Τώρα που στελέχη του ΠΑΣΟΚ επεξεργάζονται μετεκλογικές συνεργασίες με πρόσωπα και κόμματα που κατασυκοφάντησαν το ΠΑΣΟΚ την τελευταία δεκαπενταετία, τώρα που δεν διστάζουν να φανερώσουν σε τι συνίσταται η αντίληψή τους περί προοδευτισμού (σε κοινά μέτωπα με δραχμιστές και θαυμαστές του Πούτιν δηλαδή), ίσως γίνεται σαφής και στους πιο προκατειλημμένους η διαφορά του Ανδρουλάκη από συντρόφους του που διεκδίκησαν κι εκείνοι την προεδρία του κόμματος. Από τον πρόεδρο μπορεί να λείπουν πολλά, αλλά δεν του λείπει η υπομονή· προτιμάει να περιμένει, προτιμάει να επενδύσει προσεκτικά στην αυτοτέλεια της παράταξης από το να «κάψει» τη δημοσκοπική της άνοδο (που καθόλου εύκολα δεν επετεύχθη) ενδίδοντας στο δέλεαρ των επιπόλαιων αρραβώνων. Τώρα ξεχωρίζει η στόφα του προέδρου από εκείνη του δημοσιοσχετίστα.
Δεξιόστροφα
Είναι ασαφές σε ποια κατηγορία υπάγονται οι τελευταίες επιλογές του Κυριάκου
Μητσοτάκη. Αν η πρόταση Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν προεδρική κίνηση αναγκαιότητας για τη διατήρηση της τάξης και της συνοχής του κόμματος, η πρόταση του Νικήτα Κακλαμάνη για την προεδρία της Βουλής δύσκολα μπορεί να ιδωθεί με τον ίδιο τρόπο. Το δεξιόστροφο Εγώ της παράταξης θα μπορούσε να ικανοποιηθεί και με άλλη δεξιόστροφη επιλογή ή να μην ικανοποιηθεί καθόλου. Ο Κακλαμάνης ωστόσο συμβολίζει περισσότερα από μια δεξιά στροφή: τον καραμανλικό παλαιοκομματισμό, τη συντήρηση, τη χρεοκοπική πολιτική συνθήκη την οποία υποτίθεται ότι οι μέινστριμ παρατάξεις είχαν αφήσει πίσω. Ανάμεσα στην προεδρική ευθύνη απέναντι στη βάση και στις κακές δημόσιες σχέσεις υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, ισοδύναμη όμως με τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.
Εύθυμος πρόεδρος
Τα άρθρα που μας παραπέμπουν στη φοβερή αίσθηση χιούμορ που διαθέτει ο
Κωνσταντίνος Τασούλας μοιάζουν με τις περιστάσεις όπου καλούμαστε να απαντήσουμε στην ερώτηση αν κάποιος είναι όμορφος και εμείς, μην μπορώντας να απαντήσουμε ναι (γιατί θα ήταν ψέμα), αλλά ούτε και όχι (γιατί θα ήταν αγένεια), λέμε «είναι γλυκούλης!». Το χιούμορ ως αντιστάθμισμα άλλων, σημαντικότερων θεσμικών προσόντων, μάλλον δεν λειτούργησε καταπραϋντικά εν προκειμένω, αλλά ίσως είναι ένας δείκτης για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πολιτική σ’ αυτή τη χώρα: όχι πολύ σοβαρά.
Μέινστριμ Λιντς
Δεν είναι όμως μόνο η πολιτική που χρήζει ήπιας, χιουμοριστικής αντιμετώπισης· είναι και η γενικότερη επικαιρότητα. Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Ντέιβιντ Λιντς βρεθήκαμε ενώπιον μιας στατιστικής παραδοξότητας: στον διαδικτυακό θρήνο για τον διάσημο σκηνοθέτη δεν συμμετείχε μόνο το πολύ συγκεκριμένο κοινό του, εκείνος ο εκλεκτός κι εκλεκτικός σινεφίλ κύκλος που εκτιμά τη σουρεαλιστικά ιδιοσυγκρασιακή κι αντιεμπορική ματιά του καλλιτέχνη, αλλά και πρόσωπα των οποίων η κινηματογραφική παιδεία εξαντλείται στα διαπιστευτήρια που χορηγεί το Netflix. Η τέχνη βέβαια δεν έχει ιδιοκτησία· είναι ανοιχτή σε όλους. Παραμένει όμως αμφίβολο αν υπάρχει κάτι που ενώνει
τους θαυμαστές του Παπακαλιάτη με τους θαυμαστές του Λιντς, πέρα από την επιθυμία των πρώτων να βρίσκονται παντού, έστω για εικοσιτέσσερις ώρες (όσο διαρκεί δηλαδή ένα θρηνητικό Instagram story).
Ενας ασήμαντος θάνατος
Οταν ο Ντέιβιντ Λιντς ξεχαστεί απ’ όσους τον γνώρισαν ως διαδικτυακό trend, θα συνεχίσει να μνημονεύεται από εκείνους που επένδυσαν λίγο χρόνο παραπάνω στην εξερεύνηση των αλλόκοτων κόσμων του. Η τέχνη υπάρχει και χωρίς τη μαζικότητα που επιφέρουν οι συγκυρίες. Δεν ισχύει το ίδιο για τα οικοδομήματα της ψηφιακής σαχλαμάρας. Ενόψει της (αμφίβολης) απαγόρευσης του TikTok στις ΗΠΑ, αξίζει να αναρωτηθούμε: σε ποιον θα λείψει η εφαρμογή; Τι προσέφερε στον πολιτισμό, τι προϊόν παρήγαγε, σε ποιον ήταν χρήσιμη ουσιαστικά και όχι ευκαιριακά; Ως πολιτικές επιλογές, οι απαγορεύσεις προφανώς σηκώνουν συζήτηση· δεν αξίζουν όμως όλες δάκρυα.
