1. Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, φοιτητής στο τμήμα δημιουργικής γραφής, βλέπει πρώτη φορά Λιντς και τρελαίνεται
«Δεν ξέρω αν κάτι απ’ όλ’ αυτά βγάζει νόημα. Αλλά βασικά γι’ αυτό ο Ντέιβιντ Λιντς είναι για μένα ένας σημαντικός σκηνοθέτης. Το Blue Velvet έπιανε κάτι σημαντικό για τον τρόπο που το παρόν της Αμερικής επιδρούσε στις νευρικές μας απολήξεις, κάτι σημαντικό που δεν μπορούσε να αναλυθεί ή να συρρικνωθεί σ’ ένα σύστημα κωδίκων ή αισθητικών αρχών ή τεχνικών που μπορούσες να μάθεις στα εργαστήρια».
«Οταν βγήκε η καλύτερη ταινία του Λιντς, το Blue Velvet, για μένα ήταν κάτι σαν αποκάλυψη. Ηταν τόσο σημαντικό που ακόμη θυμάμαι την ημερομηνία, δέκα χρόνια μετά – 30 Μαρτίου 1986, Τετάρτη βράδυ. Θυμάμαι τι κάναμε όταν βγήκαμε από το σινεμά, εμείς οι φοιτητές του μεταπτυχιακού Καλών Τεχνών, πήγαμε σε μια καφετέρια και μιλούσαμε για το πώς η ταινία ήταν μια αποκάλυψη». Το πρόγραμμα στο οποίο φοιτούσε ο αφηγητής ήταν «ένα πρόγραμμα που διαρκεί συνήθως κάνα δυο χρόνια. Απευθύνεται σε όσους έχουν πάρει το πτυχίο τους και θέλουν ν’ ασχοληθούν επαγγελματικά με τη μυθοπλασία ή την ποίηση». Μπορείτε να φανταστείτε πόσο εφιαλτική θα ήταν η συζήτηση στην καφετέρια: καμιά δεκαριά επίδοξοι μυθοπλάστες με ισχνή τριχοφυΐα στο πρόσωπο, γυαλιά και ντύσιμο υπερήλικα. Φανταστείτε πόσο κουλ θα ένιωθαν μετά την πρώτη τους επαφή με τον Λιντς. Πόσο θα έπρηξαν τον κοινωνικό τους περίγυρο για το μυστήριο του μεγαλείου της ταινίας.
Ο αφηγητής και η παρέα του βρίσκονταν ήδη στο στάδιο όπου συνειδητοποιείς πως οι πρώτες σου συγγραφικές απόπειρες δεν είναι «πειραματικές», αλλά απογοητευτικές και δυσνόητες. Είναι όταν αρχίζεις να συνειδητοποιείς πως ή θα σου κοπεί η μαγκιά στη δουλειά (διάβασμα – γράψιμο) ή δεν θα γράψεις μισή γραμμή που να την παλεύει. «Το πρόγραμμα που παρακολουθούσαμε ήταν ήδη μια γενική ξενέρα». Ηθελαν να γίνουν μεγάλοι λογοτέχνες της πρωτοπορίας […], αλλά οι καθηγητές τους τούς αντιμετώπιζαν με ψυχρότητα. Μάλλον έφταιγαν τα γραπτά τους. Μπορεί κανείς να υποθέσει. Ολοι ξέρουμε πώς είναι τα πρώτα. Ετσι, εκείνη τη χρονιά «κάναμε βόλτες και μισούσαμε τους εαυτούς μας και όλους τους άλλους και δεν είχαμε ιδέα πώς να γίνουμε καλύτεροι». Και μετά ήρθε η ταινία του Λιντς. Αποκάλυψη.
