσαν τα δεκάδες αφιερώματα για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Μόλις πριν από ένα μήνα κυκλοφόρησε και το τρίτο και τελευταίο μέρος της αυτοβιογραφίας του Μίμη Ανδρουλάκη με τίτλο «Ποιoς το ξέρει; Ποιος το ξέρει».
Εχω πολλούς φίλους που μου είπαν πως το διάβασαν σε μόλις ένα Σαββατοκύριακο και πάλι δεν ήθελαν να το τελειώσουν. Ο Σαββόπουλος έχει τον τρόπο να σε σκλαβώνει με την αφηγηματική του δύναμη είτε την προφορική είτε την γραπτή. Ούτε και εγώ μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου τα βράδια που το διαβάζω. Ισως γιατί η νοσταλγία δεν ήταν αυτό που ήταν κάποτε. Ισως γιατί σήμερα η νοσταλγία αφορά και ακουμπάει και ένα κομμάτι πολύ μεγάλο της δικής μας γενιάς, της δικής μας ζωής. Και το βιβλίο του Σαββόπουλου είναι κομμάτι της ζωής που ζήσαμε, της διαδρομής που ακολουθήσαμε, των επιλογών που κάναμε και της μουσικής που ακούσαμε.
The Blender Spotify list
Ξεπερνώντας το πρωτότυπο
Στο ντοκιμαντέρ του Σκορτσέζε “No Direction Home” ο Μπομπ Ντίλαν αναφέρει με μια δόση παραπόνου το αληθινό γεγονός ότι πολλοί καλλιτέχνες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία –μεγαλύτερη από τη δική του μέχρι εκείνη τη στιγμή– διασκευάζοντας τραγούδια του, ή και απλά αντιγράφοντας το ύφος του. Αυτό το λέει λίγο πριν από το 1965, λίγο πριν ηχογραφήσει το “Like A Rolling Stone”, την πρώτη του μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Να, λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί που τα καταφέρνουν καλύτερα από τον θείο Μπομπ!