Δεν είχε σημασία τι λέξεις θα χρησιμοποιούσαν οι επιδεικτικά ευρυμαθείς σπουδαστές της δημιουργικής γραφής. Σίγουρα δεν την πάλευες δευτερόλεπτο να σταθείς δίπλα τους, αν δεν είχες δει την ταινία. «Το πιο σημαντικό ήταν ότι η καλλιτεχνική επικοινωνία λάμβανε χώρα σ’ ένα επίπεδο που όχι μόνον δεν ήταν διανοητικό, αλλά δεν ήταν καν πλήρως συνειδητό», το όλο πράγμα δεν είχε σημασία εάν θα περιγραφόταν σαν «ρεαλιστικό ή μεταμοντέρνο ή εξπρεσιονιστικό ή υπερρεαλιστικό ή άλλες τέτοιες σάλτσες». Σημασία είχε ότι το όλο πράγμα το «ένιωθες σαν κάτι αληθινό». Πήγαινε στην ψυχή και την ξεσήκωνε. «Δεν ξέρω αν βγάζουν νόημα αυτά που είπα, αλλά το Blue Velvet […]» παραμένει «ένα παράδειγμα σύγχρονου καλλιτεχνικού ηρωισμού».
Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας τελικά έγινε ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Εγραψε για εκείνη την Τετάρτη που πρωτοείδε Ντέιβιντ Λιντς σ’ ένα μάλλον υπερβολικά εκτενές άρθρο του το 1995, David lynch Keeps His Head. Εκεί μιλάει για το μεγαλείο της τέχνης του Λιντς και για το πόσο περίεργος, ημίτρελος, αγέρωχος και αφοσιωμένος του φάνηκε ο μεγάλος καλλιτέχνης στα γυρίσματα της ταινίας Lost Highway, τα οποία ο Γουάλας παρακολούθησε προκειμένου να γράψει ένα άρθρο. Με τον Λιντς τα πήγε τέλεια, γιατί ούτε καν τον πλησίασε. Ο καλός σκηνοθέτης δεν σήκωνε κεφάλι. Φαινόταν να μην δίνει δεκάρα τσακιστή, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να γυρίσει την ταινία του με όσο το δυνατόν σωστότερο τρόπο. Σκυλί στη δουλειά.
Από την πλευρά του ο Γουάλας δεν σκοτιζόταν να παραστήσει τον δημοσιογράφο. Θα παρέδιδε το άρθρο που είχε αναλάβει, αλλά κυρίως θα έβαζε μέσα τη σκέψη του και το ταλέντο του κι ό,τι τού κατέβαινε στο κεφάλι, όπως κάθε φορά. Θα δημιουργούσε δοκίμια/άρθρα που δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο, επειδή μπορούσε. Δεν είχε καμιά αγωνία να πάρει συνέντευξη από τον Λιντς. Τον Γουάλας τον έκαιγε απλώς να παρατηρήσει – είπαμε, ο άνθρωπος ήταν γνήσιος λογοτέχνης. Οι πρώτες του εντυπώσεις από την επαφή με τον μεγάλο άνδρα αφορούσαν ένα δένδρο που χρησιμοποιούσε στα γυρίσματα ο Λιντς προκειμένου ν’ ανακουφίζεται.
Επινε μανιωδώς καφέ. Και κάπου εκεί λύγισα διαβάζοντας πάλι το άρθρο του Γουάλας (που αυτοκτόνησε νέος) για τον Λιντς (που πέθανε στις 15 Ιανουαρίου 2025). Ετσι έκλαψα και με τον φόρο τιμής που απέτισε στον σκηνοθέτη η εφημερίδα Guardian (Subversive, Warm and Wild At Heart). Οταν διάβασα πως του Λιντς του άρεσε ο καφές. Το άρθρο του Guardian κλείνει με τη σπαρακτική ευχή: όπου κι αν είναι ο Ντέιβιντ Λιντς ελπίζουμε ο καφές να είναι πραγματικά καλός. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες μού έφεραν δάκρυα στα μάτια. Γιατί;
Γιατί μας συγκινεί ο θάνατος του καλλιτέχνη;
2. Στην πρόβα πενθώ καλύτερα
Νομίζω επειδή είναι μια πρόβα ακίνδυνου πένθους. Οπως πηγαίνουμε στο θέατρο και υποφέρουμε σ’ έναν ασφαλή χώρο, προκειμένου να είμαστε έτοιμοι να βγούμε στη ζωή, έτσι και με τον θάνατο των διασήμων κάνουμε πρόβα για την απώλεια αγαπημένων μας. Τότε δεν θα θρηνούν μαζί μας μερικές χιλιάδες άνθρωποι και θ’ αναγκαστούμε να έρθουμε αντιμέτωποι/αντιμέτωπες με την υλικότητα του ανθρώπινου σώματος. Το όντως πένθος θα είναι βρωμερό και κουραστικό και αποκαρδιωτικά επώδυνο.
Οταν πενθούμε τους διασήμους, ο θρήνος λαμβάνει χώρα σε μια απο-υλοποιημένη σφαίρα. Πενθούμε έναν άνθρωπο που κυρίως τον φανταζόμαστε μέσα από το άθροισμα των καλύτερων εαυτών του, το καλλιτεχνικό του έργο. Για επικήδειο παίζουμε το σάουντρακ των Twin Peaks. Για τάφο έχουμε έναν σωρό οπτικά αριστουργηματικών εικόνων. Πόσο συχνά έχει κανείς την ευκαιρία, μετά την εφηβεία του, να μετατρέπει την απώλεια σε υψηλή αισθητική εμπειρία;
3. Ο θάνατος του καλλιτέχνη με μπερδεύει
Μάς έρχεται να θρηνήσουμε τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες και για έναν άλλον λόγο. Γιατί ο πεθαμένος καλλιτέχνης είναι μια μπερδευτική αντίφαση. Η καθημερινή δημιουργία είναι το αντίθετο του να πεθαίνεις. Τα έργα γίνονται πειστικά και άρα «στέκουν», επειδή κάποιος έχει βάλει ζωή εκεί μέσα. Οταν πεθαίνει η συγγραφέας Elizabeth Costello στο μυθιστόρημα του Coetzee Elizabeth Costello περιμένει έξω από τις πύλες του Παραδείσου, αλλά δεν ξέρει τι πειστικό να πει στους κριτές της προκειμένου να την αφήσουν να περάσει.
Δεν πιστεύει, επειδή είναι συγγραφέας και ντύνεται τις κοσμοθεωρίες των χαρακτήρων της. Τι να κάνει; Οι κριτές της θέλουν ν’ ακούσουν ομολογία πίστεως για ν’ ανοίξουν την πόρτα. Μια τύπισσα μυημένη στις κρυφές λειτουργίες του κόσμου λέει στην πεθαμένη συγγραφέα που αιωρείται στο limbo με την ψυχή της: «Για την ψυχή, άσε με να σου δώσω μια συμβουλή. Μπορεί να σου λένε πως απαιτούν την πίστη, στην πράξη, όμως, ικανοποιούνται και με το πάθος. Δείξ’ τους πάθος και θα σ’ αφήσουν να περάσεις». Μιλάει για τον θάνατο ή για την καλλιτεχνική δημιουργία ή για τη ζωή;
Στρεφόμαστε σε τέρατα όπως ο Λιντς, γιατί είναι παθιασμένες αγέρωχες ψυχές που μας εμπνέουν. Γιατί έχουν κάτι αλλόκοσμο, λοξό, διαλέγουν τη ζωή τους και τη ζούνε όπως θέλουν αυτοί. Λέμε: δες, είμαστε το ζώο που γεννιέται και πεθαίνει σε φρικτούς πόνους και περνάει τη ζωή του με επίγνωση. Αλλά δες, υπάρχουν ταινίες και βιβλία και αλληγορίες. Φυσικά, ο δημόσιος θρήνος έχει και κάτι επιδεικτικό. «Αντίο Ντέιβιντ» θα γράψει ο κάθε επίδοξος δημιουργός που δεν ξέρεις αν θα γίνει μεγάλος καλλιτέχνης ή λογιστής σε επιχείρηση. Και τι μ’ αυτό; Υπάρχει πένθος έξω απ’ το κιτς και την υπερβολή;
4. Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Η θεϊκή μουσική του Twin Peaks. Ο κουλ τρόπος να θρηνείς. Βλέποντας ταινίες, διαβάζοντας βιβλία και κλείνοντας για λίγο την πόρτα στον θόρυβο του έξω κόσμου.
